Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Οι ψυχές και οι αγάπες...


Ημερομηνία: Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2009. Ώρα: 10.10 το βράδυ. Τόπος: Ελευσίνα. Χώρος: Το παλιό μου δωμάτιο. Σύνεργα: Ένα στυλό, ένα λευκό τετράδιο, ένα τασάκι κι αμέτρητα τσιγάρα. Αφορμή: Καμία. Αιτία: Χιλιάδες σκέψεις, χιλιάδες συναισθήματα. Συνέπειες: Απομόνωση, μοναξιά, κατάθλιψη, απογοήτευση, απόρριψη.

Τι είναι αυτό που μας τραβάει σε έναν άνθρωπο? Ο χαρακτήρας του? Η ομορφιά του? Το βλέμμα του? Ή μήπως η δική μας διάθεση να χαρίσουμε συναισθήματα, να αγγίξουμε κάποιον? Μήπως αυτό το «σ’ αγαπάω» που τόσο ποθεί να βρει αποδέκτη περιπλανάται άσκοπα? Μήπως ο αποδέκτης δεν είναι ποτέ συγκεκριμένος? Μήπως αυτές οι δυο λεξούλες έχουν να κάνουν με όλο αυτό που ονομάζεται αγάπη προς τον ίδιο σου τον εαυτό? Ερωτήματα άχρηστα, άσχετα, αδιόρθωτα, ανίκανα να απαντηθούν. Παλιότερα η μοναξιά ήταν το ζητούμενο, ο απώτερος σκοπός. Τώρα η μοναξιά είναι φυλακή. Περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μέσα σε μια στιγμή. Δεν προλαβαίνεις να τους γνωρίσεις κι εξαφανίζονται. Δεν προλαβαίνεις να τους δείξεις ότι τους αγάπησες και χάνονται. Ήρθαν για να φύγουν. Εξαφανίζονται το ίδιο εύκολα όπως εμφανίστηκαν. Ένα κλικ έφτανε για να σε αγαπήσουν. Ένα κλικ φτάνει για να αδιαφορήσουν. Τα ερωτήματα πολλά. Με αγαπούν? Με σκέφτονται? Μα πάντα η επιστροφή της ηχούς στα άδειο αυτό δωμάτιο είναι καταλυτική και βασανιστική συγχρόνως. Με αγαπάω? Με σκέφτομαι?

Μπορούμε να υπάρξουμε κοντά σε άλλους ανθρώπους αν δεν σεβόμαστε την ίδια μας την ουσία? Μπορούμε να αγαπήσουμε έναν άλλον άνθρωπο πραγματικά αν δεν αγαπούμε τον εαυτό μας? Μπορούμε να σκεφτούμε τι θέλει ο άλλος αν δεν σκεφτόμαστε τι θέλουμε εμείς? Μήπως για να μας νιώσουν, πρέπει πρώτα εμείς να νιώσουμε τον εαυτό μας? Μήπως η συνύπαρξη ισοδυναμεί με την απομόνωση? Ποιο είναι το μυστικό για να μην φεύγουν οι άνθρωποι από κοντά μας? Πως μπορείς να κρατήσεις κάποιον όταν εκείνος θέλει απλώς να φύγει? Ποιον πρέπει να κοιτάξεις εκεί? Τον εαυτό σου? Εκείνον? Ποιον πρέπει να σεβαστείς πρώτα? Την επιθυμία του? Την επιβίωσή σου? Όταν κάποιος φεύγει παίρνει μαζί του και δικά σου κομμάτια. Αφήνει και κάποια δικά του σε σένα, μόνο που εκείνη τη στιγμή δεν μπορείς να τα δεις. Τα κομμάτια που αφήνει δεν είναι αρκετά για την επιβίωσή σου, δεν μπορούν να καλύψουν την απώλεια. Είναι όμως ίχνη, που οδηγούν πάλι σε εκείνον. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις τον πόνο της απώλειας, θα καταλήξεις κάπου δίπλα του. Αν όχι, θα αφήσεις τα κομμάτια αυτά σε ένα άδειο δωμάτιο και θα φτιάξεις νέο δρόμο. Κάποτε, κάποιος μου είπε ότι δεν χάνουμε τους ανθρώπους. Αυτούς που πραγματικά αγαπάμε τους έχουμε δίπλα μας με όποιο κόστος. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε τον εαυτό μας. Την επιβίωσή μας. Πρέπει να πάμε παρακάτω. Πρέπει να φτιάξουμε νέο δρόμο. Πρέπει. Επιβάλλεται.

Κοιτάζω αυτό το άδειο δωμάτιο, που είναι γεμάτο από σιωπή. Μια λευκή ντουλάπα στέκει κρύα κι απρόσωπη. Το ξύλο λουστραρισμένο. Το κοιτάζω και σκέφτομαι, θυμάμαι. Σημάδια δεν υπάρχουν πάνω της. Δεν την άγγιξε τίποτα. Όμως από κάποιο δωμάτιο του μυαλού μου, ξεπηδάει μια ανάμνηση, που νόμιζα χαμένη, θαμμένη. «Αυτό το κρύο ξύλο πάνω στο στήθος μου», είχε πει. Γιατί υπάρχουν οι αναμνήσεις γαμώτο? Γιατί δεν μπορούμε απλά να ξεχάσουμε? Να επιλέξουμε να ξεχάσουμε. Γιατί να μην είμαι ο Τζιμ Κάρεϋ στην «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού»? Γιατί? Βαρέθηκα να ρωτάω μόνος μου, να απαντάω μόνος μου, να αγαπάω μόνος μου, να νοιάζομαι μόνος μου, να σκέφτομαι μόνος μου, να κλαίω μόνος μου, να γελάω μόνος μου, να υπάρχω μόνος μου, να είμαι μόνος μου. Τούτη η νύχτα είναι βασανιστικά απελπιστική, απελπιστικά βασανιστική. Οι σκέψεις μπερδεύονται με τα συναισθήματα και δεν μπορούν να γίνουν λέξεις. Τελικά μήπως η μοναξιά σε μερικούς ανθρώπους είναι μια ασυνείδητη επιλογή? Μήπως καταλήγουμε μόνοι μας ασυνείδητα και κατηγορούμε τους άλλους, γιατί βαρεθήκαμε να φορτώνουμε ενοχές τον εαυτό μας? Τι φταίει γι αυτές τις σκέψεις? Η απουσία σου? Εγώ που συνήθισα στην απώλεια? Η πανσέληνος που έρχεται? Η έκλειψη που καραδοκεί? Ο ωροσκόπος μου? Ποιον άλλον να κατηγορήσω πέρα από εμένα? Ποιος άλλος φταίει, αν όχι μόνο εγώ?

Γιατί δεν είσαι δίπλα μου? Γιατί δε σε κάλεσα. Κι αν σε καλούσα θα ερχόσουν? Κι αν ερχόσουν τι θα ήσουν? Σύντροφός μου? Φίλη μου? Ερωμένη μου? Όλα αυτά μαζί? Που μπορώ να σε βρω? Πως μπορώ να σε κερδίσω? Τι πρέπει να χάσω? Ας μου το δείξει κάποιος κι εγώ θα το χαρίσω στον πρώτο περαστικό. Η σιωπή με κάνει και βουλιάζω. Χάνομαι. Νομίζω ότι πεθαίνω, ότι δε ζω, ότι δεν υπάρχω. Μερικές φορές νομίζω ότι γεννήθηκα στο όνειρο κάποιου κι είμαι ζωντανός μόνο όσο εκείνος κοιμάται. Ότι η ζωή μου είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες κάποιου άλλου. Βλέπω ζευγάρια αγκαλιασμένα και τα ζηλεύω. Δεν τα φθονώ, απλώς τα ζηλεύω. Ζηλεύω αυτό που έχουν. Θέλω να το έχω κι εγώ μαζί σου αυτό. Αδυνατώ να σκεφτώ πως θα σε αποκτήσω. Αδυνατώ να σε πλησιάσω. Είμαι απλώς εδώ και περιμένω να με δεις. Βαρέθηκα να κάνω κύκλους γύρω σου. Στέκομαι ακίνητος κι ελπίζω κάποια στιγμή να σταματήσεις και να μην με προσπεράσεις.

Κοιτάζω εκείνο το κορίτσι, εκείνο το ξανθό κορίτσι με τα μπλε μάτια, εκείνο το ξανθό κορίτσι με τα μπλε μάτια και το όμορφο πρόσωπο, που παρακαλάει κάποιον να δει πίσω από αυτή τη βιτρίνα μέσα στην οποία είναι καταραμένη να ζει. Θέλω να της μιλήσω, να της πω ότι ξέρω πως είναι άσχημο να είσαι όμορφος. Ότι ξέρω πως όλοι κοιτάζουν τη βιτρίνα και μένουν εκεί. Δεν πάνε παρακάτω, δε θέλουν να αγγίξουν την ψυχή. Φοβούνται. Όσοι αγγίζουν την ψυχή μίας αντικειμενικά όμορφης κοπέλας φοβούνται μήπως την χάσουν. Θέλω να αγγίξω την ψυχή σου. Δε με νοιάζει αν θα αγγίξω εσένα. Θέλω να τη νιώσω όμως την ψυχή σου. Να αγγίξεις κι εσύ τη δική μου. Να την αγκαλιάσεις. Θες? Μπορείς? Εδώ είναι, έλα και νιώσε τη, εδώ είμαι. Έλα και νιώσε με. Κι όταν ένας άντρας ικετεύει να τον νιώσουν, παύει να είναι άντρας. Γίνεται παιδί.

Συνέπειες: Απομόνωση, μοναξιά, κατάθλιψη, απογοήτευση, απόρριψη. Αιτία: Χιλιάδες σκέψεις, χιλιάδες συναισθήματα. Αφορμή: Καμία. Σύνεργα: Ένα στυλό, ένα λευκό τετράδιο, ένα τασάκι κι αμέτρητα τσιγάρα. Χώρος: Το παλιό μου δωμάτιο. Τόπος: Ελευσίνα. Ώρα: 11.00 το βράδυ. Ημερομηνία: Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2009.