Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ονειρώξεων λεκέδες...


Μπήκε σιγά σιγά μέσα στο σπίτι. Περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών του. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον ακούσει κανείς, απλά αυτό ήταν το περπάτημά του, αθόρυβο. Πήγε στην κουζίνα, άναψε το φως, έβαλε λίγο κρύο νερό και πίνοντάς το άρχισε να λύνει την γραβάτα του. Άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και άναψε ένα τσιγάρο. Με αργές κινήσεις κι ενώ συγχρόνως κάπνιζε, άρχισε να βγάζει τα παπούτσια του. Ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί από το πουκάμισό του και στήριξε το ένα του χέρι στην πλάτη της καρέκλας, ενώ με το άλλο έφερνε το τσιγάρο στο στόμα του. Τράβηξε δυο απανωτές τζούρες και το έσβησε. Πήρε τον χαρτοφύλακα και τον έβαλε στο σαλόνι. Βόλεψε τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη και άφησε το πουκάμισο σε μια καρέκλα. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. «Ήρθες», τον ρώτησε η γυναίκα του. «Ναι», της απάντησε εκείνος, «γιατί δεν κοιμάσαι», την ρώτησε. «Δεν έχω ύπνο», του είπε. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Πρώτη φορά με κοιτάζεις με αυτό το βλέμμα», του είπε, «τι σκέφτεσαι». «Τίποτα σημαντικό, απλά θέλω να χαθώ λίγο εκεί μέσα», της απάντησε με την σειρά του.

Συνέχισε να την κοιτάζει. Κάποια στιγμή το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει το δικό της, οι άκρες των δαχτύλων του ξεκίνησαν να αγγίζουν το κορμί της. Από τον καρπό ανέβηκε προς τα πάνω, στον αγκώνα κι έπειτα λίγο πιο πάνω, στον ώμο. Άρχισε να την αγγίζει στο λαιμό και πίσω από το αυτί, εκείνη είχε κλείσει πια τα μάτια, πέρασε το χέρι του πίσω από τα μαλλιά της και άρχισε να της χαϊδεύει τον σβέρκο, ενώ το ανέβαζε πιο πάνω, μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της. Κάποια στιγμή άρχισε να «μετράει» τους κόμπους της σπονδυλικής της στήλης, πέρασε στο πλευρό της κι έπειτα στο κόκαλο της λεκάνης. Την άκουσε να αναστενάζει, πλησίασε τα χείλη του στα δικά της, τα άνοιξε να την φιλήσει, εκείνη το ένιωσε και πήγε να κάνει το ίδιο. Σα να συνεννοήθηκαν μέσα στο σκοτάδι και μέσα στη σιωπή δεν φιλήθηκαν, άφησαν τις ανάσες και τους αναστεναγμούς να μπλεχτούν. Αντί αυτού τη φίλησε στο λαιμό, άφησε τη γλώσσα του να φτάσει μέχρι το αυτί της και μετά προχώρησε μέχρι τον ώμο της. Κατέβηκε στα χέρια της και άρχισε να της ρουφάει τις φλέβες της, σα να ήθελε να πιει το αίμα της.

Πήρε ένα ένα τα δάχτυλά της στο στόμα του. Ξαφνικά πέρασε στα πλευρά της, άρχισε να τα φιλάει κι αυτά κι έπειτα το κόκαλο της λεκάνης. Το στόμα του ακολουθούσε την διαδρομή των δαχτύλων του. Την ίδια στιγμή τα δάχτυλά του περιέγραφαν τον γύρω του στηθόδεσμού της, χώθηκαν κρυφά κάτω από αυτό και άγγιξαν το στήθος της, την ρώγα της. Της τον έλυσε και άρχισε να της φιλάει το στήθος. Έπειτα τη ρώγα της, την ρουφούσε όπως ένα μωρό ρουφάει το γάλα του από τη θηλή της μάνας. Δεν του ήταν όμως αρκετό, και άρχισε να ρουφάει όλο το στήθος της. Το έκανε να χωθεί όλο στο στόμα του. Ξαφνικά κι ενώ είχε φτάσει στο στέρνο της, άνοιξε το στόμα του και κατέβηκε προς την κοιλιά της, αφήνοντας τη γλώσσα του να συρθεί πάνω στο κορμί της. Εκείνη αναστέναζε συνεχώς και του χάιδευε τα μαλλιά, είχε χώσει όλο της το χέρι μέσα στα μαλλιά του. Τότε εκείνος κατέβασε το χέρι του στο αιδοίο της και το άγγιξε, ενώ με παλινδρομικές κινήσεις άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της.

Στην αρχή έβαλε μέσα της ένα δάχτυλο. Ο κόλπος της γέμισε υγρά. Έπειτα έβαλε ακόμα ένα δάχτυλο μέσα κι έπειτα ένα τρίτο. Μπαινόβγαιναν σιγά στην αρχή. Κι έπειτα πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μέχρι που το χέρι του απέκτησε μία απίστευτη ταχύτητα. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στο δωμάτιο ήταν οι αναστεναγμοί της και τα υγρά που έβγαιναν από τον κόλπο της κι άρχισαν να μουσκεύουν τα σκέλη της. Εκείνος βρισκόταν σε πλήρη στύση. Κάποια στιγμή όμως σταμάτησε κι έβγαλε τα δάχτυλά του από μέσα της. Την σήκωσε όρθια, την ακούμπησε στον τοίχο με την πλάτη γυρισμένη προς εκείνον. Το στήθος της ακουμπούσε στον κρύο τοίχο, άρχισε να την φιλάει πάλι στο λαιμό, εκείνη τέντωσε το σώμα κι απότομα εκείνος μπήκε μέσα της. Άρχισε να της ψιθυρίζει στο αυτί, ενώ εκείνη αναστέναζε συνέχεια. Κάποια στιγμή βρήκε την ανάσα και του φώναξε «ξέσκισέ με, ξέσκισέ με τώρα, παντού, κάνε με να λειώσω, τώρα». Την ξάπλωσε στο κρεβάτι, άρχισε να ρουφάει τα υγρά της, μία μία τις σταγόνες, ενώ ένα του δάχτυλο μπήκε πίσω της. Εκείνη δε μίλησε, δεν αναστέναξε, μόνο είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, σφίγγοντας τα δάχτυλά της στο στρώμα και τραβώντας το σεντόνι. Εκείνος δεν σταμάτησε, συνέχισε, έβαλε και δεύτερο δάχτυλο μέσα της, ενώ τα δάχτυλα του άλλου του χεριού ξαναμπήκαν στον κόλπο της.

Σηκώθηκε όρθιος, πήρε ένα σχοινί και της έδεσε τα πόδια από τα κάγκελα στο κάτω μέρος του κρεβατιού, έπειτα με ένα άλλο σχοινί της έδεσε τα χέρια στην πλάτη. Εκείνος κάθισε στο κρεβάτι ανοίγοντας τα πόδια του και την έβαλε να καθίσει πάνω του, μπήκε από πίσω της ενώ συγχρόνως τέντωσε τα σχοινιά και τα έσφιξε στους καρπούς και στους αστραγάλους της. Εκείνη άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στο πέος του. Στην αρχή σιγά, μην πονέσει κανείς τους κι έπειτα πιο γρήγορα. «Κάνε με να τελειώσω», του φώναζε, «κάνε με να τελειώσω, σε ικετεύω, θέλω να είμαι η υπάκουη σκύλα σου, σκίσε με». Κάποια στιγμή την έλυσε. Εκείνη ξάπλωσε κι εκείνος πήρε ένα μπουκάλι από ουίσκι και της το έβαλε από πίσω, ενώ τέσσερα από τα δάχτυλα του είχαν μπει και πάλι στο αιδοίο της. Γύρισε με τέτοιο τρόπο το σώμα του που το πέος του ήταν στο ύψος του κεφαλιού της. Εκείνη το πήρε πρόθυμα στο στόμα της. Τα χέρια του κουνιόντουσαν ρυθμικά, η γλώσσα της διέτρεχε όλο το πέος του και το έκανε να χάνεται στο βάθος του λαιμού της.

Την ώρα που εκείνος τελείωνε στο πρόσωπό της, εκείνη τελείωνε στα δάχτυλά του. Το χέρι του είχε γεμίσει από τα υγρά της, το πρόσωπό της πασαλειμμένο από τα υγρά του. Εκείνη τα πήρε με τα δύο δάχτυλά της και τα έφερε στο στόμα της. Το ίδιο έκανε κι εκείνος με τα δικά της υγρά. Κοιτάζονταν χωρίς να μιλάνε. Μέχρι που το πρόσωπό της καθάρισε και που τα χέρια του ήταν πια στεγνά. Ντύθηκαν, μάζεψαν τα σχοινιά, συγύρισαν το κρεβάτι και ξάπλωσαν. Πρώτα ξάπλωσε εκείνος κι έπειτα ήρθε κι εκείνη να ξαπλώσει δίπλα του. Πήγε να τον φιλήσει μα εκείνος τραβήχτηκε. «Δε μου αρέσει η γεύση του σπέρματός μου», της είπε και της γύρισε την πλάτη. Κοιμήθηκαν...

Δεν υπάρχουν σχόλια: