Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Σικέ...


Έφτασε στο σπίτι του. Πάρκαρε με προσεκτικές κινήσεις το αμάξι του, έκλεισε τα φώτα και την μουσική, έσβησε τη μηχανή και μάζεψε τα πράγματά του. Βγήκε από τ' αμάξι και το κλείδωσε. Προχώρησε προς την πολυκατοικία, άνοιξε την καγκελόπορτα και την άφησε πίσω του μισάνοιχτη. Ανέβηκε τα σκαλιά με αργό βήμα, κάπως βαριεστημένο και πλησίασε στην είσοδο. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άφησε να κλείσει πίσω του μόνη της. Περνώντας μπροστά από τον καθρέπτη κοντοστάθηκε και κοίταξε για μια στιγμή τον εαυτό του. Δεν κάθισε πολύ όμως εκεί και συνέχισε προς το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί και περίμενε να κατέβει από τον τρίτο. Μόλις έφτασε άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα κοιτάζοντας και πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη. Πάτησε το κουμπί να τον πάει στον δεύτερο και άρχισε να κοιτάει τα κλειδιά του από αμηχανία, περιμένοντας να φτάσει έξω από την εξώπορτα. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. Μπήκε μέσα και κλείδωσε βγάζοντας όμως το κλειδί, λες και περίμενε κάποιον να έρθει να την ξεκλειδώσει ή λες και μαζί με την πόρτα του σπιτιού θα ξεκλείδωνε και την ψυχή του.

Προχώρησε στον διάδρομο κι έκανε μια μικρή στάση στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, το κοίταξε σα να έβλεπε τηλεόραση και τελικά έβγαλε ένα μπουκάλι με νερό. Έσβησε το φως της κουζίνας και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Άνοιξε την πόρτα και το φως. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε ένα σορτσάκι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έστριψε ένα τσιγάρο κι έσβησε το φως. Άναψε την τηλεόραση. Πέρασε τα κανάλια γρήγορα, έφτασε στην αρχή και μετά τα ξαναπέρασε δύο και τρεις φορές. Ρουφούσε το τσιγάρο του σα να ήταν οξυγόνο και φυσούσε τον καπνό σα να απελευθέρωνε όλη την ένταση της ημέρας. Ήπιε δυο γουλιές από το κρύο νερό και άφησε το μπουκάλι ανοιχτό στο κομοδίνο του. Συνέχισε να καπνίζει και να αλλάζει τα κανάλια με μανία. Το ένα είχε δυο πολιτικούς που μάλωναν για το ασφαλιστικό. Στο άλλο έδειχνε μια ταινία δράσης, από αυτές που ο ήρωας τρέχει και το χάρτινο σκηνικό που βρίσκεται πίσω του ανατινάζεται. Στο παρακάτω κανάλι κάποιοι άλλοι δικαίωναν τη ρήση του Αντυ Γουορχολ κρατώντας ένα μικρόφωνο στο χέρι. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και το έσβησε, σα να έσβηνε όλα εκείνα που από το πρωί τον κατέτρεχαν.

Κάποιο άλλο κανάλι έπαιζε μια ερωτική ταινία. Ο άντρας έγδυνε την γυναίκα και τη φιλούσε στην αρχή στο λαιμό. Έπειτα κατέβηκε στο στήθος και όταν έφτασε πιο χαμηλά εκείνη τον σταμάτησε. Τον φίλησε στο στόμα και μετά άρχισε να τον φιλάει στο λαιμό, ύστερα πίσω από το αυτί και σιγά σιγά κατέβηκε στους ώμους του. Ανέβηκε πάνω του και άρχισε να κουνιέται κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος της ανταπέδιδε το βλέμμα, προδίδοντας όσα δεν μπορούσε μερικά λεπτά πριν να της εκφράσει με λέξεις. Την γύρισε ανάποδα και μπήκε από πίσω της, ενώ εκείνη έδειχνε πόσο πολύ απολάμβανε την στιγμή κρατώντας τον από τον αυχένα και κολλώντας το σώμα της πάνω του. Της άγγιξε το στήθος και την φίλησε στο στόμα, ενώ κόλλησε με μεγαλύτερη δύναμη και ηδονή πάνω της. Άφησε το τηλεχειριστήριο στην άκρη και πέρασε το χέρι του μέσα από το εσώρουχό του. Άρχισε να αυνανίζεται. Στην αρχή αργά και κάπως βαριεστημένα, σα να μη το ένιωθε, σα να μην το ήθελε, αλλά να το έκανε κάπως σαν αγγαρεία. Αργότερα ένιωσε την στύση του στο χέρι του και άρχισε να το κουνάει πιο γρήγορα. Τέλειωσε στο πάτωμα και το σκούπισε με μια χαρτοπετσέτα. Την πέταξε στα σκουπίδια και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του. Κουκουλώθηκε και αγκάλιασε τα μαξιλάρια προσπαθώντας να αγκαλιάσει τη μοναξιά του.

Δεν τον πειράζει που άλλη μια νύχτα έριξε τις αποδείξεις του στα σκουπίδια. Δεν τον πειράζει ούτε που έχει ονομάσει τα μαξιλάρια του. Δεν τον πειράζει που θα κοιμηθεί με τύψεις και ντροπή. Τον πειράζει που το πρωί θα ξυπνήσει και θα το έχει ξεχάσει. Που χιλιάδες άλλοι και άλλες θα αναζητούν μια αγκαλιά και θα συνεχίσουν να δίνουν ονόματα στα μαξιλάρια. Τον πειράζει που σαν θα βγει έξω θα δει κόσμο να γελάει δυνατά, δήθεν ευτυχισμένος. Τον πειράζει που μόνο εκείνος δείχνει τρωτός κι ας ξέρει ότι δεν είναι. Τον πειράζει που όλοι οι άλλοι θα τσεκάρουν την επιφάνεια και θα απορρίψουν το φαίνεσθε, χωρίς ποτέ να δώσουν σημασία στο είναι. Τον πειράζει που άρχισε να μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, σα να είναι κάποιος άλλος. Σα να έγινε κάποιος άλλος. Λες να έγινε κάποιος άλλος? Λες να έγινα αυτός ο άλλος?

Δεν υπάρχουν σχόλια: