Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μη μου κάνεις ερωτήσεις ψέματα να μη σου πω...


Τόσες μέρες γράφω και μετά σβήνω. Γράφω και σβήνω ασταμάτητα. Γεμίζω μία σελίδα και μετά την πετάω σα να μην υπήρξε ποτέ. Όταν ρωτάω τον εαυτό μου τι είναι αυτό που με κάνει να γράφω συνέχεια καταλαβαίνω ότι είναι η ανάγκη μου να μιλήσω σε κάποιον. Τι είναι όμως αυτό που με κάνει να τα σβήνω ή να τα πετάω? Ποια ανάγκη είναι αυτή που με κάνει να σωπαίνω? Δεν είναι ότι φοβάμαι μην δουν κάποιοι το αληθινό μου πρόσωπο, γιατί ξέρω ότι κανείς μας δεν έχει αληθινό πρόσωπο. Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, συμπεριφερόμαστε ανάλογα με το τι μας βγάζουν οι άλλοι άνθρωποι. Δεν είναι ότι δεν έχουμε προσωπικότητα, είναι ότι η προσωπικότητά μας μεταβάλλεται ανάλογα με το πως νομίζουμε ότι θέλουν οι άλλοι να συμπεριφερθούμε απέναντί τους. Κι εδώ είναι το λάθος. Μπορώ να ανεχτώ κάποιον άνθρωπο που δεν έχει προσωπικότητα, γιατί την ψάχνει, δεν μπορώ όμως να ανεχτώ κάποιον ο οποίος την μεταβάλλει για να ευχαριστήσει κάποιους ανθρώπους. Μου την δίνουν οι χαμαιλέοντες, προτιμώ τους ανθρώπους.

Τι είναι λοιπόν αυτό που μας κάνει να μην έχουμε σταθερή προσωπικότητα? Μήπως όλοι θέλουμε να φαινόμαστε καλοί στους άλλους? Υπήρχε κάποτε ο καιρός που δε με ένοιαζε κανενός η γνώμη, υπήρχε κάποτε ο καιρός που δε με πείραζε αν κάποιος είχε άσχημη γνώμη για μένα κι υπήρχε κάποτε ο καιρός που δεν περίμενα τίποτα από κανένα, καλοδεχόμουν ό,τι μου έδιναν και το κρατούσα όσο μου το άφηναν στα χέρια μου. Γιατί τώρα έγινα άπληστος? Γιατί δεν με ικανοποιεί τίποτα? Ξέρω ότι μέσα μου υπάρχουν κρυφά όνειρα, που αν δεν τα κυνηγήσω θα με κατασπαράξουν. Ξέρω πως όσο καιρό τα αφήνω στην άκρη με κατατρέχουν. Ξέρω πως θα συνεχίσουν να με καταδιώκουν, όχι γιατί δεν προσπαθώ να αποκτήσω όσα θέλω, αλλά γιατί όταν τα αποκτώ τα βαριέμαι. Σα να αποδεικνύω στον εαυτό μου ότι έχω την δύναμη να πάρω αυτό που θέλω και μετά να κάνω πίσω, πείθοντάς με ότι απολαμβάνω τα τρόπαια της νίκης.

"Το να γίνει πρώτος καθένας μπορεί να το πετύχει, το να παραμείνει στην κορυφή λίγη το κατορθώνουν." Ούτε θυμάμαι ποιος μου το είπε ούτε το γιατί. Θυμάμαι μόνο τη φράση αυτή. Λες και με ήξερε και ήθελε να με κάνει να μην κυνηγάω την κορυφή, αλλά να διατηρούμαι σε αυτή μόλις την φτάσω. Δεν ήξερε όμως ότι δε με νοιάζει η κορυφή. Ίσως να μην μπορούσε να καταλάβει ότι μεγαλύτερη αξία σε μένα έχει η κατάκτηση της ηρεμίας, το να θεωρώ κάποιες καταστάσεις και κάποια πράγματα δεδομένα. Αυτό είναι που μπορεί να με πάει "ψηλότερα" και να με διατηρήσει εκεί, χωρίς όμως να νοιάζομαι το που είμαι και το πόσο καιρό θα βρίσκομαι εκεί που είμαι. Τα μικρά, τα καθημερινά, τα απλά πράγματα είναι που έχουν αξία. Όπως το να ξυπνάω το πρωί και να έχω κάποιον να του πω μια καλημέρα ή να γυρίζω σπίτι μου το βράδυ και να υπάρχει κάποιος που δεν θα επιδιώξει να με ηρεμήσει, αλλά θα με αφήσει να το κάνω μόνος μου.

Ώρες ώρες σκέφτομαι τι είναι αυτό που μας ωθεί να είμαστε αυτοί που είμαστε. Ο εαυτός μας? Τα βιώματά μας? Μήπως η καθημερινότητα που μερικές φορές δεν την αντέχουμε? Μήπως οι ενοχές και οι χιλιάδες φόβοι που μας τραβάνε πίσω? Εγώ είμαι εκείνος που έλεγα στους ανθρώπους να μην φοβούνται και να κάνουν πάντα το πρώτο βήμα. Εγώ είμαι εκείνος που κάνει χιλιάδες βήματα προς τα πίσω λόγω φόβου κι ενοχής. Δεν κυνηγάω ούτε αναζητώ το άπιαστο. Το όμορφο και το γήινο ζητάω. Να ξημερώνει η μέρα και να μην υπάρχει καμία αναμονή. Να φτάνει η νύχτα και τα αστέρια να μην μου κρύβουν τίποτα, απλώς να μου φανερώνουν τα πάντα. Αυτό είναι τελικά το πρόβλημά μου. Ψάχνω στον ουρανό να βρω αλήθειες, ενώ εκείνες βρίσκονται εδώ, στη γη, με περιτριγυρίζουν κι εγώ τις κλοτσάω μίλια μακριά. Δεν είναι ότι δεν αντέχω τους άλλους, δεν είναι ότι δεν αντέχω τον εαυτό μου, είναι ότι δεν αντέχω τον εαυτό μου μέσα από τους άλλους.

Μπορεί να είμαι ό,τι είμαι. Μην με κάνεις όμως να πιστέψω ότι είμαι αυτό που νομίζω ότι είμαι. Εσύ αν θες πίστεψέ το. Μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου γι αυτό, μην το δείξεις όμως ποτέ σε μένα. Άσε με να λειτουργώ όπως θέλω χωρίς κρίσεις και κατηγορίες, άσε με άνθρωπε να υπάρχω χωρίς να με δικάσεις που είμαι αυτός που είμαι. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουμε να αποδεχόμαστε τους άλλους έτσι όπως είναι και κυρίως πρέπει να μάθουμε να τους αγαπάμε επειδή είναι αυτοί που είναι. Μια μάνα αγαπάει το παιδί της ακόμα κι όταν είναι δολοφόνος. Αυτή είναι η μόνη αγάπη που υπάρχει. Η πιο ανιδιοτελής, η πιο αληθινή κι η μόνη αγάπη που έχει σημασία. Μόνο έτσι πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους κι όχι όπως εμείς θέλουμε ή όπως αυτοί νομίζουν. Ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας, όποιον άνθρωπο κι αν διαλέξουμε σαν σύντροφο, όσους φίλους κι αν αποκτήσουμε μόνο στη μάνα μας θα τρέξουμε να "κρυφτούμε". Μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν σε αποδέχεται, δεν μπορείς όμως ποτέ σου να διαγράψεις από το μυαλό σου την αγάπη που νιώθει για σένα και δεν μπορείς με τίποτα να μην τη δεις. Που θα τρέξεις όταν σε κυνηγάνε? Που έτρεχες όταν ήσουν μικρός?

Όταν ήμουν μικρός δεν αμφισβητούσα τίποτα και κανέναν. Δεχόμουν τα λόγια τους, τις πράξεις τους, δεχόμουν αυτό που νόμιζε ο καθένας ότι είμαι και δεν προσπαθούσα να αποδείξω τίποτα περισσότερο. Τι με έχει πιάσει τα τελευταία χρόνια και προσπαθώ να αποδείξω ότι αξίζω κάτι? Τι με έχει πιάσει και αναζητώ αγκαλιές και φιλιά που θα με λυτρώσουν, αλλά σίγουρα δεν μου ανήκουν? Ξέρω ότι η απάντηση είναι πολύ πιο απλή. Δεν πρέπει να προσπαθώ να δείξω στους άλλους ποιος είμαι, αλλά στον εαυτό μου. Μόνο όταν το δείξω σε μένα θα το δουν και οι άλλοι. Και μόνο αυτό έχει αξία, να το δω εγώ. Να βρίσκομαι δίπλα στον εαυτό μου όταν με χρειάζεται όπως βρίσκομαι δίπλα σε όλους τους άλλους όταν με χρειάζονται. Αυτή είναι πλέον η μόνη αληθινή αξία μου. Δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Δεν θα εξαφανιστώ από τη ζωή κανενός, αλλά δεν θα εξαφανιστώ ούτε από τη δική μου τη ζωή. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να με χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, δε με νοιάζει, δε με αφορά, αφού εγώ το θέλω γιατί να τον κατηγορήσω? Με νοιάζει όμως να χρησιμοποιήσω και τον δικό μου εαυτό κατά το δοκούν.

Πως και γιατί αλλάζουμε έτσι οι άνθρωποι? Κάποτε έκανα στον εαυτό μου τις σωστές ερωτήσεις και λάμβανα τις σωστές απαντήσεις. Σήμερα κατέληξα να δίνω απαντήσεις χωρίς να έχω υποβάλλει καν την ερώτηση. Νιώθω ότι δεν επικοινωνώ πια με τον εαυτό μου, νιώθω ότι κοιτάζομαι στον καθρέφτη και απολαμβάνω το είδωλό μου, αντί να του υποβάλλω χιλιάδες ερωτήσεις. Ω, μου έλειψαν εκείνες οι μέρες, που μέσα από μένα έβλεπα όλη την αλήθεια, που είχα την δύναμη να αντικρούω τον εαυτό μου, να τον κολλάω στον τοίχο και να τον συγχωρώ αμέσως μετά. Μου έλειψαν εκείνες οι μέρες που δεν ένιωθα μόνος μου κι ας ήμουν. Τώρα πια ξέρω ότι δεν είμαι μόνος, αλλά νιώθω έτσι. Και πραγματικά με σοκάρει αυτό, το μισώ, γιατί αναγνωρίζω ότι δεν είναι αυτή η αλήθεια, αλλά έπεισα τον εαυτό μου να νομίζει ότι αυτή είναι η αλήθεια.

Συνεχίζω να γράφω και δεν μπορώ να τελειώσω. Νομίζω ότι αυτά που τόσες μέρες τα έσβηνα σήμερα κατάφεραν να βγουν και δεν θέλουν να σταματήσουν με τίποτα. Δεν μπορώ να τα ελέγξω, δεν ξέρω αν το θέλω κιόλας. Θέλω απλά να συνεχίσω να γράφω, να μη νιώθω ότι στέρεψα και κυρίως να μη σταματήσω ποτέ να γράφω. Είναι λύτρωση, πάντα ήταν λύτρωση. Είναι ο σκοπός της ζωής μου, το όνειρό μου. Τι κι αν εξελίχθηκα μέσα από αυτό? Τι κι αν το στυλό αντικαταστάθηκε από το πληκτρολόγιο και το χαρτί από την οθόνη του υπολογιστή? Δεν παίζει ρόλο το μέσον, αλλά αυτά που γράφεις, αυτά που βγαίνουν προς τα έξω. Δεν παίζει ρόλο ποιος τα λέει, αλλά ποιος θα τα κάνει δικά του. Όταν γράφω νιώθω ότι δεν είμαι εγώ εκείνος που τα λέει, αλλά το μέσον για να ειπωθούν κάποια πράγματα. Όταν όμως βλέπω τι έχω πει, καταλαβαίνω ότι είναι ειπωμένα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο να πούμε οι άνθρωποι, όλα ειπώθηκαν. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να πραγματοποιήσουμε όσα οι άλλοι είπαν.

Δεν έχω άλλα να πω, αλλά δεν θέλω και να σταματήσω να γράφω. Τώρα που οι σκέψεις μου βρήκαν διέξοδο δεν θέλω να τις φυλακίσω και πάλι. Κάποιος ίσως να μου πει ότι πρέπει να σταματάμε όταν είναι καιρός. Ε, λοιπόν δεν είναι καιρός να σταματήσω. Νιώθω ότι τώρα άρχισα κι ότι θα αργήσω να τελειώσω. Ξέρω πως όλα τα παραπάνω μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, ξέρω ότι ίσως πολλοί να μιλήσουν για κάποιο μπερδεμένο μυαλό, άλλοι πάλι ίσως να πουν ότι βαρέθηκαν να διαβάζουν αυτόν το μίζερο, που ασχολείται μανιωδώς με το ίδιο θέμα σε διάφορες παραλλαγές αν και όταν το θυμηθεί ή όταν οι καταστάσεις τον στριμώξουν. Δε με νοιάζει όμως. Ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να πιστέψει ό,τι θέλει. Λίγοι θα καταλάβουν και ακόμα λιγότεροι θα κάνουν πράξη τα όσα κατάλαβαν. Σε αυτούς θέλω να ανήκω, αυτούς θέλω να πλησιάσω και τελικά ίσως να μη με νοιάξει αν θα τα κάνουν πράξη, ίσως να με νοιάξει ότι κατάλαβαν αυτό που εγώ ήθελα να πω. Δεν ξέρω τι θα με νοιάξει, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω. Δεν ξέρω τι θέλω να πολεμήσω, τι θέλω να κρατήσω και τι θέλω να πετάξω. Δεν ξέρω τι και ποιον θέλω να πιστέψω. Δεν ξέρω τίποτα και είμαι ευτυχισμένος γι αυτό. Έτσι δεν είναι Σωκράτη? Έτσι δεν πρέπει να είναι?

Δεν υπάρχουν σχόλια: