Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι...


Σήμερα θα σας πω ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι λίγο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα αυτοβιογραφικό παραμύθι με πολλές δόσεις αλήθειες και πραγματικότητας. Ένα παραμύθι που έχει σκοπό να κάνει μερικούς που είναι ή ήταν κάποιο διάστημα κοντά μου να σκεφτούν. Δεν έχει σημασία αν θα το διαβάσουν αυτό το παραμύθι αυτοί οι άνθρωποι, σημασία έχει να ειπωθεί και να το δουν έστω κάποιοι άλλοι. Γιατί μερικές φορές τις απαντήσεις που αναζητούμε τις παίρνουμε από αγνώστους ή από ανθρώπους που δεν το περιμένουμε. Το δικό μου παραμύθι λοιπόν, ξεκινάει όπως όλα τα παραμύθια. Κάντε ησυχία να το ακούσετε...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι, καθόλου συνηθισμένο, λίγο πιο ευαίσθητο, λίγο πιο ρομαντικό. Ένα παιδάκι που δεν ήθελε να βλέπει πληγωμένους ανθρώπους και που το μόνο που το ένοιαζε ήταν να κάνει τους άλλους να χαίρονται, να περνάνε όμορφα, να γελάνε. Αυτό το παιδάκι είχε μέσα του πολλή αγάπη. Κάθε άνθρωπο που γνώριζε τον συμπαθούσε αμέσως, τον λάτρευε. Ήθελε οι άνθρωποι που ήταν γύρω του να είναι χαρούμενοι, γιατί έτσι γινόταν κι εκείνος χαρούμενος. Το μόνο που ζητούσε, ως «αντάλλαγμα» ας πούμε, ήταν να του επιστρέφουν λίγη από την αγάπη τους. Ήθελε να μην φοβηθούν οι άλλοι να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, γιατί κι εκείνος δε φοβόταν να ξεπεράσει τον εαυτό του. Μοίραζε ό,τι είχε μέσα του απλόχερα δεξιά κι αριστερά, το χάριζε. Και έτσι πάντα άδειαζε. Κλεινόταν για λίγες μέρες στον εαυτό του κι αφού είχε γεμίσει τις μπαταρίες του, έβγαινε και ξαναμοίραζε. Συνέχεια, χωρίς σταματημό. Μέχρι που πάλι άδειαζε. Σαν τον Σίσυφο, ήξερε από μικρός ότι αυτή ήταν η ευχή και η κατάρα του.

Κάποια μέρα αυτό το παιδάκι ερωτεύτηκε. Ένιωσε ότι είναι κι εκείνο ερωτεύσιμο. Και τα έδωσε όλα. Δεν κράτησε τίποτα. Κάποιες στιγμές, που ένιωθε άδειος πλακωνόταν στο φαγητό, γέμιζε τα κενά του δωμάτια και πάλι έδινε και έδινε. Έδωσε τόσα πολλά που η κοπέλα δίπλα του δεν άντεξε, δεν μπόρεσε να δεχτεί όσα δεχόταν, δε μπορούσε να αναπνεύσει. Κι έτσι έφυγε, μακριά του. Το παιδάκι έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. μα πως ήταν δυνατό να μην το θέλει, γιατί να φύγει, τι είχε κάνει? Βούλιαξε μέσα στον εαυτό του, χάθηκε στο κενό του, στα συναισθήματα που το κατέκλυζαν και δεν το άφηναν να προχωρήσει. Το κεφάλι του άρχισε να βουίζει. Σώθηκε όμως, κατάφερε να αναδυθεί και να πάει λίγο πιο πάνω. Μέχρι που κάποια στιγμή βγήκε ολόκληρο από το πηγάδι που είχε βυθιστεί κι άρχισε να περπατάει. Περπάταγε, περπάταγε, περπάταγε κι έφτασε στη μέση μιας πόλης και κοιτώντας πίσω του είδε ότι είχαν έρθει κι άλλοι μαζί του, μα δεν τους ήθελε όλους αυτούς. Σάστισε, δεν ήξερε τι να κάνει. Να τους κρατήσει? Να τους διώξει? Τι να κάνει?

Αποφάσισε λοιπόν ότι έπρεπε να τους διώξει. Γι αυτό, πήγε σε ένα μαγαζί, αγόρασε μία πανοπλία, όπλα, σπαθιά, πυρομαχικά και βγήκε έξω, εκεί που ήταν όλοι όσοι είχαν έρθει μαζί του. Ανέβηκε σε έναν βράχο και σάστισε με τον κόσμο. Έπιασε τον εαυτό του να του αρέσει. Η ιδέα του να τους διώξει μετατράπηκε. Μα ποιος ήταν αυτός που μπορούσε να διώξει κάποιους ανθρώπους από τη ζωή του? Αντ’ αυτού, άνοιξε το στόμα του και ξεστόμισε ένα δυνατό «σας αγαπάω όλους». Δεν πίστευε όμως στα αυτιά του. Δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο από τον εαυτό του. Ναι, τελικά μπορούσε να ξαναγαπήσει, την είχε τη δύναμη μέσα του. Κατέβηκε κι άρχισε να χορεύει μαζί τους. Τους έπιανε και τους φιλούσε όλους έναν ένα. Τους αγαπούσε, πραγματικά το ένιωθε. Μόνο που το βράδυ, όταν πήγε σπίτι του, ένιωσε μόνος. Τόσο μόνος που άρχισε να κρυώνει και μετά να κλαίει και μετά να σπάει πράγματα. Δεν άντεχε τον εαυτό του, τη μοναξιά του. Πέρασαν ώρες έτσι και βγήκε στο δρόμο, την πρώτη κοπέλα που βρήκε τη φίλησε, την αγκάλιασε. Κατέληξαν στο κρεβάτι του. εκείνη ζητούσε περιστασιακό σεξ για να νιώσει επιθυμητή, εκείνος ζητούσε συντροφιά για τις νύχτες. Έδεσαν τα χνώτα τους, έμειναν λίγο καιρό μαζί. Μα μετά, η ζωή απέδειξε το σκληρό της πρόσωπο. Εκείνος είχε άλλες προτεραιότητες, εκείνη άλλες. Κι έτσι χώρισαν.

Την επόμενη μέρα διασκέδασε πάλι με το πλήθος που τον ακολουθούσε. Και το βράδυ επέστρεψε μόνος του σπίτι. Πήγε να ξανακυλήσει, μα σκέφτηκε πως έπρεπε να μάθει να αντέχει τον εαυτό του. Κι έτσι έκανε υπομονή. Είδε μια ταινία στην τηλεόραση, άκουσε μουσική, διάβασε βιβλία. Έμαθε να αντέχει τον εαυτό του. Κι ο καιρός περνούσε. Και το παιδάκι άντεχε τον εαυτό του, με τα στραβά του, με τα καλά του. Τον είχε μάθει καλά τον εαυτό του πλέον, μα δεν είχε μάθει καλά κανένα άλλο άνθρωπο. Πέρα από τον εαυτό του, δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος. Κάποια μέρα όμως ξαναερωτεύτηκε και αποφάσισε να ασχοληθεί με εκείνη την κοπέλα, ώστε να την μάθει καλά. Ασχολήθηκε τόσο πολύ μαζί της, που πλέον εκείνη, δεν ήθελε να ζει φυλακισμένη στο συναίσθημα ενός ανθρώπου. Κι έτσι έφυγε κι εκείνη, όπως κι η προηγούμενη, όπως κι η επόμενη. Κι έμεινε μόνος, σε ένα κλειστό δωμάτιο να προσπαθεί να γεμίσει τα κενά του. Να καλύψει την ματαιοδοξία του. εις μάτην όμως. Του έμελλε να ζει έτσι, μέχρι να μάθει καλά το μάθημά του. Το πρόβλημα, ήταν ότι εκείνος δεν ήξερε ότι η ζωή μας διδάσκει...

Το παραμύθι δεν τελείωσε. Το παιδάκι εκείνο συνεχίζει να ζει. Πασχίζει να ερωτευθεί και να το ερωτευθούν. Πασχίζει να βρει ανθρώπους να το λατρέψουν, να του γεμίσουν τα κενά που εκείνο δημιουργεί. Το παιδάκι εκείνο είμαστε εμείς ή ένας από εμάς. Αν δε θέλουμε να κοιτάξουμε μέσα μας, ας κοιτάξουμε δίπλα μας...

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Σου γράφω πάλι από ανάγκη...


Και να λοιπόν που έρχονται οι στιγμές που πρέπει να αναιρέσουμε τον εαυτό μας. Και δεν είναι εύκολες στιγμές, συνοδεύονται από πόνο, συνήθως διπλό πόνο. Η μία όψη του, είναι εκείνη που έχει να κάνει με την ίδια την αναίρεση, το κομμάτι εκείνο που πρέπει να μας κάνει να παραδεχτούμε ότι σε μερικές πράξεις κι επιλογές της ζωής μας, υπήρξαμε λάθος. Αυτό το κομμάτι όμως ξεπερνιέται, αργά ή γρήγορα. Η άλλη όψη είναι που πονάει, εκείνη που κρύβει συναισθήματα, εκείνη που μας κάνει να πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας κυνηγάει, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια. Άλυτες καταστάσεις, μικρές παραπομπές, μηδενικές απολαβές. Το μέλλον φιγουράρει ανέντιμο μπροστά στο παρελθόν και η οθόνη της ζωής μας φιλοξενεί τις πιο περίεργες καρικατούρες. Ενός παιδικού έρωτα, ενός ονείρου που παλεύει να ξεθωριάσει, μιας φωτογραφίας που ξυπνάει αναμνήσεις και μερικές φορές μιας μικρής σιωπής, καταλυτικής, ενίοτε κι αγχολυτικής, μα πάντοτε βασανιστικής.

Ναι λοιπόν, αυτή τη φορά θα το ομολογήσω, έπαψα τόσο καιρό να το πνίγω μέσα μου, αυτή τη φορά σου γράφω πάλι από ανάγκη. Η ώρα απόψε δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο. Ποιος νοιάζεται αν είναι 10 το πρωί ή 3 τα ξημερώματα? Οι σκέψεις δεν έχουν ωράριο ούτε τα όνειρα. Για τα συναισθήματα δε χρειάζεται να το συζητήσουμε. Μόνο λίγα σημάδια απομόνωσης και μοναξιάς και τα υπόλοιπα γίνονται απολειφάδες στιγμές. Οι λέξεις άλλοτε σύμμαχοι κι άλλοτε εχθροί. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Αυτά τα αντιμετωπίζω, μου είναι εύκολα. Ο εαυτός μου είναι που δεν μπορώ να τον δαμάσω. Τριγυρνάει εδώ κι εκεί, με επιτάσσει, με σπρώχνει στο κενό και λίγο πριν σκάσω στο δρόμο νεκρός, με πιάνει και με ανεβάζει πάλι επάνω. Ένα ιδιόμορφο bungee jumping για τρελούς και χαμένους. Ποιος είσαι εσύ που ονειρεύεσαι? Ποιος είσαι εσύ που τολμάς? Ποιος είσαι εσύ που αδικείς έτσι τον εαυτό σου? Ποιος θαρρείς πως είσαι?

Θα καταλάβει κανείς? Εσύ? Θα καταλάβεις? Θες να καταλάβεις? Ή μήπως πάλι μόνος μου θα βρω τη λύση? Κι αν πάντα κάνω λάθος? Που θα με οδηγήσουν όλοι αυτοί οι δρόμοι? Ποιος θα με φέρει κοντά σου? Κι αν έρθω, θα με δεχτείς? Κι αν με δεχτείς τι θα είμαι για σένα? Όχι. Ένα κατηγορηματικό όχι, οργισμένο, με θλίψη και με μίσος. Όχι προς εσένα. Ποτέ προς εσένα. Αν σε ρίξω από το βάθρο που σε ανέβασα, δε θα αισθάνομαι πια για σένα τίποτα. Όχι σε σένα η θλίψη και το μίσος. Εγώ είμαι ο φταίχτης, ο δειλός, ό απάνθρωπος, ο μισογύνης. Εγώ πρέπει να πέσω. Εσύ μείνε όρθια, ψηλά το κεφάλι, περήφανα προχώρα. Εσένα δε θα αφήσω να σε αγγίξει κανείς. Ούτε καν εγώ. Κι ας λέω σε όλους ότι σε σιχαίνομαι, ότι σε μισώ. Αυτή είναι η άμυνά μου, αυτά είναι τα όπλα μου. Δε θα σε πολεμήσω όμως. Μπορώ να σε αγαπήσω πιο βαθιά, μα δεν μπορώ να σε σκοτώσω. Εσύ δε θα πεθάνεις. Μπορεί να γεράσεις στο μυαλό μου, μα την ψυχή σου θα την κάνω αθάνατη. Θα σε εξυμνήσω, θα πω την ιστορία σου, θα μάθουν όλοι για σένα, ακόμα κι εσύ. Κανείς όμως δε θα ξέρει για ποιον μιλάω, ακόμα κι εσύ. Θα σε μπερδέψω, έτσι όπως μπέρδεψα τον εαυτό μου. Μίσησέ με, το αντέχω. Μη με αγαπάς, με πονάει, δεν ξέρω τι να την κάνω την αγάπη σου. Κι ας την αναζητώ.

Είδες? Δε σε ξεχνάω! Υπάρχεις μέσα μου. Είναι σα να με σκέφτεσαι, σα να με καλείς, να με αναζητάς. Και τότε απλά, ξεκλειδώνει μια πόρτα, μόνη της, χωρίς κλειδί, χωρίς pin και puk, ανοίγει αυτή η πόρτα και κατακλύζεται ο εγκέφαλός μου από χιλιάδες λέξεις που ψάχνουν να μπουν στη σειρά. Εγώ, ο ζαλισμένος τροχονόμος από τις χιλιάδες βρισιές και μούτζες, προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά όλα εκείνα που σφηνώνονται στο στόμα μου. Δεν ξέρω αν με ακολουθείς, αλλά υπάρχεις γαμώτο. Εδώ. Δίπλα μου. Μέσα μου. Μεγαλώνουμε μαζί, γερνάμε μέρα με τη μέρα. Αναζητούμε νέες λέξεις να εκφράσουμε τους πόθους μας. Είσαι εδώ, γιατί σε αφήνω να υπάρχεις, γιατί δε θέλω να φύγεις, δε θέλω να χαθείς. Αν σε αφήσω να φύγεις θα πεθάνεις. Και δε σου αξίζει κανένας θάνατος εσένα αγάπη μου. Εσένα σου πρέπουν μπάντες με βιολιά, μουσικές που να γενούν χρώματα, βεγγαλικά. Εσένα σου πρέπει η άνοιξη και το καλοκαίρι. Τον χειμώνα δώστον σε μένα. Το φθινόπωρο σβήσε το, με τρομάζει.

Μη φεύγεις τόσο γρήγορα, κάτσε λίγο ακόμα. Έχω καπνίσει τόσα τσιγάρα σήμερα κι αυτό το τσιγάρο είναι το μόνο που το νιώθω. Μείνε εδώ. Μέχρι να σβήσει η κάφτρα του, μέχρι να γίνει στάχτη. Κι ύστερα φύγε, όπως φεύγει ο καπνός από τις γρίλιες του παραθύρου. Μόνο να έρχεσαι που και που. Να τρυπώνεις στο μυαλό μου όπως εσύ ξέρεις, να βυθίζεσαι στην ψυχή μου όπως εσύ μπορείς. Να έρχεσαι να τα λέμε. Να μου λες πως τα περνάς, τι ταινίες είδες, τι τραγούδια άκουσες. Να έρχεσαι που και που. Κι εγώ θα σε αφήνω να φεύγεις όπως ήρθες. Ήρεμα, γαλήνια. Θα σε κρατώ μέσα μου, σαν τις στιγμές που κρατάμε πάντοτε για να αντλούμε δυνάμεις. Να έρχεσαι ρε, να έρχεσαι που και που, να έρχεσαι να τα λέμε!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί...


Η ζωή του ήταν όπως των υπόλοιπων ανθρώπων. Γεμάτη αριθμούς. Αριθμούς αναγκαίους για την επιβίωσή του, αριθμούς που έπρεπε να θυμάται πάντα. Αριθμούς που είχε ανάγκη. Δεν ήταν μαθηματικός, δεν ήταν αστροφυσικός ούτε βέβαια κάποιος λογιστής ή αναλυτής στατιστικών δεδομένων. Ήταν ένας απλός υπάλληλος, που είχε ανάγκη την ηρεμία και την καλοπέραση περισσότερο από κάποιους άλλους. Ήταν όμως σκλαβωμένος από μια σειρά απίστευτων αριθμών. Ο τραπεζικός του λογαριασμός, το pin για το κινητό του, την κάρτα ανάληψης χρημάτων, άλλος κωδικός για τον υπολογιστή, άλλος για το mail. Και φυσικά να μην προσθέσουμε και τους άλλους ηλίθιους αριθμούς που έπρεπε να θυμάται, όπως ο αριθμός διπλώματος, της Εφορίας, της ασφάλειας στο ΙΚΑ, της πινακίδας του αυτοκινήτου του, της ταυτότητάς του.

Υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα και άλλοι αριθμοί. Επέτειοι ή γενέθλια. Πότε γνώρισε τη γυναίκα του, πότε την παντρεύτηκε, τα γενέθλιά της, τα γενέθλια των παιδιών του, των φίλων του. Και φυσικά τα δικά του. Τον κηνυγούσε ο χρόνος, τον φοβότανε, περισσότερο απ' ότι φοβόταν η κόρη του τον μπαμπούλα. Κάποια στιγμή διάβασε ότι εκείνοι που φοβούνται τον χρόνο είναι αυτοί που δεν έχουν κάνει κάτι για να αισθανθούν κάποια στιγμή χαρούμενοι. Κρυμμένος μέσα σε υποχρεώσεις, ευθύνες που φορτώθηκε από τα δέκα του. Σκλάβος του εαυτού του και της θέλησης των άλλων επάνω του. Ποτέ ελεύθερος, ποτέ αναγεννημένος, ποτέ ήρεμος. Μέσα στο μυαλό του ζούσαν δυο άνθρωποι. Εκείνος που ήθελε να νιώθει ελεύθερος κι εκείνος που ήθελε να είναι αποδεκτός, σαν τους άλλους. Ο ένας ερχόταν σε σύγκρουση με τον άλλο, αλλά πάντα συνυπήρχαν. Ο λόγος? Άγνωστος ακόμα και για εκείνον. Μόνο ένας ψυχολόγος θα μπορούσε να προσφέρει μια λύση, αλλά κι εκείνους τους αντιμετόπιζε αμφίβολα. Δεν ήξερε αν μπορούσε να στηριχθεί πάνω τους ή όχι.

Μονο κάποιες νύχτες καθόταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε μαγεμένος ένα φεγγάρι που έφεγγε με δτσκολία ή κάποια άστρα που έσπερναν τον πανικό στους αστρολόγους. Για εκείνον τα αστέρια ήταν για να βλέπει όνειρα, να φιλάει μια κοπέλα που χρόνια λάτρευε στο φεγγαρόφως, να αφήνει ελεύθερο τον εαυτό του να φανταστεί ό,τι και όπως το θέλει. Καμιά άλλη ουσία, κανένας άλλος κόσμος για εκείνον. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μπελάδες, εκείνος έβλεπε χαρά, όνειρα, λόγους να ξεφεύγει. Ακόμα και τότε που ήταν στα καράβια, όταν το πλήρωμα δυσανασχετούσε για κάποιο μακρινό ταξίδι, εκείνος φανταζόταν ένα νέο εξωτικό μέρος που θα μπορούσε να εξιδανικεύσει, όπως εξιδανίκευει τις γυναίκες που ερωτεύτηκε ή τους φίλους που έχασε ή τα όνειρα που δεν πραγματοποίησε ποτέ του.

Σήμερα όμως είναι δέσμιος των χιλιάδων φόβων και νευρώσεων που κρύβει κάτω από υο μαξιλάρι. Φυλακισμένος του ίδιου του εαυτού, αφήνοντας ένα άλλο εγώ να μεγαλώνει, πιο φοβισμένος και πιο δυστυχισμένος απ' ό,τι νόμιζε, περιφερόταν στον κόσμο σαν τον ποιητή που δεν έχει ανάγκη τις λέξεις για να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, αλλά του αρκούν κάποιες σκέψεις ή κάποιες φαντασιώσεις κι έπειτα θα πέσει στο κρεβάτι του ευτυχισμένος που ονειρεύτηκε έναν κοσμο σαν εκείνον που οι άλλοι δε θέλησαν να έχουν. Οι γονείς του τον είχαν παραπεταμένο, σχεδόν ξεχασμένο, δεν τους ενδιέφερε ένα τέτοιο προσωπο, τόσο καθαρό και διαυγές, έτσι κι ο υπόλοιπος κόσμος. Εκείνος έκανε υπομονή μέχρι να κατανοήσουν οι άλλοι το σχέδιο ενός ανύπαρκτου Θεού κι έπειτα έφευγε. Έβρισκε μόνο λόγους να υπάρχει λίγο στη ζωή τους, να ζει ευτυχισμένος για λίγο.

Τον είπαν καταθλιπτικό, μισογύνη, απόμακρο, ανιαρό, ασήμαντο. Τον είπαν ανίκανο να σκεφτεί, να νιώσει, να ζήσει. Δεν τον ένοιαζε, αυτός χαιρόταν με έναν συγκρατημένο τρόπο, με έναν άλλο τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε και δεν ήθελε να καταλάβει. Γιατί ο δικός του κόσμος, ήταν ο κόσμος των καταρραμένων, όπως ο Μοντιλιάνι και ο Τέσλα. Κατάφερνε έτσι να προσθέτει νέους αριθμούς στη ζωή του, νέα pin και νέες τραπεζικές καταθέσεις. Αριθμούς που δεν μπορούσε να ξεχάσει, αλλά που δεν τον ένοιαζαν κιόλας. Άρχισε έτσι να αριθμεί τις γυναίκες που γνώριζε και τους φίλους που έκανε. Η 35 ήταν ασήμαντη, αλλά έκανε καλό κρεβάτι, η 22 τον ερωτεύτηκε, η 49 θα μπορούσε να τον κάνει δολοφόνο, ενώ η 12 τον άφηνε ελεύθερο με έναν μαγικό τρόπο. Παραλίγο να παντρευετεί κάποια στιγμή. Αυτή ήταν η 24. Τόσες γυναίκες, τόσα ονόματα, τόσοι αριθμοί, τόσα pin, που πλέον ξέχασε το σημαντικότερο: Ποιο ήταν το pin για τα συναισθήματά του?

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Τρέλα μου, σε φτάνω...


Νύχτα, καθόταν μόνος του μέσα σε ένα δωμάτιο. Δεν είχε σημασία αν ήταν κρύο ή άδειο, ζεστό ή γεμάτο. Άλλωστε, τι σημαίνει άδειο? Εφόσον υπάρχει έστω ένας εκεί μέσα, δεν μπορεί να είναι άδειο. Του αρκούσε αυτή η απάντηση. Δεν τον πείραζε πλέον η μοναξιά ούτε η σιωπή. Οι νύχτες δεν ήταν πλέον άνοστες ούτε αρρωστημένες. Προχωρούσε συνέχεια μέσα στο σπίτι, άσκοπα βήματα στα δωμάτια, τέσσερεις τοίχοι τον περικύκλωναν μα αυτός βασανιζόταν χωρίς αιτία κι ουσία. Άδειος από σκέψεις, άδειος και από συναισθήματα. Μόνος του σύντροφος μια άδεια αγκαλιά, μόνη του ελπίδα ένα γράμμα ημιτελές. Αυτό που ποτέ δε θέλησε να στείλει. «Δεν ερωτεύτηκα, δε θα ερωτευθώ, άνθρωποι σαν εμένα αδυνατούν να ερωτευθούν. Υπάρχω μόνο στις στιγμές που περνούν κάτω από το σεντόνι.» Δε θα το τελείωνε απόψε. Για ποιο λόγο? Έτσι κι αλλιώς δε θα της το έστελνε. Η ουσία του δεν κρυβόταν στα λόγια που της έγραφε όταν εκείνη κοιμόταν κάπου αλλού, η ουσία του κρυβόταν στις μικρές στιγμές της λύπης του, όταν εκείνος γελούσε. Αυτής της χαρμολύπης που δεν ήθελε να εξουσιάσει, που τον άφηνε να τον τρώει. Ευτυχισμένος, ανέραστος, αδιάκοπα ψυχασθενής, μα με μία μικρή δόση αλήθειας και ευφυούς αναστεναγμού.

«Αχ, εγώ τον ξέρω τον κόσμο», συνήθιζε να λέει, «τον ξέρω από τη μέρα που γεννήθηκα, τον έφτιαξα όπως τον ήθελα, βρήκα δαίμονες να φορτώσω το φταίξιμό μου, βρήκα άγγελους να πληγώσω, βρήκα σιωπές να βασανίζομαι και αλήθειες να πουλάω. Τον κόσμο αυτό, που δεν ήταν για μένα, τον έφτιαξα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μου. Τον γέμισα ψεύτες, πόρνες, φασίστες, αστυνόμους. Του έβαλα και δυο σοφιστικέ γυαλιά και τον άφησα έρμαιο των άλλων ανθρώπων. Αυτό τον κόσμο, τον δημιούργησα για να σας παιδεύω, αυτό τον κόσμο τον ξέχασα τη μέρα που γεννήθηκα και ζω στον δικό μου κόσμο, εκείνον που κανείς σας δε θα πλησιάσει, εκείνον που οι άλλοι δε θέλουν να βλέπουν, εκείνον που προσπαθούμε να προσπεράσουμε όταν τρέχουμε ιλιγγιωδώς στην Καβάλας, χωρίς να κοιτάξουμε στα δεξιά μας. Αυτός είναι ο κόσμος μου, εκεί μου αρέσει να ζω, στη ντροπή.»

Οι άλλοι τον κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, αυτά τα λόγια που κανείς δε θέλησε να νιώσει, ήταν λόγια πρωτάκουστα. «Συγγνώμη που είμαι ο εαυτός μου, συγνώμη που υπάρχω μέσα σας, που με βλέπετε, που με καταλαβαίνετε και που με διώχνετε. Συγγνώμη που σας ξυπνάω ό,τι ανθρώπινο θάψατε, συγγνώμη που δεν συμβιβάζομαι, συγγνώμη που αρνούμαι το υποκειμενικό, συγγνώμη που δε θέλησα ούτε για ένα λεπτό να σας παρασύρω εκεί που κατρακυλώ.» Τον κοιτούσε ο κόσμος με γουρλωμένα μάτια. Άσιμος, στην ονομασία και στην ουσία. Αποτυχημένος ως και στην αυτοχειρία του. Έτοιμος να αυτοκτονήσει, μα ανέτοιμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Αν συνέχιζε έτσι θα τον έκλειναν σε τρελάδικο. Το κατάλαβε κι απομονώθηκε, πήρε ένα χαρτί κι ένα στυλό στην αρχή κι έγραφε, έγραφε, έγραφε...

Ξύπνησε το πρωί. Οι τοίχοι γεμάτοι με στιχάκια, άλλα δικά του κι άλλα κλεμμένα, ξένα. Όχι, δε θα τα έσβηνε. Όχι γιατί ήταν παιδιά του, αλλά γιατί τα λάθη του τα έκανε σημαία του. Μπροστά εκείνα και πίσω αυτός. Τα παραδεχόταν, τα αποδεχόταν και τα χαιρόταν. Δεν τα έκρυβε, δεν τα έκρυψε ποτέ. Κοίταζε τον τοίχο του. Αναποφάσιστος όπως πάντα, πήρε τα κλειδιά κι έφυγε. Στο πρώτο μαγαζί που βρήκε μπήκε μέσα, αγόρασε μια κιθάρα και γύρισε σπίτι. «Θα σε φτιάξω εγώ μαλάκα», μονολόγησε και δεν περίμενε απάντηση. Άλλωστε ήξερε καλά, ότι ο εαυτός σου δε σου απαντάει αμέσως. Παίρνει το χρόνο του και σε επισκέπτεται όταν κοιμάσαι ή όταν είσαι πιωμένος ή, ακόμα χειρότερα, όταν είσαι ερωτευμένος. Άρχισε σιγά σιγά να την γρατσουνάει. Έφτιαξε μια υποτυπώδη μουσική και συνέχισε. Του άρεσε όλο αυτό, ανακάλυπτε στοιχεία του εαυτού του άγνωστα μέχρι σήμερα. «Τρέλα μου, σε φτάνω», ψιθύρισε. Και συνέχισε αυτό που οι συγκυρίες ξεκίνησαν. Ήθελε να παραδοθεί αμαχητί, να σκύψει το κεφάλι και να αντέξει τα χτυπήματα. Μα ήξερε ότι έτσι θα γινόταν άγιος κι εκείνος δεν τα πάει καλά με τους Θεούς. Μόνο τους Διαβόλους ξέρει να διαλέγει, με τους Θεούς είχε πάντα ένα θέμα.

Έκλεισε τα μάτια και άναψε το τσιγάρο του. Κοίταξε ένα γύρω το σπίτι. Μαζεμένο σπίτι, μα ασυμμάζευτο μυαλό. Το μέσα με το έξω σε πλήρη αταξία κι εκείνος σε αφασία. «Πόσο άρρωστος μπορώ να είμαι, πόσο άσχημος, πόσο κενός?» Ξαφνικά χτύπησε το ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν ακριβώς οχτώ το απόγευμα. Τόσες ώρες έγραφε, έγραφε, έγραφε. Μια αυτόματη γραφή στο μυαλό του. Σηκώθηκε και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες τα στιχάκια πάνω στους τοίχους. Όλα, ένα ένα. Δεν ξέχασε τίποτα. Έπειτα πήρε έναν κουβά με νερό και άρχισε να καθαρίζει το σπίτι. Σε μία ώρα τίποτα δεν μαρτυρούσε το προηγούμενο βράδυ. Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο. Κάθισε στο σαλόνι του, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και περίμενε στωικά και υπομονετικά. Λίγο πριν τις δέκα χτύπησε το κουδούνι. Ένα τσούρμο πήδησε μέσα, τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν και του πρόσφεραν δώρα, γλυκά και λουλούδια. Κάποια κοπέλα τον φίλησε στο στόμα. Εκείνος ανταπόδωσε το φιλί και κάθισε δίπλα της. Τους κέρασε ποτά, έσβησε τα κεράκια της τούρτας και αφού όλοι έφυγαν μετά από ώρες έκανε έρωτα με την κοπέλα που φίλησε νωρίτερα. Το επόμενο πρωί θα ξέθαβε πάλι την τρέλα του. Ανίκανος να δείξει το αληθινό του πρόσωπο, χάριζε στον κόσμο το πρόσωπο που οι περιστάσεις απαιτούσαν. Τι κι αν οι άλλοι δεν το έβλεπαν? Κανείς μας δε βλέπει το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου που έχει δίπλα του. Κανείς...

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Δεν είναι η ανάγκη, δεν είναι η μοναξιά...


ΕΚΕΙΝΟΣ: Έρχονται στιγμές που κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και λέω «κουράστηκα». Κουράστηκα να σκαλίζω το παρελθόν, να φοβάμαι το μέλλον, να αρχίζω κάτι νέο, να συνεχίζω κάτι παλιό. Κουράστηκα να παίρνω την ζωή μου στα χέρια μου σε κάθε στραβό και κάθε άσχημο. Είναι οι στιγμές που νιώθω ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει τι κρύβεται βαθιά μέσα στο μυαλό μου, οι στιγμές που σωπαίνω ακόμα κι απέναντι στο είδωλό μου, οι στιγμές που προσπαθώ να ανακάμψω, να βρω δύναμη να συνεχίσω, να πάψω να φοβάμαι και να αγωνίζομαι.

ΕΚΕΙΝΗ: Οι ίδιες σκέψεις βασανίζουν και μένα την ώρα που οι στιγμές αυτές καθρεφτίζουν όλα εκείνα που φοβόμουν. Οι φόβοι μας είναι ένα ταξίδι ανίερο, σκοτεινό. Σα το Γκολουμ που προσπαθεί να ξεφύγει από την σκιά. Μερικοί άνθρωποι εγκλωβίζονται σε αυτή γιατί έτσι έμαθαν. Στη σκιά πολεμάς καλύτερα, οι φόβοι έχουν το μέγεθος νυχτερίδας και κανείς δεν προσπαθεί να στους γιατρέψει.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Ακολουθώ τα βήματά σου. Περπατώ εκεί που με έμαθες να μπουσουλάω. Κρύβομαι πίσω από γωνίες και κολώνες που δεν μπορείς να δεις. Σε βλέπω σκυφτή να προσπερνάς, με μια τσάντα, μάλλον γεμάτη χαρτιά ή και άδεια, να προχωράς και να περιμένεις να μπεις σε ένα αμάξι ή να ανέβεις σε μια μηχανή. Δε με νοιάζει ποιος είναι ο οδηγός, με νοιάζουν οι σκέψεις σου. Υπάρχω μέσα σ’ αυτές?

ΕΚΕΙΝΗ: Υπάρχεις, όσο υπάρχω κι εγώ στις δικές σου. Όσο με αναφέρεις στα γραπτά σου. Όσο με αναζητάς στους εφιάλτες σου. Όσο με ξυπνούν οι κραυγές σου. Υπάρχεις όταν υπάρχουν δάκρυα στο μαξιλάρι σου ή όταν τα μυστικά σου αποκαλύπτονται. Όταν νιώθεις μόνος σε ένα καυτό δωμάτιο. Όταν περιμένεις στη γωνία ακούγοντας μουσική να κατέβω. Όταν περπατάς κι εσύ με σκυφτό κεφάλι. Εγώ? Υπάρχω?

ΕΚΕΙΝΟΣ: Υπάρχεις. Γιατί υπήρχες πριν σε συναντήσω. Υπάρχεις, γιατί αφού σε συνάντησα είδα ότι δεν ήμουν μόνος. Ότι εκείνο το αστέρι που κοίταζα μικρός, το κοιτούσες και εσύ. Αναρωτιόσουν κι εσύ, όπως κι εγώ, αν κάποιο άλλο βλέμμα κοιτάζει αυτό το αστέρι, αν κάποιος άλλος νους σκέφτεται όσα εγώ. Κι ας φαντάζανε άδειες οι σκέψεις. Η σιωπή ουρλιάζει περισσότερο από μία κραυγή. Η φωνή ακούγεται καλύτερα όταν κανείς δεν μιλάει. Κι αυτό που τα χείλη δε λένε, το λένε τα γράμματα που δε στείλαμε ποτέ, το τηλέφωνο που δεν χτύπησε, οι τυχαίες συναντήσεις που δε θα γίνουν.

ΕΚΕΙΝΗ: Πάντα σου άρεσε να κρύβεσαι πίσω από ονειρεμένα τοπία. Ένας Μικρός Πρίγκιπας που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά στο ταξίδι του ξέχασε γιατί ξεκίνησε. Τώρα, στη μικρή Γη, αναπολεί ένα τριαντάφυλλο μέσα σε μια γυάλα. Κι ούτε ποτέ φανταζόταν ότι θα πέθαινε σε μιαν έρημο. Εκείνος που ήθελε να γνωρίσει κόσμο, έφυγε από τον μοναχικό του πλανήτη για να πεθάνει πάλι μόνος.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν είμαι τόσο αφελής κι εσύ δεν είσαι τόσο ρομαντική. Πίσω από αυτό που γίναμε κρύβεται αυτό που νομίζαμε ότι θα γίνουμε και πίσω από αυτό κρύβεται εκείνο που θέλαμε να γίνουμε. Τώρα ταξιδεύουμε χωρίς σκοπούς κι αιτίες. Ένα σεντόνι νομίζουμε ότι κρύβει το σώμα μας, μα δημιουργεί το πιο αισθησιακό θέατρο σκιών κι εμείς δίνουμε τη μεγαλοπρεπέστατη παράσταση της καριέρας μας. Όχι πιόνια, μα φιγούρες. Ποιος είναι συμπαθής και ποιος όχι θα φανεί στο τέλος. Η φυσαρμόνικα σώπασε, η φλόγα έσβησε, οι ουρανοί στερέψανε και το ρολόι ξεκουρδίστηκε.

ΕΚΕΙΝΗ: Μικρέ μου, πότε έγινες απαισιόδοξος? Κρύβεσαι πίσω από το όνειρο και δε ζεις καμία πραγματικότητα. Τα σχέδιά σου έγιναν στάχτη, οι σκέψεις σου ειπώθηκαν και αποκαλύφτηκες. Είσαι ένα μικρό συναισθηματικό παιδάκι. Αρνείσαι να μεγαλώσεις. Αρνείσαι να δεχτείς το τέλος. Αρνείσαι τα πάντα. Ακόμα και τον εαυτό σου. Και αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ψυχανάλυση, εσύ το βάφτισες συναίσθημα.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Μη με κρίνεις. Ό,τι κι αν είμαι, όπως κι αν έγινα, είμαι κάποιος που προσπαθεί. Από μικρό παιδί, από τη μέρα που γεννήθηκε. Και τώρα που τριανταρίζω, είμαι κάποιος που κοιτάζει πίσω να δει αν τα λάθη μπορούν να τον διδάξουν, αν οι ανασφάλειες έγιναν συναισθήματα και αν οι φόβοι αυτοκτόνησαν.

ΕΚΕΙΝΗ: Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου τον εαυτό σου. δεν είσαι μικρός, μα δεν είσαι και μεγάλος. Θα κάνεις κι άλλα λάθη, θα βρεις κι άλλους τρόπους να ξεπεράσεις το παρελθόν και οι ανασφάλειές σου θα καούν, έτσι ώστε να ξαναγεννηθούν κάποια άλλη μέρα. Είσαι ό,τι είσαι, γιατί το επέλεξες. Κι αν δεν ήσουν αυτός, δε θα σε συναντούσα, έστω για λίγο.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Έλα δίπλα μου...

ΕΚΕΙΝΗ: Δε με έχεις ανάγκη...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν είναι η ανάγκη, δεν είναι η μοναξιά, ποτέ δεν ήταν...

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Καθρέφτης...


Σιωπή, εικόνες, λέξεις, σκέψεις. Κάπου στο υπερπέραν χάνουμε τον εαυτό μας, τον ξαναβρίσκουμε στη γη. Πως αλλιώς? Είμαστε ό,τι είμαστε, κάνουμε ό,τι κάνουμε είτε μέσα από μία ουδέτερη παρόρμηση είτε μέσα από μια βαθιά επιθυμία. Η ουσία όμως χάνεται στο πλήθος, όπως στο πλήθος χάνονται και τα λόγια μιας αιωνιότητας, για τη μέρα ούτε λόγος. Το ρήμα «σ’ αγαπάω» παίρνει σάρκα και οστά για κάποια δευτερόλεπτα μόνο και μετά όλα γκρεμίζονται. Οι λέξεις βυθίζονται μέσα σε ένα ποτάμι δάκρια, μέσα σε μερικές απουσίες, που παρόν και μέλλον αδυνατούν να θυμηθούν και να καταλάβουν αντιστοίχως. Κρινόμαστε γι αυτό που ο πολύς κόσμος δε θέλει να συνειδητοποιήσει: το βαθύτερο είναι μας καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου. Οι μόνες λέξεις που θα μπορούσαν να αποκτήσουν αξία είναι εκείνες που κανένα βλέμμα και κανένα στόμα δε θα προδώσει ποτέ. Εκείνες που προτιμούμε να θάψουμε για να μην ξεχαστούμε, για να υπάρξουμε έτσι όπως θέλουμε, έτσι όπως επιθυμούμε και έτσι όπως θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε.

Η επιθυμία του ενός, χάνεται μέσα στο απέραντο γκρίζο των δρόμο, η μοναξιά τρέχει μαζί με τις διακεκομμένες γραμμές των λωρίδων, την ώρα που τις κοιτάζεις από το τζάμι, ως συνοδηγός και την ώρα που σκέφτεσαι κάτι εντελώς ξένο. Μέσα από αυτές ταξιδεύεις, μαζί με αυτές ταξιδεύεις. Γίνεσαι ένα με το μικρό κόψιμό τους. Αναπολείς όλα όσα εσύ επέλεξες να κόψεις. Και πας παρακάτω, παραπέρα, πιο μπροστά. Ο διπλανός σου θα σε ρωτήσει τι έχεις κι εσύ με ένα αποστομωτικό τίποτα θα του γυρίσεις την πλάτη. Το πρώτο σημάδι της μοναξιάς, της αποξένωσης. Αύριο θα τον κατηγορήσεις ότι δε νοιάζεται, δεν ενδιαφέρεται, ότι είναι εγωιστής. Μα το δικό σου τίποτα, ήταν το κλειδί που κλείδωσε την πόρτα μια για πάντα. Κι εκείνος ο ξένος έφυγε, όπως φεύγουν όλοι, όπως φεύγεις εσύ, όπως φεύγουν οι γραμμές.

Τι να αρχίσεις και τι να τελειώσεις? Στο δίπλα δωμάτιο γονείς συζητούν για το άλλο παιδί, εκείνο που πάντοτε τους έκανε να ασχοληθούν μαζί τους. Κι εσύ, στο δικό σου δωμάτιο, προσπαθείς να ανακαλύψεις πότε υπήρξες παιδί. Μία και μόνο απάντηση όμως στροβιλίζει στα αυτιά σου, μία και μόνο σκέψη κατοικεί στο μυαλό σου, μία και μόνο έκφραση στοιχειώνει το βλέμμα σου. Ποτέ. Το ποτέ συνάντησε το τίποτα κι όλα μαζί αναζητούν το πάντα. Τι κι αν αρνείσαι το προφανές? Τι κι αν δε θες να δεις την πραγματικότητα. Όλοι εκείνοι, που πεισματικά αρνήθηκαν να σου ανοίξουν τη δική τους πόρτα, θα σε αναζητήσουν αύριο. Δε θα σου χτυπήσουν ποτέ το κουδούνι, φτάνει μια σκέψη τους. Μα εσύ θα βρίσκεσαι χαμένος στη δική σου σκέψη. Εσύ θα αναζητάς τα αίτια κι εκείνοι εσένα. Γι αυτό είσαι πάντα λάθος. Γιατί εσύ ψάχνεις μια λέξη ή μια φράση, ενώ εκείνοι ένα υποκείμενο, ένα φάντασμα του παρελθόντος, που χάνεται μέσα στις αιώνιες απορίες.

Προσπαθείς να θυμηθείς τα πως και τα που και τα πότε. Κι απέναντί σου στέκονται μάρτυρες κατηγορίας ο Ελύτης, ο Νταλί, ο Καββαδίας, ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Πικάσο, ο Μοντιλιάνι, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν. Κι εσύ προσπαθείς να μιλήσεις. Μα τι να πεις? Πώς να το πεις? Σε ποιον? Ο χρόνος όμως, είναι ο πιο αδυσώπητος εχθρός και ο πιο καλός σου φίλος. Μόνο ο χρόνος μπορεί να σε κάνει να καταλάβεις κάτι, να λάβεις την απάντηση που πάντα ήθελες. Αυτό αναζητούμε όλοι, μία απάντηση. Απλά τις περισσότερες φορές δεν είμαστε σε θέση να την καταλάβουμε, εκείνη όμως ριζώνει και την δεχόμαστε σιγά σιγά, σταθερά. Οι γρήγορες αναζητήσεις είναι πολυσύνθετες και καθόλου άμεσες. Οι ιδέες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα πρέπει πάντοτε να μεστώνουν. Μόνο έτσι καταλαβαίνουμε τα γιατί των πράξεών μας. Μια στροφή λοιπόν, είναι αρκετή για να πετάξει το αμάξι εκτός δρόμου, όπως και μια ματιά είναι αρκετή για να περικλείσει ένα συναίσθημα. Όπως και μια λέξη είναι αρκετή για να καταστρέψει τα πάντα. Γι αυτό λοιπόν, ας προσέχουμε τι λέμε και κυρίως, ας προσέχουμε τι σκεφτόμαστε. Γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας για κάτι μάχεται, όπως κι εμείς άλλωστε!

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Ο εφιάλτης του Οδυσσέα...


Είμαστε άνθρωποι κι ως άνθρωποι είμαστε αφημένοι στο έλεος του Θεού, του σύμπαντος των άστρων και του Καραμανλή. Υπάρχει πάντα μία ανώτερη αρχή που μας καθοδηγεί. Υπό προϋποθέσεις ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να είναι τέλειος, αληθινός, χαρούμενος και γενικότερα ο πιο cool άνθρωπος. Επειδή όμως shit happens, κι επειδή όπως είπαμε στην αρχή είμαστε αφημένοι στο έλεος της κάθε θεομηνίας και αναξιοπρεπούς βλακείας που σφηνώνεται στο κεφάλι του καθενός μας, οφείλουμε να ανταπεξέλθουμε στα προβλήματά μας με τους άλλους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Φωνές, αψιμαχίες και άσχημες διαθέσεις δεν έχουν καμία θέση στην παρούσα στιγμή. Το γεγονός ότι ο κάθε ένας από εμάς βρίσκεται σε κάποια άσχημη ψυχολογική κατάσταση δε σημαίνει ότι οι υπόλοιποι μπορούν να του την πέσουν με τον οποιοδήποτε τρόπο. Όταν κοιτάζουμε τους εαυτούς και αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε νεύρα δεν είναι δυνατό να τα βγάλουμε από μέσα μας όποτε μας έρθει. Χρειάζονται πάντα οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Και αυτές τις φτιάχνουμε, δεν τις βρίσκουμε έτοιμες.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η σιωπή είναι ο καλύτερος σύμμαχος και μέσα από εκείνη κάνουμε ό,τι μπορούμε. Αν την ώρα που μας χτυπάνε δεν δεχτούμε τα όποια χτυπήματα και προσπαθήσουμε να το αποκρούσουμε τότε χέσε μέσα Πολυχρόνη. Θα χάσουμε ανθρώπους που δε θέλουμε με τρόπους που δεν μας αρέσουν. Κι επειδή αυτός που πληγώνεται πάντα είμαστε εμείς, τότε καλό θα είναι να σκεφτούμε τις συνέπειες μιας παράλογης αντίδρασης, ακόμη κι αν είναι μέσα σε καλώς εννοούμενα (ή ευνομούμενα) πλαίσια. Μέσα από φωνές, κόντρες και διάφορους άλλους κοκκορισμούς και κατινισμούς δεν οδηγούμαστε πουθενά. Όχι στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά και εμείς οι ίδιοι ως προσωπικότητες. Στον τσακωμό δύο ανθρώπων δε φταίει ο ένας, αλλά και οι δύο και οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση έχει να κάνει με τις απλές υποδείξεις των άλλων προς εμάς. Η αλλαγή τόνου στη φωνή δεν υποδηλώνει κατηγορία, αλλά άμυνα. Δε μας κατηγορεί ο άλλος επειδή είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά επειδή πρέπει με κάποιον τρόπο να αμυνθεί. Έτσι λειτουργούν πάντα οι άνθρωποι και θα συνεχίσουν να λειτουργούν τοιουτοτρόπως. Είναι στη φύση μας και στο ανθρώπινο DNA. Δε διαφέρουμε από τα άλλα ζώα μόνο στο μέγεθος του εγκεφάλου, στη μνήμη και στον αντίχειρα, αλλά και στο γεγονός ότι δεχόμαστε, ζητούμε/επιδιώκουμε και θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο μέρος του εγκεφάλου.

Ας επιλέγουμε πάντα λοιπόν τη σιωπή ως άμυνα, ας ακούσουμε ό,τι πρέπει να ειπωθεί και ας λειτουργήσουμε ως άνθρωποι απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Δυσκολία σε τούτο δεν υπάρχει. Μόνο άρνηση και η άρνηση δεν είναι σημάδι θέλησης ή προόδου, αλλά σημάδι απομόνωσης και ανασφάλειας. Δεν αρνούμαστε γιατί δεν το κάναμε, αλλά γιατί δεν θέλουμε να το δεχτούμε. Εφόσον λοιπόν δε θέλουμε να δεχτούμε την όποια κατηγορία ας μείνουμε σιωπηλοί, να την ακούσουμε, να δούμε κατά πόσο ισχύει κι ας αντιδράσουμε σε αυτό ή όχι. Πρέπει όμως να δεχτούμε τα όσα μας λέει ο άλλος. Δε σημαίνει ότι είναι η πραγματικότητα, σίγουρα όμως είναι η άποψή του και η άποψη εκείνων που διαλέξαμε να έχουμε δίπλα μας, πρέπει να ακούγεται πάντα. Αλλιώς ας τους διώξουμε. Αλλά να σκεφτούμε πρώτα τα γιατί και να μην είναι κάποιες μικρές και παρορμητικές αποφάσεις, αλλά κάποιοι πραγματικοί και λογικοί λόγοι –αδόκιμος όρος, καθώς ο «λόγος» εμπεριέχει τη λογική, ή μήπως όχι?

Η πραγματικότητα της ζωής λοιπόν, είναι πολύ διαφορετική από ό,τι μέχρι σήμερα πιστεύαμε ή νομίζαμε. Οι εσώτερες αναζητήσεις δε μας άφηναν συνήθως να δούμε την όποια αλήθεια. Σημασία δεν έχει όμως τι δεν είδαμε, αλλά τι καταλάβαμε και κατά πόσο οφείλουμε να το αλλάξουμε ή να το αφήσουμε να διαιωνίζεται. Οι μεγάλες αλλαγές έρχονται όταν κόβουμε τους ομφάλιους λώρους κι όχι όταν κρατιόμαστε από εκείνους σφιχταγκαλιασμένοι. Πίσω από τη σφαλιάρα που μας έριχνε ο πατέρας μας δεν υπήρξε οργή, αλλά αφύπνιση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ξύλο είναι η καλύτερη μέθοδος εκμάθησης, υπάρχουν καλύτεροι τρόποι κι όχι να καταλήξουμε σε αυτό ούτε καν ως έσχατη λύση). Ας δεχτούμε λοιπόν την πραγματικότητα, ας γίνουμε κοινωνοί του μοναδικού σκοπού που μπορεί να έχει η ουσία της απώλειας, ας παρακολουθήσουμε τις όποιες αλλαγές επέρχονται κι ας αδράξουμε τις ευκαιρίες από τα μαλλιά και να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα. Σε όλα τα επίπεδα όμως, χωρίς να φοβηθούμε τίποτα. Ούτε καν την αποτυχία. Κι αυτή στο παιχνίδι είναι.

Ας αφήσομε λοιπόν στην άκρη τις όποιες ακραίες ή μέσες εντυπώσεις κι ας προχωρήσουμε σε εκείνο που πάνω απ’ όλα πιστεύουμε: Στην ίδια τη ζωή. Δεν είμαστε τόσο μικροί όσο νομίζουμε ούτε τόσο μεγάλοι όσο θέλουμε να διαλαλούμε. Είμαστε αυτό που είμαστε κι είμαστε έτσι, γιατί απλούστατα αυτό αποφασίσαμε ότι θέλουμε να είμαστε. Δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα ούτε με την φαντασία. Έχει να κάνει με το πώς θέλουμε να μας δούμε κάποια μέρα. Έχει να κάνει με το ποιοι θέλουμε να είμαστε και με το πώς θέλουμε να είμαστε. Πίσω από όλα τα φώτα που αναβοσβήνουν, υπάρχει μία (και μόνο μία) αλήθεια: Ο κόσμος βλέπει αυτό που θέλουμε να δει και αντιλαμβάνεται αυτό που του δείχνουμε. Η φυγή σημαίνει φυγή, η παύση παύση κι η σιωπή σιωπή. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Εμείς, ο εαυτός μας και τίποτε άλλο. Όλοι οι άλλοι είναι επισκέπτες, που τους δεχόμαστε ως έχουν κι ως είναι ή τους απορρίπτουμε. Για να μη χαλιέται κανένας μας λοιπόν, ας ορίσουμε τα όρια (εξ ορισμού αδόκιμο κι αυτό), ας πούμε ό,τι μας ενοχλεί κι ας συνεχίσουμε με αμείωτο κέφι!

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Εγώ είμαι εγώ...


Μέσα ή έξω? Σιωπή ή φωνές? Γέλιο ή δάκρυα? Πόσα διλήμματα έχουμε να αντιμετωπίσουμε σε καθημερινή βάση? Πολλές φορές παίρνουμε λάθος αποφάσεις, μα πάντα, πάντα όμως, η ζωή μας οδηγεί στα μονοπάτια που θελήσαμε να αποφύγουμε. Έρωτες που προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε, δουλειές που παρατήσαμε για κάποιες άλλες. Ο εαυτός μας όμως ή η ζωή, πες το όπως θες, μας βγάζει πάντα στην εκκίνηση. Από εκεί που ξεκινήσαμε ή στο σημείο που είχαμε σταματήσει. Δεν είναι κακό. Αρκεί να ξέρεις τι θα κάνεις, να είσαι ξεκάθαρος, στους άλλους και στον εαυτό σου, να προχωράς σταθερά και να ξέρεις γιατί κάνεις την οποιαδήποτε επιλογή. Κακά τα ψέματα, αν δεν ξέρεις ποιος και τι είσαι, αν δεν ξέρεις τι θες και τι ζητάς, δεν παίρνεις τίποτα. Ούτε καν τα προβλεπόμενα.

Από την άλλη προσπαθώ να καταλάβω τους ανθρώπους που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους, τους συμμερίζομαι, συμπάσχω και καταλήγω να τους λατρεύω. Όχι γιατί φοβάμαι μη βρεθώ στην ίδια φάση, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι θυμάμαι πως ήμουν εγώ τότε. Ήταν ωραία εμπειρία, η καλύτερη της ζωής μου. Ήταν σα να έκανα πρώτη φορά σεξ. Μόνο με αυτό μπορεί να συγκριθεί. Γι αυτό λοιπόν λατρεύω τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτή τη διαδικασία και προσπαθώ να τους βοηθήσω, όσο μπορώ βέβαια. Από την άλλη όμως αναρωτιέμαι τι θα γινόμασταν αν όταν βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση δεν είχαμε κανέναν να μας βοηθήσει. Θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα? Θα το παλεύαμε το ίδιο καλά ή όχι?

Τελικά δεν μετράει η απάντηση τόσο. Ο κάθε ένας από εμάς βρίσκει τον εαυτό του. Δεν έχει σημασία αν παλεύει χρόνια γι αυτό ή κάποιες μέρες μόνο, σημασία έχει ότι παλεύει γι αυτό. Δε λέω, καλύτερα να το παλέψεις μικρός παρά μεγάλος, γιατί ναι μεν πιο δύσκολα θα βρεις την άκρη, αλλά πιο εύκολα θα μπορείς να ξεκινήσεις κάτι. Αλλά ακόμα κι αν αργήσεις να βρεις την άκρη, σημασία έχει ότι προσπάθησες. Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη, που λέει ότι την άκρη την βρίσκουμε μόνο όταν είμαστε έτοιμοι να την βρούμε. Και τελικά ίσως να είναι και η σωστή. Γιατί, τι ρόλο παίζει αν όλοι σου λένε ότι το τάδε χρώμα είναι κίτρινο? Σημασία έχει να μπορείς να το δεις κι εσύ! Μόνο τότε θα εκτιμήσεις το χρώμα ή την κατάσταση που σε έκανε να το δεις. Έτσι είναι, όσο απόλυτος κι αν φαίνομαι. Οι άνθρωποι βρίσκουμε την άκρη μόνο όταν είμαστε να την αποδεχθούμε. Το θέμα είναι τελικά να την αποδεχθούμε όμως. Όχι να κοιτάξουμε κάπου αλλού.

Λοιπόν φίλοι μου, δεν έχω πολλά ακόμα να πω. Η δική μου ψυχανάλυση τελειώνει κάπου εδώ. Αποδέχτηκα τα λάθη μου, τις αδυναμίες μου, τις ανασφάλειες μου, τα ψέματά μου, τους φόβους μου και τελικά είμαι αυτός που είμαι. Χωρίς πολλά λόγια, χωρίς πολλές φανφάρες και λοιπές παπαρδολογίες. Ήρθα, είδα και δεν ξέρω αν νίκησα. Αλλά δε με νοιάζει κιόλας. Έζησα, ζω, θα ζω. Ό,τι κι αν γίνει θα υπάρχω, θα αναπνέω και δε θα πάψω να χαίρομαι για τα λάθη μου. Τα σωστά σας τα χαρίζω. Τα λάθη μου ανήκουν και δε θα μου τα πάρει κανείς. Γιατί όσο εσωστρεφή κι αν με έκαναν, είμαι αυτός που είμαι. Δε θέλω να με αλλάξω. Θέλω απλά να με δεχτούν. Και κάπου εκεί έξω θα υπάρξουν κάποιοι που θα με δεχτούν. Σας ευχαριστώ που με ανεχτήκατε!

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Η στιγμή που περνά και χάνεται...


Μια ματιά στο παρελθόν. Ένα μικρό πισωγύρισμα. Για δυο στιγμές, για λίγο, για να αναθαρρέψει η ψυχή, να ξυπνήσει για λίγο εκείνο το μικρό κομμάτι που ζητάει να αναστηθεί, μα μάταια το σβήνω. Μια ματιά στα παρελθόν, ένα πισωγύρισμα. Να ανανεωθούν οι σκέψεις, να επιστρέψει ο εαυτός μου, να μου επιτρέψει να ζήσω, να ανασάνω, να σκέφτομαι, να υπάρχω, να θέλω, να αφουγκράζομαι, να πιστεύω στους ανθρώπους. Μια ματιά στο παρελθόν για όλα εκείνα που πρόδωσα. Ανθρώπους, όνειρα, φιλοδοξίες, ενδόμυχες σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα. Από κάπου ξεκίνησα, είχα ένα στόχο. Και που κατέληξα? Τι είναι τούτος ο δρόμος? Ένα τίποτα, μια άδεια γραμμή, μια μικρή ανάμνηση του τι μπορούσα να κάνω. Το τι έκανα δεν παίζει ρόλο. Κάποια πράγματα τελείωσαν χωρίς τη θέλησή μου, κάποια άλλα ξεκίνησαν χωρίς να το καταλάβω. Η στιγμή οφείλει να είναι δίκαιη, να είναι άμεση, να είναι αληθινή. Όχι οποιαδήποτε στιγμή, αλλά μόνον η στιγμή που περνά και χάνεται. Σαν τα συναισθήματα, σαν τις λέξεις που ξεστομίζουμε.

Κοιτάζω πάλι πίσω. Όχι για να ξαναζήσω όλα εκείνα που έδιωξα ούτε για να καταφέρω να διορθώσω το παρελθόν. Μα για να μην ξανακάνω τα ίδια λάθη, να μην ξαναζήσω όσα δεν ήθελα να ζήσω. Πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Πάντα έρχεται η στιγμή που μαθαίνουμε. Κι αν δεν είμαστε έτοιμοι εμείς να το λύσουμε, το λύνει η ζωή. Μερικές φορές με τον χειρότερο τρόπο. Όλα επιλογές είναι. Επιλέγουμε τους ανθρώπους που θέλουμε να έχουμε δίπλα μας. Επιλέγουμε το ποιοι θέλουμε να είμαστε. Επιλέγουμε το τι κάνουμε. Η μοίρα έχει τον μικρότερο ρόλο, κομπάρσος είναι. Πρωταγωνιστές είμαστε μόνον εμείς, κανείς άλλος. Αυτές είναι οι επιλογές μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Δεν παίζει ρόλο αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Το μόνο πράγμα που παίζει ρόλο, είναι το πόσο διατεθειμένοι είμαστε να πάμε παρακάτω, να μάθουμε νέα τραγούδια, να αποδεχτούμε έναν πιο διαφορετικό κόσμο κι ας μην μας κάνει, ας μην μας ταιριάζει. Είναι κι αυτός μέρος του κόσμου που ζούμε.

Σε πολλούς δεν αρέσει, πολλοί θέλουμε να τον αλλάξουμε. Μα τελικά γινόμαστε παιδιά του, κομμάτια του. Ακόμα κι όσοι αντιδρούμε, ακόμα κι εμείς είμαστε μέρος του. Χωρίς εμάς δεν λειτουργεί το γενικότερο σύνολο. Χωρίς εμάς δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Το κατεστημένο (όποιο κατεστημένο κι αν είναι αυτό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, ερωτικό, εργασιακό) έχει ανάγκη τη μειοψηφία, μέσα από αυτή βρίσκει λόγω ύπαρξης. Είμαστε η εξαίρεση που απλώς επιβεβαιώνει τον οποιοδήποτε κανόνα. Χωρίς τη δική μας οντότητα χάνει το είναι του. Βουλιάζει ως ανύπαρκτο, τείνει στο μηδέν, στην καταστροφή. Όταν θα πάψουμε να αντιδρούμε σε οποιοδήποτε τομέα, θα σβήσει, θα εξαφανιστεί, θα γίνει κάτι διαφορετικό. Ακόμα κι οι σχέσεις έτσι λειτουργούν. Όταν σταματάς να απαιτείς χάνονται, μετατρέπονται σε λήθη. Και παλεύεις με τις αναμνήσεις (καλή ώρα) να βγάλεις άκρη, να βρεις ένα γιατί, ένα πως, ένα που και πάει λέγοντας. Κι η μόνη απάντηση είναι μέσα σου, την ακούς, τη νιώθεις, μα δεν τη δέχεσαι, τουλάχιστον στην αρχή. Κάποια στιγμή όμως, έρχονται έτσι τα πράγματα που δέχεσαι την απάντηση ως από μηχανή θεό: Έπαψα να προσπαθώ, βαρέθηκα να προσπαθώ κι έτσι έσβησε.

Μόνο τότε είσαι έτοιμος να προχωρήσεις, να δεχτείς την αλλαγή. Να πεις μέσα σου «ως εδώ» και να πας παρακάτω. Μόνο τότε κοιτάς με αξιοπρέπεια τον εαυτό σου. μόνο τότε έχεις τη σιγουριά του καινούριου, του νέου, μόνο τότε είσαι αισιόδοξος. Γιατί ξέρεις ότι εδώ είναι ο πάτος, δε σε νοιάζει τίποτε άλλο, μόνο η άνοδος πλέον. Κι αυτό το κατέχεις. Από κάπου ανέβηκες, έφτασες ψηλά κι αυτή η κορυφή σε έριξε πάλι εδώ. Άνοδος και πτώση, καλό και κακό, αλήθεια και ψέμα, κόλαση και παράδεισος, φούστα – μπλούζα, τα σετάκια του σύμπαντος. Χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο. Η απόλυτη ισορροπία. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει επιβίωση. Την δέχεσαι και προχωράς, αλλιώς κάθεσαι στον καθρέφτη σου και περιμένεις το φτύσιμο. Τα πάντα στη ζωή είναι να αποδέχεσαι το λάθος σου και να μην το παίζεις Ρος στα «Φιλαράκια», που μέχρι και το τελευταίο επεισόδιο διαλαλούσε «we were on a break». Έτσι είναι είτε προχωράς είτε μένεις στάσιμος. Διαλέγεις το μέλλον ή το παρελθόν. Ζεις στο χθες ή λες με πείσμα «θα επιλέξω το αύριο». Κι αν ξανακάνεις λάθος, τότε δέξου το: Η αποτυχία είναι το στυλ σου.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Γέλα πουλί μου...


Ξεδιπλώσαμε τις σκέψεις μας, ρημαδιάσαμε τα όνειρά μας. Αφήσαμε τους εαυτούς μας να βολοδέρνονται δεξιά κι αριστερά. Είμαστε αυτό που μισούσαμε, γίναμε ό,τι φοβόμασταν. Μόνο μερικές σκοτεινές νύχτες μαρτυρούν το αθώο παρελθόν μας, τα άγρια όνειρά μας, τις όμορφες σκέψεις μας. Βουτήξαμε μια για πάντα σε λέξεις και σκέψεις που ποτέ δε νομίζαμε ότι θα ξεστομίσουμε, ότι θα τις σκεφτούμε. Γίναμε ο χειρότερός μας εχθρός και τώρα πια δεν μπορούμε να το παραδεχτούμε σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον εαυτό μας. Αλλά κι εκείνος μας διώχνει, γιατί το χειρότερο δεν είναι ότι προδώσαμε εκείνους που αγαπήσαμε, εκείνους που έκλαψαν για εμάς, αλλά ότι προδώσαμε τον βαθύτερο εαυτό μας, εκείνον που κάποτε μας έκανε να αισθανόμαστε ήρεμοι, δυνατοί, αληθινοί.

Τώρα γίναμε ένας ακόμη από τον απίστευτα μεγάλο σωρό. Δεν ξεχωρίζουμε πλέον από τους τόσους άλλους που μιμούμαστε. Παπαγαλίζουμε σκάψεις άλλων, βάζουμε στο στόμα μας λέξεις άλλων. Και τώρα? Τώρα ποιος μας αγκαλιάζει? Ποιος μας καθηλώνει με το βλέμμα του? Ποιος μας αναζητεί? Κανείς. Ούτε καν εμείς οι ίδιοι. Κι αν κοιτάξουμε πίσω θα βρούμε κλαμένα πρόσωπα, δάκρυα σε μαξιλάρια. Σκέψεις σε χαρτί. Και κάποια σκόρπια ποιήματα που μαρτυρούν ότι κάποτε δίναμε αγάπη, δύναμη, φαντασία. Περιπλανιόμαστε τώρα σε όποιο κορμί δεχτεί να ξαπλώσει δίπλα μας. Μειοδοτικός διαγωνισμός κατάντησε η συντροφικότητα. Όποιος δώσει τα λιγότερα, όποιος δεχτεί το τίποτα.

Και τα όνειρα? Τα συναισθήματα? Οι αγκαλιές? Οι λέξεις που αρνούνται πεισματικά να ειπωθούν? Ποιος θα τις δεχτεί στο μέλλον? Ποιος θα αγκαλιάσει ετούτο το σώμα που ξεσπά κάθε τόσο? Η αλήθεια είναι ότι αρνούμαστε να δεχτούμε κάτι καινούριο. Όχι γιατί καραδοκεί ο φόβος του παλιού, αλλά γιατί καμιά φορά καραδοκεί ο φόβος του τέλους. Αρνούμαστε να δεχτούμε ότι κάποια πράγματα τελειώνουν κι αρχίζει κάτι νέο. Αυτή όμως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Από κάπου ξεκινάνε όλα και κάπου καταλήγουν. Δεν είναι λογικό να παραμένουμε στάσιμοι. Η στασιμότητα είναι αργός θάνατος, αργός και βασανιστικός. Οι αλλαγές στη ζωή μας οφείλουν να είναι σημαντικές, αναπόφευκτες, αληθινές και χαρούμενες. Το νέο οφείλει να μας χαροποιεί, το παλιό οφείλει να μας εξελίσσει και να το εξελίσσουμε. Αν αρνηθούμε κάτι από όλα αυτά χάνουμε την ηρεμία μας, την αντικαθιστούμε με οργή. Χάνουμε την ψυχραιμία και την αντικαθιστούμε με άγχος. Το άγχος μας οδηγεί σε επικίνδυνες σκέψεις, σε δισταγμούς και τέλος στην απώλεια.

Ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια σιγά σιγά, οδηγούμαστε με ελαφρά βήματα στα όνειρά μας. Και η ανυπομονησία γίνεται εχθρός μας. Προσμένουμε με χαρά το καλύτερο, οδηγούμαστε στον παρορμητισμό και γινόμαστε άπληστοι. Ή τώρα ή ποτέ. Και το τώρα χάνεται καθώς το ποτέ μας εκδικείται. Κι όλα εκείνα, που ανυπομονούσαμε να χαρούμε χάθηκαν σε μια δόση υπερβολής και εγωισμού. Δεν είμαστε αυτό που ονειρευόμασταν. Γίναμε κάποιοι άλλοι. Τα όνειρα εξαφανίστηκαν. Κι όλες εκείνες οι ευκαιρίες έγιναν ένα μικρό παραμύθι για παιδιά, μία μικρή ανάμνηση, που παλεύει να ξαναγίνει όνειρο, αλλά εμείς την πνίγουμε. Τα όνειρα όμως έχουν τρόπους να διεισδύουν στο μυαλό μας, μετατρέπονται σε απωθημένα και μας καταδιώκουν. Αντιδρούμε στον εαυτό μας, γιατί πιο πριν αρνηθήκαμε να αντιδρούσαμε στον εγωισμό. Και βουλιάξαμε.

Υπάρχει όμως ένα μικρό παραθυράκι που λέγεται «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και αυτό το παραθυράκι είναι η Κερκόπορτα για τα όνειρα. Λίγοι το βλέπουν, λίγοι τη διαβαίνουν, λίγοι τη διανύουν και τελικά, αυτοί οι λίγοι ξεχωρίζουν. Γιατί όσο κι αν αρνήθηκαν τον εαυτό τους, εκείνος ενδόμυχα δεν αρνήθηκε στιγμή τα όνειρά του. απλώς τα έβαλε στην άκρη, προσωρινά. Αυτοί οι άνθρωποι, εξελίχθηκαν, έγιναν κάτι νέο και τώρα πια δεν αρνούνται τίποτα, ξέρουν το όχι, ξέρουν το ναι, ξέρουν το που και το πότε και προχωρούν. Η επιλογή που έχουμε εμείς είναι μία: θα τους κοιτάζουμε ή θα σταθούμε δίπλα τους?

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε...


Αν μου ζητούσε κάποιος να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου, θα του έλεγα ότι είμαι σίγουρος μόνο για ένα πράγμα: Προσπαθώ χρόνια να συμβιβάσω τη λογική μου και την καρδιά μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να τα κάνω να συμβαδίζουν. Μάταιο όμως. Ειδικά μερικές φορές, αυτός ο συμβιβασμός, μοιάζει ανυπέρβλητος Γολγοθάς. Ή καλύτερα σαν το μαρτύριο του Σίσυφου. Λες και χρόνια σπρώχνω έναν βράχο ως την κορυφή του βουνού και λίγο πριν φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα, εκείνος κατρακυλάει και φτάνει πάλι στην αρχή. Και τότε εγώ πρέπει να τον ξανασπρώξω. Το άσχημο όμως, δεν είναι αυτό, το άσχημο είναι ότι μέσα μου, νιώθω να το έχω συνηθίσει, νιώθω να έχει μετατραπεί το μαρτύριο σε παιχνίδι. Και πράγματι, αυτό είναι το χειρότερο. Είναι οι στιγμές που νιώθω ότι τσάμπα προσπαθούσα τόσα χρόνια κι ότι τα όνειρα υπήρξαν φρούδες ελπίδες.

Κάποτε, κάποιος, μου είπε ότι καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε όταν το θεριό μερεύει μέσα μας. Καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε ή ότι ηρεμήσαμε, γαληνέψαμε? Εμένα αυτό το θεριό με κρατούσε στη ζωή, με έκανε να αποφεύγω τα δύσκολα, να ονειρεύομαι, να νιώθω παιδί. Αυτό το θεριό με ζωντάνευε. Κι ας ένιωθα μερικές φορές ότι με κατέτρωγε. Τι μ’ αυτό? Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος? Πόσοι άλλοι κατατρώγονται με τούτο το θεριό? Πόσοι άλλοι το άντεξαν τόσα χρόνια? Υπεροπτικές δηλώσεις. Νόμιζα ότι ήμουν ο μοναδικός, γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω, ότι κανείς άλλος δεν έχει τη δύναμη και την αντοχή να με καταλάβει. Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας -όπως θα έλεγε και μια «φίλη»- συνειδητοποίησα, ότι έτσι ήθελα να πιστεύω, γιατί αυτό με συνέφερε. Ήταν πιο ωραίο να είμαι κλεισμένος στον εαυτό μου, παρά να ανοιχτό. Δεν διακινδύνευα τίποτα έτσι. Δε θα έχανα τίποτα.

Λένε ότι οι καλλιτέχνες είναι πιο ρομαντικές φύσεις, πιο ανθρώπινες, ότι περπατούν σταθερά στη Γη κι ας θέλουν να δείχνουν ότι ακροβατούν. Αυτό πίστευα κι εγώ για τον εαυτό μου. Κι ας ήξερα ότι μέσα μου, μόνο καλλιτέχνης δεν υπήρξα. Ήταν κι αυτό ένα από τα όνειρα που έκανα για να νιώθω παιδί. Όμως έρχονται στιγμές που η πραγματικότητα κυκλώνει. Που σου δείχνει την αλήθεια που θες να αποφύγεις. Γιατί τις αλήθειες, όσο κι αν θέλουμε να τις αποφύγουμε, τις μαθαίνουμε πάντα. Τα ψέματα που είπαμε αποκαλύπτονται, όλα εκείνα που επιμελώς αποκρύπταμε, μαθαίνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και είναι πάντα προτιμότερο να μαθαίνουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν πονάει. Γιατί στην αλήθεια πονάνε και οι δύο. Όχι μόνο εκείνος που την ακούει και καταστρέφεται όλος ο κόσμος του, αλλά και εκείνος που την λέει. Για α μην πω ότι εκείνος που την λέει βρίσκεται σε δεινότερη θέση από εκείνον που την μάθει. Γιατί ο αποκαλύπτων την αλήθεια, βάζει τον άλλο στο δίλημμα να αποφασίσει: Με δέχεσαι ή όχι? Διακινδυνεύει την απόρριψη. Ενώ αυτός που την μαθαίνει, μπορεί κάλλιστα να πετάξει στα μούτρα του άλλου ένα απλό «άντε γαμήσου» και να εξαφανιστεί. Άσχετα αν κι αυτός θα παλέψει με δικούς του δαίμονες.

Έμαθα λοιπόν στη ζωή μου, να προσπαθώ να συμβιβάσω αυτά τα δύο. Όπως έμαθα να κάνω πάντα δεύτερες σκέψεις. Με αυτό το ατέλειωτο brainstorming εξαφανίστηκα σε δαιδαλώδεις αίθουσες του μυαλού μου. Έμαθα ΜΟΝΟΣ μου (θα δείτε αργότερα γιατί το τονίζω τόσο) να ξεπερνώ τις άσχημες σκέψεις, τις μικρότητες που η ανασφάλειά μας δημιουργεί. Το πρόβλημα είναι ότι επειδή το έμαθα μόνος μου, δεν έμαθα να το κάνω μέσα στις σχέσεις μου. Δυστυχώς για μένα (αλλά και για τους υπόλοιπους), δεν ξέρω πώς να λειτουργώ μέσα σε μια σχέση. Είμαι ο καλύτερος και λογικότερος συμβουλάτορας για τους άλλους, αλλά για μένα είμαι ο χειρότερος. Κι όσο κι αν διατείνομαι μερικές φορές, μέσα σε υπεροπτικές επάρσεις και ανυπόφορους συμβιβασμούς, ότι είμαι ο καλύτερος συμβιβαστής, διαπιστώνω, μετά προσωπικής λύπης, ότι μόνο αυτό δεν είμαι. Αυτοκαταστροφικός μέχρι τέλους. Φορτωμένος ενοχές που δε μου ανήκαν, αλλά ευχαρίστως τις δέχτηκα.

Αυτά έχει η μοναχικότητα. Σε κλείνει σε ισόβια δεσμά. Σε φυλακίζει, σε κάνει να είσαι απόλυτος και να μη δέχεσαι καμία αντίρρηση για τα λογικά σου συμπεράσματα. Κι αν κάποτε έρθει κάποιος και στα καταρρίψει, εσύ, μέσα στη μανία σου και το αμόκ σου μπορείς να το ρίξεις από τον θρόνο που τον ανέβασες. Έτσι απλά. Επειδή τόλμησε να σου πει ότι μπορεί να κάνεις και λάθος. Αυτό που δεν άκουσες, ήταν ότι μπορεί και να μην κάνεις λάθος. Ο μικρόκοσμός μας είναι απόλυτα δικός μας, μας ανήκει. Ό,τι κι αν λέει ο περίγυρος, ό,τι κι αν λένε οι άνθρωποι που μας πλαισιώνουν, δε ζουν τη δική μας ζωή. Μονάχα ψήγματα μπορούν να δεχτούν. Κι ως εκεί. Σπιθαμή παραπέρα. Έτσι, μέσα στους τόσους χιλιάδες συμβιβασμούς, στις τόσες σκέψεις και στις τόσες ανασφάλειες, για το μόνο πράγμα που μπορούμε να είμαστε σίγουροι, είναι ότι η κάθε μέρα ξημερώνει διαφορετική από την προηγούμενη. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι σίγουρα διαφορετική κι αυτό είναι το ωραίο.

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε. Μια σιωπή που δικάζει, σειέται, σκορπά μανιωδώς μέσα στη νύχτα και επιστρέφει σαν βουητό, πονοκεφαλιάζοντάς μας, γεμίζοντας εφιάλτες τις νύχτες. Σιωπή από ανθρώπους που αγαπήσαμε, από ανθρώπους που δεθήκαμε μαζί τους, που τους θέλαμε αιώνια δίπλα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μάθαμε πως όσοι άνθρωποι διασταύρωσαν κάποιες στιγμές της ζωής τους με κάποιες δικές μας, το έκαναν γιατί υπήρχε ένας ανώτερος σκοπός. Ένας σκοπός που ίσως τελικά και να μην μάθουμε ποτέ. Γιατί μερικές φορές δεν έχει αξία να μαθαίνουμε τα πως και τα γιατί της ζωής μας, αρκεί να την ζούμε. Και τελικά αυτό είναι το ωραίο. Να μετατρέπουμε την καθημερινότητα σε ζωή, το άσχημο που μας περιβάλλει σε ένα ατέλειωτο ταξίδι. Και πάντα, μα πάντα, να αναζητούμε την αλήθεια. Γιατί αλήθεια, σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όταν ζεις τη ζωή σου σαν πρωταγωνιστής κι όχι σαν θεατής, δε θες να ξεχάσεις, δεν μπορείς.

Κατά καιρούς έχω κάνει χιλιάδες μεγαλόστομες δηλώσεις. Πάντα διερωτόμουν πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτές. Όχι ότι δεν τις πίστευα, απλά τα θέλω μου άλλαζαν εν ριπή οφθαλμού. Αναζητούσα τα όριά μου, έψαχνα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν τον βρήκα ή αν ζω μια ακόμα ψευδαίσθηση. Ξέρω μόνο ότι καλά είναι εδώ. Ότι έχει άπλα. Ότι μπορώ να τρέξω, να γελάσω, να κλάψω. Κι ότι ίσως, μέσα σε τούτη την άπλα που παλιά θα με τρόμαζε, να γνωρίσω κάποιον που μοιάζει σε μένα. Που ούτε εκείνος ξέρει τι θέλει, που ούτε εκείνους ξέρει αν γνωρίζει καλά τον εαυτό του. Αλλά που είναι πρόθυμος να μάθει. Να διδαχθεί μέσα από μένα κι εγώ από εκείνον. Να γελάσει και να κλάψει μαζί μου. Να αφήσει το στίγμα του επάνω μου, όπως θα αφήσω κι εγώ το δικό μου σε κείνον. Μέσα σε αυτή την άπλα μπορώ να γνωρίσω χιλιάδες τέτοιους ανθρώπους, αλλά μόνο ένας θα είναι εκείνος που θα ταιριάζει στο δικό μου εγώ, όπως κι εγώ θα ταιριάξω στο δικό του. Εν αναμονή λοιπόν...

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα...


Ό,τι αρχίζει τελειώνει. Έρωτες, ζωές, σκέψεις, ταξίδια. Αυτό είναι αυταπόδεικτο, αναπάντεχο. Δεν έχει σημασία αν θα τελειώσει καλά ή όχι. Το σίγουρο είναι ότι τελειώνει. Αυτή είναι η φορά των πραγμάτων, αυτή είναι η κατάσταση. Δεν μπορούμε να πάμε αντίθετα σε κανένα ποτάμι, δεν μπορούμε να αλλάξουμε καμία ιστορία. Είναι de facto: ό,τι αρχίζει τελειώνει. Πολλές φορές προσπαθούμε να παρατείνουμε τη διάρκειά του, ζητούμε λίγο ακόμα, κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από αυτό που οι άλλοι μπορούν να δώσουν. Και δεν έχει σημασία τι θα δώσουν και αν θα το δώσουν. Σημασία τελικά έχει ότι μέσα μας όλοι ξέρουμε για πόσο διαρκεί αυτό που ξεκινά. Δεν είναι αιώνιο. Τα παραδείγματα χιλιάδες, άσκοπο να αναφερθούν. Γυρνάς το κεφάλι σου και το βλέπεις. Ζευγάρια χωρίζουν, μαγαζιά κλείνουν, σπίτια πουλιούνται, φίλοι μαλώνουν.

Αυτό που μας δένει με το παρελθόν είναι η δύναμη της συνήθειας. Συνήθισες να ξυπνάς στις εφτά το πρωί, να δίνεις ένα φιλί στη γυναίκα σου, να φεύγεις από το όμορφο σπιτάκι σου για να είσαι στις οχτώ στη δουλειά. Η συνήθεια προκαλεί ασφάλεια, το αίσθημα της βεβαιότητας. Δε θα με χάσεις, δε θα σε χάσω, γιατί συνηθίσαμε να ξυπνάμε το πρωί δίπλα δίπλα, να κοιμόμαστε μαζί το βράδυ. Η συνήθεια καταστρέφει τα πάντα γύρω μας. Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως, είναι η δύναμη της σκέψης μας. Το χειρότερο, δεν είναι να συνηθίζουμε τον άνθρωπο δίπλα μας ή την καθημερινότητά μας, αλλά να συνηθίζουμε σε έναν μαζικό τρόπο σκέψης. Είναι ωραίος ο Ρουβάς, γιατί συνηθίσαμε να το ακούμε. Δεν μας κάνει αίσθηση πια. Είναι χάλια η πολιτική μας γιατί συνηθίσαμε σε αυτή. Δε μετακινούμαστε στιγμή από αυτή, την κατά βάθος, μίζερη καθημερινότητά μας.

Κι όμως, αν κάνουμε το πρώτο βήμα βλέπουμε πάντα πόσο μακριά από τα θέλω μας ήταν το παρελθόν μας. Αποστασιοποιούμαστε από τα πράγματα, τις καταστάσεις, τις συνθήκες, την ίδια μας την πραγματικότητα. Βλέπουμε με λογική αυτό που έρχεται, ίσως και με κάποια δυσπιστία. Μα είναι λογικό, δεν είμαστε παιδιά ούτε καν έφηβοι. Μεγαλώνοντας, προσδιορίζουμε καλύτερα τις ανάγκες μας, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τον χώρο και το χρόνο στον οποίο ζούμε. Βλέπουμε, με βεβαιότητα πια, ότι όλη αυτή η αβεβαιότητα στην οποία χρόνια τώρα ζούσαμε, δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μας, αλλά μια σταλίδα διαίσθησης, που δεν αφήσαμε ποτέ να ευδοκιμήσει. Τι κι αν μερικές φορές την ακούσαμε ή την προσδιορίσαμε έστω, σε ένα γεγονός και μόνο? Αυτό που φοβόμασταν δεν ήταν το τέλος, αλλά η νέα αρχή. Ποιος δε φοβάται να ξεκινήσει από την αρχή? Ποιος είναι σίγουρος για τα βήματά του τότε? Ο Ρήγας δεν είχε καθόλου άδικο: Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και δεν μιλάω για την έννοια ως αφηρημένο υποκείμενο, αλλά για τις μικρές δόσεις ελευθερίας που ο καθένας μας έχει ανάγκη.

Και πίσω από όλα αυτά, βρίσκεται εκείνη η αλήθεια, του πως ξεκινάς να κάνεις το πρώτο βήμα. Η στιγμή που αποφασίζεις να βάλεις τέλος, είναι η ίδια χρονική στιγμή, που αποφασίζεις να ξεκινήσεις κάτι νέο. Δες τους συγγραφείς, τελειώνουν ένα βιβλίο και την ίδια στιγμή έχει μέσα τους φυτευτεί ο σπόρος για κάποιο καινούριο. Οι καλλιτέχνες ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι πάει να πει τέλος. Και τίποτα τελικά δεν είναι θέμα timing ή τύχης. Θέμα σκληρής δουλειάς και υπομονής είναι. Να υπομένεις καθημερινά τη δίψα σου για ζωή και να δουλεύεις πάνω σε αυτό με όλο σου το είναι. Σα να πρόκειται για το έργο της ζωής σου. Την ίδια στιγμή που ξεκινάς κάτι, ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι αυτό το κάτι έχει και ημερομηνία λήξης, ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει, θα πεθάνει, θα εξατμιστεί. Συνήθως δεν το παραδέχεσαι. Μα τα σημάδια τα βλέπεις, τα ακολουθείς, τα διαβάζεις, τα αναγνωρίζεις. Κι η αναγνώριση που χρόνια γύρευες στα μάτια των άλλων, έρχεται από μέσα σου. δε σε νοιάζουν τα ευχαριστώ, τα συνηρημένα σ’ αγαπώ, οι αγκαλιές και τα λοιπά, σε νοιάζουν πράγματα που έχουν να κάνουν με το τώρα, με σένα, με την καθημερινότητα. Δε θες να είναι ίδια, δεν την αντέχεις όταν είναι ίδια.

Κι έτσι προχωράμε πάντα προς κάτι νέο, κάτι καινούριο, αδοκίμαστο. Καταλαβαίνεις περισσότερο τις ρήσεις των ποιητών όταν περπατάς, παρά όταν τις διαβάζεις στα βιβλία τους. Η σιωπή γίνεται σύμμαχός σου, η νύχτα σύντροφος, οι βροχές σου μιλάνε. Κι όταν τιθασεύσεις κάθε στοιχείο της φύσης, όταν αφήσεις στην άκρη όλα εκείνα που μέχρι σήμερα ήταν κραυγές στ’ αυτί σου, μικρέ φωνούλες συνειδήσεως, αντέχεις περισσότερο το καθετί που έρχεται. Χαίρεσαι με το τίποτα, λυπάσαι με το παραμικρό, εξοργίζεσαι, θες να το αλλάξεις. Δε σε χαροποιεί πλέον το ζάπινγκ, η ουσία τώρα πια είναι στην πραγματικότητα. Χαίρεσαι το πρωί που ο ήλιος ανατέλλει ακόμα, που δεν είσαι εσύ εκείνος που θα βιώσει την μετατροπή του σε ένα σουπερ νόβα. Όλες οι νύχτες πλέον φαντάζουν ερωτικές, γιατί είναι. Είτε έχεις κάποιον δίπλα σου είτε όχι. Δεν περιμένεις πανσελήνους και φεγγάρια να γεμίσουν. Τα κάνεις εσύ να φαίνονται γεμάτα, ακόμα κι όταν έχει έκλειψη.

Ό,τι αρχίζει τελειώνει. Είτε με το καλό είτε με το άγριο. Εκείνη που δεν το βλέπουν επιμένουν σαν ηλίθιοι να διεκδικούν κάτι από το χρώμα του ουρανού που φαντάστηκαν. Μα ο ουρανός είναι πάντα μπλε. Τι σημασία έχουν οι αποχρώσεις του. Το αστείο όμως είναι, ότι κατά βάθος, αν θέλαμε να αλλάξουμε αυτό το μπλε, πάλι μπλε θα διαλέγαμε. Γιατί ο ουρανός κι η θάλασσα μας ταξιδεύουν, μας γαληνεύουν. Είναι οι μόνες σταθερές, στη διεστραμμένη πραγματικότητά μας. Αν μου ζητούσαν να αλλάξω κάτι θα τα άλλαζα όλα: Τη σχέση μου με γονείς, φίλους, συγγενείς. Τον τρόπο οδήγησής μου. Τη συμπεριφορά μου. Τα όριά μου. Τα νεύρα μου. Τα μισοτελειωμένα μου θέματα. Θα άλλαζα τα πάντα γύρω μου. Όχι από θέμα εγωισμού, αλλά για λόγους αναγνώρισης των λαθών μου. Θα άλλαζα και τόπο κατοικίας. Όμως, άμα περνούσε από το χέρι μου, θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα, γιατί είναι το μόνο μπλε, που δεν αξίζει να λυπάσαι.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Έλα και σιχάθηκα να διασκεδάζω...


Άλλη μια μέρα κλειδωμένος στο σπίτι. Η εγκεφαλική ψύξη τείνει να μετατραπεί σε εγκεφαλική σήψη. Ο πυρετός καίει το κορμί μου, το σώμα μου ανεβάζει τρελές θερμοκρασίες. Το χειρότερο δεν είναι τούτο. Ανέχομαι τις υψηλές ποσότητες θερμότητες στο σώμα μου. Ανέχομαι τη φωτιά του. Το χειρότερο είναι ότι κοντεύει να καεί ο νους μου. Μαζί με το σώμα μου καίγεται και το μυαλό μου. Χιλιάδες κουβάδες με νερό προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αέρηδες φυσούν για να την ταπεινώσουν. Μάταιος κόπος. Το νερό εξατμίζεται πριν καν αγγίξει το έδαφος. Ο αέρας φουντώνει περισσότερο τη φωτιά. Έλα λοιπόν, κάψε ό,τι είναι να κάψεις, γέμισε στάχτες το τοπίο. Άλλωστε, σαν φοίνικας θα τολμήσω να αναγεννηθώ κι ας μην το πιστεύεις. Θα δεις, πως ό,τι έκαψες ήταν για το δικό σου κέφι. Αρέσκεσαι στο να καις, αρέσκομαι στο να δημιουργώ. Μη νομίζεις όμως ότι διαφέρουμε και τόσο. Δε θα μπορούσες να καταστρέφεις αν δεν υπήρχα εγώ να δημιουργώ. Δε θα μπορούσα να δημιουργώ αν εσύ δεν κατέστρεφες. Κάνε λοιπόν ό,τι έχεις να κάνεις. Ρήμαξέ τα όλα, κάψε, διάλυσε, κάνε ό,τι θες.

Μη νομίζεις ότι θα αφεθώ στη θλίψη μου. Ορμηνευμένος από τον Παλαμά, μπορώ να αρχίσω από την αρχή. Άλλωστε κι εσύ να μην υπήρχες, εγώ θα διέλυα ό,τι χρειαζόταν να διαλυθεί. Εσύ απλά με βρήκες απροετοίμαστο. Εξ αρχής στο είχα δηλώσει. Για να μένω ίδιος πρέπει πάντοτε να αλλάζω. Δε μου αρέσουν οι συμβατικότητες. Τα πρέπει. Τα σωστά. Προτιμώ το περιθώριο, μόνον εκεί ξέρω να είμαι ο εαυτός μου, μόνον εκεί μπορώ να είμαι εγώ. Σε άλλους κόσμους δε θα μπορούσα να ζήσω, θα πνιγόμουν, θα πέθαινα. Άσε με λοιπόν να σε βλέπω να καταστρέφεις. Είναι απολαυστικό. Δε μπορώ να διαφωνήσω μαζί σου. Άσε με να σε βλέπω να ρημάζεις ό,τι αγαπάω. Κι αφού εγώ το δημιουργήσω εξαρχής, έλα να το καταστρέψεις ξανά και ξανά. Μόνον εσύ μπορείς να με απελευθερώσεις. Κάνε το λοιπόν. Κι εγώ θα παραμείνω εδώ, να σε βλέπω να φεύγεις νικητής. Μα μέσα σου, θα ξέρεις ότι δε νίκησες, κανείς δε νίκησε. Το ξέρω ότι νιώθεις την πραγματικότητα, ότι διαισθάνεσαι την πικρή αλήθεια. Μου το μαρτυρούν οι άυπνες νύχτες σου, οι εφιάλτες σου, το φως που μένει αναμμένο μέχρι τα ξημερώματα, τα βήματά σου με σκυμμένο κεφάλι.

Ναι, ξέρω να διαβάζω πίσω από τις λέξεις, να διακρίνω τις σκέψεις, να υπάρχω εκεί που οι άλλοι δοκιμάζουν να χαθούν. Μα ό,τι κι αν βρίσκεται πίσω από εκείνο το νου, εγώ είμαι αυτός που θα αποφασίσει στο τέλος τι θα ξαναφτιάξει. Εσύ θα καταστρέψεις τα πάντα, εγώ όμως θα δημιουργήσω αυτά που θέλω. Εγώ θα επιλέξω, εσύ όχι. Εσύ θα αφεθείς στη μανία σου, εγώ θα λειτουργήσω με τη λογική μου. Εσύ θα χάσεις, εγώ θα προχωρήσω. Πάρε λοιπόν και τούτο το τσεκούρι και κατέστρεψε ό,τι ποθεί η ψυχή σου, ρήμαξέ τα όλα. Έτσι κι αλλιώς, το μέσα μου φλέγεται παιδιόθεν, το έξω μου όμως μυρίζει θάλασσα, αλμύρα, ιώδιο. Κι αν ο Λειβαδίτης με ωθεί να παραμείνω παιδί, γυρίζει μέσα μου μια σελίδα που με ωριμάζει μέρα με τη μέρα, με κάνει να κυνηγήσω ονείρατα και σκέψεις παιδικές, συναισθήματα και αναλαμπές.

Μη με κοιτάς λοιπόν με τούτο το βλέμμα. Δε κρύβω πίσω από τα μάτια μου, ό,τι εσύ βλέπεις. Αγωνιώ κι εγώ, αναζητώ κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος, κάτι καινούριο, κάτι όμορφο, κάτι απίθανο να με μαγέψει. Όπως στο παρελθόν προσπαθούσα να μαγέψω εγώ τους άλλους. Έλα λοιπόν να καταστρέψεις ό,τι έχει απομείνει, έλα να ξεχερσώσεις, να διαλύσεις τα πάντα, να καταποντίσεις, να βυθίσεις, να κάψεις, να λεηλατήσεις. Κι εγώ θα σε κοιτώ, που και που θα σε αγκαλιάζω, θα σε χαϊδεύω, θα σε νανουρίζω, θα διώχνω τους εφιάλτες σου. κι όταν πια δε θα ‘χω κάστρα, δε θα κρύβομαι πίσω από πολεμίστρες, θα ‘μια ολόδικός σου, θα ‘μια εκείνος που αναζητούσες. Θα μοιραστώ μαζί σου τις τόσες μου αλήθειες, όπως δεν έκανα πριν, όπως δεν έκανα ποτέ. Θα σε βάλω στη ζωή μου, θα σε κάνω κομμάτι της, κομμάτι μου, έτσι ώστε να μην μπορώ να σε ξεριζώσω, να μείνω δεμένος μαζί σου για χρόνια, αιώνες. Έλα, και δε θα σου αντισταθώ. Έλα και σιχάθηκα να διασκεδάζω...

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...


Άλλη μια φορά που κάθομαι στον υπολογιστή να γράψω και δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Πάντα είχα ένα θεματάκι με το πως να αρχίσω και το πως να τελειώσω. Από τις εκθέσεις του σχολείου μέχρι σήμερα έχω πρόβλημα στο να αρχίσω. Να αρχίσω μια σχέση, να αρχίσω να κάνω πράξη τα όνειρά μου, να αρχίσω να μιλάω, να αρχίσω να δίνω. Βέβαια όταν άρχιζα δεν ήξερα που να σταματήσω. Όχι μόνο τότε, μέχρι σήμερα. Και στα δύο πρώτα δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Στα δύο τελευταία όμως, σε παίρνει η μπάλα και δεν σταματάς. Αν αρχίσεις να μιλάς συνέχεια γίνεσαι κουραστικός, αν αρχίσεις να δίνεις γίνεσαι φορτικός. Και δεν είναι μόνο αυτό, μετά δεν έχεις και τι άλλο να δώσεις, οπότε την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια. Κι αν για κάποιο λόγο γυρίσει εκείνος που συνέχεια έπαιρνε, τότε δεν θα θες να του δώσεις, γιατί δεν θα του έχεις εμπιστοσύνη. Και θα νομίζει εκείνος ότι δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις.

Γι αυτό κι εγώ πάντα έφευγα ή έκανα τους άλλους να θέλουν να φύγουν. Αυτή ήταν η μόνη λύση μου. Αυτή είχα, αυτή εμπιστευόμουν, μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Και αποφάσισα να αλλάξω. Έλα όμως που το πείραμα της αλλαγής το δοκίμασα σε λάθος ανθρώπους. Αυτό δε σημαίνει σε κακούς ανθρώπους, αλλά σε λάθος, σε ανθρώπους που δεν κατάλαβαν την έννοια της πρότασης «έχω μπει σε φάση διαγραφής, αλλάζω όσα δεν μου αρέσουν, πατάω το delete και δε με νοιάζει τι άποψη θα σχηματίσουν, όποιος το δέχεται μένει, όποιος όχι, στο καλό». Και σου πετάει ένα εγωιστικό «κι εγώ?». Τι «κι εσύ» ρε κοπελιά? Τώρα σε γνώρισα, τώρα σε μαθαίνω, κάνε υπομονή να δεις, να μάθεις. Αν δε δεις, πως θα αγοράσεις το προϊόν? Σου δίνω το δικαίωμα να δοκιμάσεις. Δοκίμασε και αποφάσισε. Αλλά αποφάσισε με ωριμότητα, ε? Όχι και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα -εκατέρωθεν πυρά- έμεινα εγώ να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Το δικό μου φίδι από την δική της τρύπα. Και δεν είναι σεξουαλικό υπονοούμενο αυτό, είναι καθαρά ψυχαναλυτικό. Κι αφού το φίδι βγήκε από την τρύπα, προχωράω τώρα με όρθιο κεφάλι (πονηρά μυαλά, το κανονικό εννοώ) και προσπαθώ να βρω κάτι νέο. Έλα όμως που κι εκεί όλο κάτι χαζά έρχονται. Η μία θέλει να παντρευτεί. Ωραία, συμφωνώ, αλλά γιατί πρέπει να το μάθω στο δεύτερο ραντεβού και να φρικάρω? Χάθηκε ο κόσμος να το μάθω μετά από μία βδομάδα? Μάλλον θα χάθηκε. Μου τη δίνουν οι άνθρωποι ρε γαμώτο που προσπαθούν να τα πουν όλα με τη μία. Ίσως επειδή το έκανα κι εγώ παλιά, αλλά έτσι ρε παιδιά, δεν θα έχουμε τίποτα να πούμε μετά. Θα κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι. Και πάμε παραπέρα.

Μου αρέσει να φεύγω, γιατί πάντα έχω ένα λόγο. Και μου αρέσει να γυρίζω, γιατί πάλι έχω λόγο. Αυτό που με κουράζει είναι το τι βρίσκω στην επιστροφή. Συνήθως χαλάσματα. Γιατί αυτό που εγώ άφησα χτισμένο όταν έφυγα, η άλλη λόγω μίσους το γκρέμισε. Μα καλά, ένας άνθρωπος δε μπορούσε να βρεθεί που θα άφηνε όλο το οικοδόμημα στέρεο? Γιατί πρέπει να το γκρεμίσεις? Νοίκιασέ το αν δεν το θες για πάρτυ σου, κάντο ξενοδοχείο. Κάνε ό,τι να ‘ναι μ’ αυτό, αλλά να το γκρεμίσεις? Δεν το έχτιζα μόνος μου, μαζί το χτίζαμε. Αυτό σημαίνει ότι ιδιοκτήτες είμαστε κι οι δύο κι ότι ίσως κάποια στιγμή να απαιτήσω τα κεκτημένα μου. Αν βρω χαλάσματα τι να απαιτήσω? Τις πέτρες που σκόρπισες παραπέρα? Όχι ρε κοπελιά, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Από την άλλη βέβαια θα μου πεις «να μην έφευγες μεγάλε». Μα εγώ δεν σου απαγόρευσα να φύγεις αν το θελήσεις, εσύ γιατί μου το απαγορεύεις? Ούτε βέβαια έχω την απαίτηση ο υπόλοιπος κόσμος να αντιδρά και να σκέφτεται όπως κι εγώ. Έχω όμως την απαίτηση να καταλαβαίνει τι λέω και να καταλαβαίνει γιατί αντιδρώ και σκέφτομαι με αυτό τον τρόπο.

Όπως και να ‘χει, το θέμα μου δεν είναι ούτε αυτό. Το θέμα μου είναι απλούστερο. Γιατί πρέπει να είμαστε κάπως οι άνθρωποι? Γιατί πρέπει να κάνουμε πράξη τις προσδοκίες του άλλου? Τι θα πετύχουμε με αυτό τον τρόπο? Θα αλλάξει ο κόσμος? Θα αλλάξουμε εμείς? Ή μήπως θα αλλάξει η γνώμη μας για εμάς, μέσω των προσδοκιών μας από τους άλλους? Το βασικό λοιπόν για όλα αυτά είναι να καταλάβουμε τους εαυτούς μας. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε τους άλλους. Αν όμως καταλάβουμε τους εαυτούς μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην θέλουμε να καταλάβουμε κανέναν άλλο μετά. Γιατί απλούστατα θα γουστάρουμε τόσο πολύ τον εαυτό μας, που οι άλλοι θα φαίνονται μικροί, ασήμαντοι και αδιάφοροι. Κι αν εγκλωβιστείς, την έκατσες. Θα ψωνιστείς τόσο με τον εαυτό σου, που δε θα θες κανέναν. Και σταδιακά θα οδηγείσαι στην απομόνωση. Κι επειδή τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται, το μυστικό είναι ένα: Να προσπαθείς πάντοτε να ξεπεράσεις οποιαδήποτε σκέψη υψώνεται εμπρός σου σαν τοίχος. Να θυμάσαι πως όλοι παλεύουν για κάτι. Ακόμη κι εκείνοι που δείχνουν ότι δε θέλουν τίποτα περισσότερο. Ακόμα κι αυτοί, θέλουν πάντα κάτι νέο. Είναι στη φύση του ανθρώπου, για να μην πω στη φύση του έλληνα.

Δεν ξέρω αν τελείωσα καλά. Δεν ξέρω αν σας αρέσει το συμπέρασμα που έβγαλα. Δε με νοιάζει κιόλας. Τα συμπεράσματα δεν τα βγάζω για να διδάξω κόσμο. Τα συμπεράσματα είναι δικά μου και αφορούν αποκλειστικά και μόνο εμένα. Όποιος τα οικειοποιηθεί και αποφασίσει να τα ακολουθήσει αναλαμβάνει και την ευθύνη. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, μεγάλες αποφάσεις πρέπει να παίρνουμε. Από κει και πέρα, εγώ ευθύνη δε φέρω. Γι αυτό λοιπόν, προτού δοκιμάσετε ή προτού αγοράσετε, να το έχετε σκεφτεί καλά. Γιατί κάποιος μπορεί να ταυτιστεί στη θεωρία, αλλά η πράξη απέχει παρασάγγας. Και όλοι εκεί τα βρίσκουν μπαστούνια.






Υ.Γ.: Δεν είμαι η Πετρούλα, αλλά μόλις τελείωσα!

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με, γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις...


Να ‘μαι πάλι εδώ, να σε αναζητώ μέσα σε ένα πληκτρολόγιο. Να πληγώνω αργά, βασανιστικά τα γράμματα με τις άκρες των δακτύλων μου. Έτσι ακριβώς όπως πάντοτε ποθούσα να αγγίξω το κορμί σου, να γευτώ τα χείλη σου, να φιλάω το λαιμό σου, να αφήνω το χέρι μου να χάνεται μέσα στα μαλλιά σου. Αναζητώ λίγο από το χρώμα των ματιών σου, αναζητώ τις σκέψεις σου, τους μύχιους πόθους. Αφήνω το μυαλό μου να ταξιδεύει πλάι σου, να σε αγγίζει. Να κοιμάμαι και να ξυπνάω μαζί σου, να σε κοιτάζω το πρωί με πρησμένα μάτια, γεμάτα τσίμπλες. Να σε αναζητώ τις νύχτες, καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα στο μπαλκόνι και πίνοντας ό,τι αλκοολούχο υπάρχει στο σπίτι. Αναζητώ τη μορφή σου, τη τόση φευγάτη ματιά σου, τα γέλια σου που πλημμυρίζουν το δωμάτιο. Την λάμψη σου, αυτή τη λάμψη που είναι σα να τη φυλάκισαν οι Θεοί του Ολύμπου λίγο πριν εξοριστούν για πάντα. Λες και ο Δίας σου χάρισε τους κεραυνούς του, ο Απόλλωνας το φως του, η Αθηνά τη σοφία της, ο Άρης τη μαχητικότητά του και η Αφροδίτη (αχ, αυτή η Αφροδίτη) όλη την ομορφιά που μια θεά θα μπορούσε να έχει.

Οι ώμοι σου γυμνοί, ακόμα κι όταν είσαι ντυμένη κάποιο πουλόβερ ή ένα ζιβάγκο. Τα μαλλιά σου να χύνονται πάνω τους, πάντα λυτά. Και τόσο κόκκινα. Τα χέρια σου δεν είναι δυο χέρια που κρέμονται σαν φυσική προέκταση των ώμων ή (ακόμα χειρότερα) σαν μέλη ενός αρτιμελούς ανθρώπου, σχεδόν άχρηστα για τους περισσότερους. Δεν εξαφανίζονται μέσα σε τσέπες παντελονιών ή σακακιών, δεν κρατούν ένα στυλό σαν την Έλλη Στάη ούτε κουνιούνται αδιάφορα. Προσθέτουν ένα τσιγάρο σαν έκτο δάχτυλο, τοποθετούν τα μαλλιά πίσω από το αυτί με αργές, σχεδόν κινηματογραφικές, κινήσεις. Η τελειότητα αποτυπωμένη επάνω σου. Ποιος ζωγράφος δε θα ζήλευε τη μήτρα που σε φιλοξενούσε? Ποιος ποιητής δε θα έκλαιγε αν σε αντίκριζε επειδή ποτέ του δε θα καταφέρει να σε ονειρευτεί? Ποιος συγγραφέας δε θα ήθελε να σε βάλει ηρωίδα, να γράψει το καλύτερό του βιβλίο για σένα? Να σε τοποθετήσει στο πιο ψηλό σκαλοπάτι? Να σε ονομάσει μούσα του?

Ποιος χωροχρόνος σε έκλεψε? Σε ποιο άστρο κρύβεσαι? Ποια νύχτα σε εξαφανίζει? Έλα, βγες στο φως. Φώτισέ μας. Κάνε μας να χαμογελάμε. Δε χρειάζεται να σε αγγίζουμε, δε χρειάζεται να μας κοιτάζεις. Αρκεί να ξέρουμε ότι είσαι εκεί, κάπου κοντά. Απρόσιτη μεν, αλλά τόσο δική μας, τόσο οικεία. Παρούσα κι απούσα συγχρόνως. Με μια σκέψη δίπλα μας, μα αδύνατο να σε αγγίξουμε. Εσύ, το λευκό σκοτάδι. Ο μικρός παιχνιδιάρης πρίγκιπας. Ο λύκος στη στέπα της Ρωσίας. Το πιο σπάνιο λουλούδι στα όρη του Θιβέτ. Μια ανάσα σου, είναι άνεμος δροσιάς, ένα ξεφύσημά σου αναστατώνει τις θάλασσες. Μας καις και μας φουρτουνιάζεις, μας σκορπάς σε ουρανούς, μας φέρνεις πίσω στη γη. Μας κάνεις να πιστεύουμε τα πιο όμορφα παραμύθια, μας διώχνεις τους εφιάλτες. Αναστατώνεις τα όνειρά μας, υγραίνεις τα σεντόνια μας. Σκορπάς μεθυστικά αρώματα στο χώρο. Χαρίζεις την ανάσα σου.

Μακρινή γυναίκα. Αγαπημένη γυναίκα. Ξένη γυναίκα. Ζωντανή γυναίκα. Λαμπερή γυναίκα. Απρόσιτη γυναίκα. Όμορφη γυναίκα. Τρυφερή γυναίκα. Αλλοπαρμένη γυναίκα. Αλλοτινών καιρών γυναίκα. Των μακρινών θαλασσών. Αφιερωμένη σε ανθρώπους που δεν μπορούν να αγαπήσουν. Δε θέλουν να σε νιώσουν. Γυναίκα, χαμένη σε σκέψεις, γυναίκα κρυμμένη σε λάθος σεντόνια. Γυναίκα, που αναζητάς την ευτυχία εκεί που οι άνθρωποι καίνε, σκοτώνουν και βιάζουν. Γυναίκα που ρουφάς ανάστροφες μορφές. Γυναίκα που ερωτεύεσαι εκείνους που δε σε θέλησαν. Μόνο για να έχεις τη χαρά να λες ότι εσύ δε φταις. Γυναίκα που έρχεσαι όταν εμείς λείπουμε, που φεύγεις λίγο πριν έρθουμε. Γυναίκα που δε θέλησες να γίνεις ευτυχισμένη, χαρούμενη. Που κρύβεσαι πίσω από τη σιωπή σου. Γυναίκα απαράμιλλης ομορφιάς. Γυναίκα, που ο μύχιος πόθος σου, λερώνει το σεντόνι σου, τα μαξιλάρια σου, το εσώρουχό σου.

Μη φύγεις. Μη χαθείς. Μην εξαφανιστείς. Μην κρυφτείς. Μείνε εδώ. Δίπλα. Στο δίπλα δωμάτιο. Στο πίσω μέρος του μυαλού. Γνώρισε τις σκέψεις μου. Αναγνώρισε ετούτο το είδωλο στον καθρέφτη. Άγγιξε το όλον μου. Άφησε τα μάτια σου να ταξιδέψουν στο άπειρο. Επέστρεφε στην αγκαλιά μου. Γυναίκα, που κοιμάσαι σε ξένα σεντόνια. Γυναίκα που φοβάσαι να αγαπήσεις πραγματικά. Γυναίκα που δε θα αφεθείς ποτέ σου. Γυναίκα που θέλησες να υπάρχεις για δυο στιγμές, ενώ εγώ σου χάριζα μια ζωή. Γυναίκα που έγινες τόσο διαφορετική από αυτό που η φαντασία μου αποφάσισε να σου δωρίσει. Γυναίκα που ταξιδεύεις στον καιρών τα χαλάσματα. Που ήρθες κι έφυγες για να με κάνεις να μείνω κενός. Ένα άδειο κορμί, να περιφέρομαι σε τούτη τη γη σαν άλλος Ιουδαίος. Να κρύβομαι από τα χρώματα και να αφήνω τον ήλιο να με κάψει. Γυναίκα που με άφησες να σε ζήσω τόσο λίγο, που με έκανες να κλαίω στης Ακρόπολης τα χαλάσματα. Γυναίκα που με ταξιδεύεις κάθε που ξαπλώνεις γυμνή δίπλα μου.

Γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με, γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις. Άσε με μόνο να σε αγγίζω. Να υπάρχω μέσα από σένα. Να αφήνω το δικό μου ένα, να ενώνεται με το δικό σου όλον και να ταξιδεύω με το άρωμά σου. Γυναίκα, που δε σε γνώρισα ακόμα, που δε σε έχω μάθει. Μην με εγκαταλείπεις. Όχι τώρα που καλοκαιριάζει. Μη φεύγεις, τώρα που σύννεφα μαζεύονται στον ουρανό και θα μας πνίξει η βροχή. Γυναίκα των ονείρων μου, γυναίκα της σιωπής, της απουσίας και της θλίψης. Γυναίκα που κρύβεσαι πίσω από το λαμπερό σου βλέμμα, καρυάτιδά μου, σφάλισέ μου τα μάτια σου με ένα σου φιλί κι άσε με να βουλιάξω στο πιο όμορφο όνειρο. Εκεί που μένεις δίπλα μου, που δε φεύγεις. Που με αγκαλιάζεις και με αφήνεις να γελώ και να χαίρομαι. Γυναίκα μου, σε ευχαριστώ για τις όμορφες σκέψεις. Κι ας μην σε άκουσα ποτέ, ας μη σε δω ποτέ, ας μη σε γνωρίσω. Αρκεί που υπάρχεις. Σε ευχαριστώ...

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Λάθος ραντεβού σε λάθος καφενεία...


Είναι τόσος καιρός που γράφω σε αυτό το blog, που έχει τον γενικό τίτλο «Αιτίες φευγιού» και μόλις σήμερα κατάλαβα ότι δεν έχω μιλήσει ποτέ για τις πραγματικές αιτίες. Πάντα μιλάω για το μετά, για το πριν, για το τώρα, αλλά ποτέ δεν μίλησα για όλα εκείνα που οδήγησαν στο οποιοδήποτε φευγιό. Ούτε βέβαια έκανα ποτέ λόγο για τα συναισθήματα του «ηττημένου» ή του νικητή. Έχοντας πάντα ως επιλογή να μένω στην πλευρά των χαμένων, να συμπορεύομαι με αδικημένους, ξέχασα να δω ποιοι ήταν οι πραγματικοί αδικημένοι. Μέσα στο μικρό μου μυαλουδάκι νόμιζα ότι χαμένος είναι αυτός που μένει πίσω και προσπαθεί να ακολουθήσει τα ίχνη και τα σημάδια του παρελθόντος. Όμως εδώ είναι κι η ουσία. Ο νικημένος δεν ψάχνει να βρει ουσιαστικά το γιατί έχασε, αλλά γιατί δεν κέρδισε. Δεν ακολουθεί την ιστορία για να δει τα λάθη της ήττας του, αλλά για να δει τα όπλα του «αντιπάλου», να καταλάβει πως αποκρούστηκαν οι δικές του επιθέσεις κι ίσως έτσι να αποκτήσει κι εκείνος τα οπλικά συστήματα του αντιπάλου ή τις άμυνές του.

Είμαι αστείος, ε? Γράφω τόση ώρα για όπλα, αμυντικά συστήματα, επιθέσεις, νικητές και ηττημένους και μιλάω για τις σχέσεις, τις ανθρώπινες σχέσεις. Τις ερωτικές επαφές. Έτσι γίναμε, έτσι καταλήξαμε. Να βλέπουμε το άλλο φύλο σαν έναν αντίπαλο, τον οποίο πρέπει να κατατροπώσουμε, να νικήσουμε. Μα έτσι είναι οι σχέσεις? Έτσι είναι οι άνθρωποι? Αυτό θέλουμε από τους άλλους? Εκδίκηση? Κι αν ναι, γιατί? Επειδή του δώσαμε συναισθήματα? Ε, και? Μήπως εκείνος δεν τα ανταπέδωσε. Ο κάθε ένας από εμάς, δίνει στον βαθμό που θέλει (γι αρχή), που μπορεί (για συνέχεια) και όταν μάθει ότι αγαπώντας κάποιον, δεν έχει τίποτα να χάσει, τότε χαρίζει και τον κόσμο του (η ολοκλήρωση). Όλοι μας ψάχνουμε να βρούμε την αδελφή ψυχή, το άλλο μισό. Μερικοί το ειρωνεύονται, αλλά το ζητάνε κατά βάθος. Ίσως με τους πιο λάθος τρόπους, αλλά σημασία έχει η ουσία, το αποτέλεσμα. Η ολοκλήρωση ενός ανθρώπου υπάρχει όταν δεν είμαστε μόνοι μας, όταν έχουμε και κάποιον δίπλα μας να αντέχει τον εαυτό μας όπως κι εμείς τον δικό του.

Δε θα μιλήσω για λουλούδια, για βεγγαλικά και για λέξεις. Όλα αυτά είναι junk food για μύτες, μάτια και αυτιά. Θα μιλήσω για εκείνα που δεν μπορούμε να μυρίσουμε, να δούμε και ν’ ακούσουμε. Τη στιγμή που όλες οι αισθήσεις κοιμούνται και το μοναδικό πράγμα που λειτουργεί είναι το υποσυνείδητο (ζητώ συγγνώμη για την αλλαγή του ασυνειδήτου κύριε Freud). Τη στιγμή που η αντίληψη είναι αφιερωμένη στην ταινία, ή στο τραγούδι και τα σώματα εκφράζουν τις δικές τους λέξεις, βλέπουν αυτά που τα μάτια αρνούνται να αντικρύσουν, εκείνα που το στόμα δεν γεύεται. Σα να βλέπεις ένα θριλερ και στην πιο τρομαχτική σκηνή να γαντζώνεσαι από τον άλλο, για να σε προστατεύσει, από έναν ηθοποιό που δεν σε ξέρει και που δε θα σε γνωρίσει ποτέ. Ποιος νους όμως, είναι τόσο δυνατός ώστε να αντιληφθεί εκείνα που στη συνέχεια θα επιλέξει να αρνηθεί? Σαν τον Πέτρο κι εμείς, πρώτα αρνούμαστε τρεις χιλιάδες φορές κι έπειτα δεχόμαστε, παραδεχόμαστε και τολμάμε.

Η ζωή είναι σα νόμος του Μέρφυ. Σα να δίνεις λάθος ραντεβού σε λάθος καφενεία. Όλα έρχονται τη στιγμή που δεν τα περιμένεις και που είσαι ανίκανος να τα δεχτείς, ανήμπορος για να τα καταλάβεις, αναίσθητος για να τα νιώσεις. Εξηγείς τις πράξεις όλων των άλλων, το πώς κινούνται, τι κάνουν, πως νιώθουν, μα εσύ, είσαι τόσο μικρός για να καταλάβεις τον εαυτό σου. Λες άλλα από αυτά που θες να πεις και νιώθεις άλλα από εκείνα που νομίζεις. Το τι είμαστε δεν το βλέπουν πάντα οι άλλοι και απέχει παρασάγγας από αυτό που επιθυμούμε να γίνουμε. Θέλει υπερπροσπάθεια, να πηδήσεις εμπόδια, να προχωρήσεις πολύ περισσότερο. Να δεχτείς ότι εσύ δεν είσαι το κέντρο του κόσμου. Ούτε καν για τη μάνα σου. και να προχωρήσεις έτσι, προς τη δική σου ολοκλήρωση. Αφήνοντας πίσω άγραφους νόμους, ανήθικες αυταπάτες και ουτοπικές ηθικές. Ο κάθε ένας από εμάς δεν είναι αυτό που δηλώνει ούτε αυτό που ονειρεύεται. Είναι εκείνα που αφήνει τους άλλους να δουν κι εκείνα που οι άλλοι νομίζουν ή φαντάζονται.

Είμαστε απλά τα πιόνια, ανάλογα με τις ορέξεις μας, με τις διαθέσεις μας. Είμαστε παρόντες μέχρι ο άλλος να αντιληφθεί κάτι περισσότερο. Αν γίνουμε ανοιχτό βιβλίο, τρομάζουμε τους άλλους. Αν πάλι κλειδωθούμε μόνοι μας, τους αποκόβουμε. Θέλει σύνεση, αντοχές και πίστη. Όχι στους άλλους ούτε στον Θεό. Μα πάνω απ’ όλα στα δικά μας συναισθήματα. Να τα αμφισβητούμε πάντα και πάντα να βρίσκουμε έναν ακόμη λόγο για να καταρρίψουμε την όποια αμφισβήτηση. Να επιχειρηματολογεί η καρδιά απέναντι στη λογική και ποτέ το αντίστροφο. Κι αν κάποια στιγμή νομίζουμε πως ο άλλος θέλει το κακό μας, αρκεί να καταλάβουμε ότι θέλει λίγο περισσότερο καλό για τον εαυτό του. Κι αν το έχουμε και θέλουμε να το δώσουμε, γιατί να μην το κάνουμε? Αν όχι, ας του δείξουμε και μετά βλέπουμε. Ένας διάλογος λύνει τα πάντα. Ακόμα κι ένας διάλογος με τον εαυτό μας. Τι κι αν ξεφεύγουμε από το θέμα? Οι απαντήσεις κρύβονται πίσω από την λογική. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι για ακόμα μία φορά δεν μίλησα για καμία αιτία φευγιού.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Χρώματα κι αρώματα...


Να ‘μαι ξανά εδώ. Στα πιο γνώριμά μου μονοπάτια. Εκεί που δεν φοβάμαι να μιλήσω, που δεν φοβάμαι μην ακούσω την ηχώ του εαυτού μου. Εκεί που δεν φοβάμαι μήπως κάποιος απαντήσει. Κι αν απαντήσει, δεν έχω λόγους να αρχίσω και διάλογο μαζί του. Για άλλη μια φορά με κυκλώνει ο στίχος του Λειβαδίτη. Ναυαγισμένα καράβια, σκέψεις που μαίνονται. Είναι κι εκείνη η ρήση, που κυκλώνει τις απαντήσεις: Αν αποτύχεις δεύτερη φορά, τότε αυτό είναι το στυλ σου. Οι αποτυχίες, τα ψέματα, οι ανασφάλειες. Οι φόβοι που άφησα να με κυριεύσουν. Πότε έγινε αυτό? Νομίζουμε ότι αλλάζουμε, αλλά επιστρέφουμε πάλι στην αρχή. Αν δεν ξεπεράσεις εκείνα που σε κυνηγούν, πάντα ο ίδιος θα είσαι. Τα ίδια λάθη θα κάνεις. Τα ίδια ψέματα θα λες. Τις ίδιες αλήθειες θα κρύβεις. Πάντα ο εαυτός μας θα μας κυνηγάει και πάντα από εκείνον θα κρυβόμαστε. Τα θέλω μας, τα πρέπει μας, τα «όχι» και τα «ίσως» που ξεστομίζουμε. Είμαστε αυτοί που δείχνουμε? Είμαστε οι επιθυμίες μας? Είμαστε τα λάθη μας? Οι αποτυχίες μας? Αν δεν βουτήξεις βαθιά μέσα σου, δε θα μπορέσεις να αναδυθείς ξανά.

Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται τυχεροί. Κάποιοι άλλοι άτυχοι. Όλοι μας όμως, έχουμε ζήσει άσχημες και όμορφες στιγμές. Όλοι μας έχουμε χάσει ανθρώπους που αγαπήσαμε. Είτε έφυγαν είτε «έφυγαν». Εκείνους που χάθηκαν για πάντα τους αφήνω να μπαινοβγαίνουν στο μυαλό μου. Άνθρωποι που λάτρευα, που τους αισθάνθηκα τόσο κοντά μου: Ο Αντρέας, η Φιλιώ κι η Βίκυ, η Μαρία. Όλοι χάθηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Από την άλλη είναι κι όλοι εκείνοι που αποφάσισαν να φύγουν. Δίκασαν, αποφάσισαν και εκτέλεσαν. Ο καθένας για το δικό του καλό. Για το δικό του καλό. Για το δικό του καλό? Αυτοί οι άνθρωποι σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι δολοφόνος, εγκληματίας, ψεύτης, κάθαρμα. Κι όμως, όση οργή κι αν σου βγαίνει, αν κάποιος της βγάλει τα αγκάθια, θα βρει ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο. Αυτό που η φύση έφτιαξε με τόση τελειότητα και το άφησε μόνο του, να μεγαλώσει, να φυτρώσει όπου εκείνο μπορεί και να προστατευθεί. Μα πάντα θα υπάρχει εκείνος ο άνθρωπος που θα το κόψει, για να το χαρίσει κάπου αλλού.

Γιατί να μην μπορώ να συμφιλιωθώ με τους ανθρώπους? Με τον Ηλία, τον Λάμπρο, τον Φίλιππο, την Ελένη. Γιατί να τρέχω πίσω για να τους βρω? Γιατί να μην μπορώ να συνεχίσω πιο κάτω, να πάω παραπέρα? Το παρελθόν με κατατρέχει. Μια μάνα που με έπνιγε με την αγάπη της, ένας πατέρας που ήθελε να γίνονται τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, ένας βιαστής αδερφός. Συγγενείς που έκριναν με βάση αυτό που νόμιζαν. Μα πάνω απ’ όλους, ένα κατασκότεινο εγώ, που κυριαρχούσε μέσα μου, χωρίς ελπίδες. Οι φόβοι με κυρίευσαν, τους άφησα να με κάνουν ό,τι θέλουν, να υπάρχουν για πάντα παρόντες. Εμμονές που δεν θέλησα να ξεπεράσω, να αποφύγω. Το δύσκολο δεν είναι να ακούσεις τους φόβους σου και να νικήσεις την ελπίδα, το δύσκολο είναι να πιστέψεις στο αδύνατο, στο ακατόρθωτο, σε εκείνη τη φωνούλα που ουρλιάζει νυχθημερόν κι εσύ προσπαθείς να την κάνεις να σωπάσει. Ελπίδα την λένε, σαν την ξαδέρφη μου, σαν την αδερφή του παππού μου.

Ανοίγονται δρόμοι μπροστά μου κι εγώ τους κλείνω γιατί έτσι έμαθα. Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου τώρα πια όμως. Τι πάει να πει έτσι έμαθα? Καιρός να ξεμάθω. Να αρχίσω κάτι άλλο, κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Να αφήσω πίσω την μαυρίλα και να προχωρήσω προς εκείνα τα χρώματα που πάντα με χαροποιούσαν. Στον κήπο του Επίκουρου θα φυτρώσουν τριαντάφυλλα, όλων των ειδών κι όλων των χρωμάτων. Κόκκινα, κίτρινα, λευκά, ροζ. Θα γεμίσει χρώματα, χρώματα κι αρώματα. Θα έρθει και μια κοπέλα, θα ξαπλώσει δίπλα μου και όταν της πω «σε αγαπάω», θα την ακούσω να μου απαντάει κι εκείνη «κι εγώ σε αγαπάω κι ας είμαστε τόσο ίδιοι και τόσο ανόμοιοι».

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Δεν είναι αργά για θαύματα...


-Την είδες την βροχή? Ήρθε πάλι ο χειμώνας. Κι εμείς μείναμε στην σιωπή να χαϊδεύουμε τα αυτιά μας και να αφουγκραζόμαστε την άνοιξη. Την άνοιξη που ακόμα και τώρα, που ο Απρίλης χάνεται στο φως των κεριών της ανάστασης, εκείνη δεν λέει να έρθει. Και παραμένεις άμοιρος και άγνωστος περιπατητής του μοναδικού σου φόβου. Ακούς τις καμπάνες; Νιώθω σαν το σήμαντρο. Έτσι, να χτυπιέμαι πάνω στο κρύο μέταλλο και να με ζεσταίνει με τους ήχους του. Εκείνο όμως κρύο και άψυχο, σαν μέταλλο. Βλέπεις τα φώτα στο δάσος; Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται. Ψάχνουν να βρουν τον Ιούδα. Μα εκείνος φέτος δεν θα προδώσει τον Χριστό. Βαρέθηκε τόσα χρόνια να είναι ο προδότης. Έτσι λοιπόν δεν στοιχειοθετείται κατηγορία εναντίον του. Λες να βρεθεί άλλος προδότης; Αλίμονο. Ο κόσμος διψάει για προδοσία αλλά απεχθάνεται τους προδότες. Ακούς τις φωνές των παιδιών? Χαίρονται τον λίγο ήλιο που πηγάζει από μέσα τους. Παίζουν και νιώθουν την χαρά. Είναι παιδιά μα σε κάποια άλλη μεριά του κόσμου τα ίδια παιδιά θα μπορούσαν να είναι άντρες.

~Τα τελευταία χρόνια ο χειμώνας διαδέχεται τον ίδιο του τον εαυτό. Μόλις τέλειωσε και μπήκε ένας νέος, πιο βαρύς. Έβγαλες τις κουβέρτες από τη ναφθαλίνη; Τα χαλιά τα έστρωσες; Τα χειμωνιάτικα ρούχα να βγάλεις από το μπαούλο. Μην ξεχάσεις να πλέξεις και αρκετά πουλόβερ για τα παιδιά. Τα περσινά τα έσκισαν στο παιχνίδι τους. Πλέξε κι ένα για μένα. Εδώ πάνω στο καμπαναριό κάνει πολύ κρύο. Και οι φλόγες των κεριών δεν με φτάνουν. Έχω αγωνία. Πες μου, τι γίνεται με τον Ιούδα? Θα τον προδώσει τον Χριστό?

-Κοίτα κάτω στα χωράφια. Τα παιδιά μαζεύουν άχερα. Θα γεμίσουν τον Ιούδα και μετά θα τον κάψουν. Κάτι μου λέει ότι φέτος δεν θα παίξουν. Δεν έχει κάψιμο του Ιούδα φέτος στο χωριό. Άκουσα ότι ο παπάς το έμαθε και δεν θα την κάνει την ανάσταση φέτος. Άσχημο πράγμα να σου γκρεμίζουν τον θεό. Γκρεμίζονται όσα πιστεύεις. Μα ο παπάς του χωριού δεν πίστευε πουθενά. Ένας κερδοσκόπος ήταν. Ένας μέθυσος που όταν έμπαινε στην εκκλησία θυμόταν ότι κάποτε έκαιγε κι εκείνος τον Ιούδα και τώρα σταυρώνει τον Χριστό για να τον αναστήσει.

~Έχω άσχημα νέα γέρο μου. Έμαθα ότι ο Χριστός έδωσε τριάντα αργύρια στον Ιούδα για να μην τον προδώσει. Φοβούνται οι θεοί. Χάνουν την θέση τους στον ουρανό. Σειέται ο θρόνος τους. Θα πέσουν και θ’ ανέβουν άλλοι θεοί. Κι εκείνοι μετά δύο χιλιάδες χρόνια θα πέσουν.

-Η εκκλησία γέμισε κόσμο. Μεγάλη Πέμπτη και ο Χριστός απόψε πρέπει να σταυρωθεί. Αλλιώς εγώ θα γίνω ένα παλιοσίδερο που θα το πετάξουν και θα το στοιβάξουν μαζί με άλλα να σκουριάσει. Κι όταν πλέον αποφασιστεί ότι είμαι παντελώς άχρηστο θα με λιώσουν και θα μου δώσουν άλλη μορφή. Δεν θα βγάζω πια ήχο. Δεν θα έχω μέσα μου την μουσική. Θα είμαι ένα μπρίκι για τον καφέ εκείνου που δεν πρόδωσε τον Χριστό. Τα παιδιά μάζεψαν τα άχερα και ετοίμασαν τον Ιούδα. Λες εκείνος να προδώσει τελικά τον Χριστό? Λες τα παιδιά να χαρούν και φέτος το παιχνίδι τους? Ο χειμώνας δεν λέει να φύγει. Κάθομαι εδώ πάνω και κουρνιάζω στην αγκαλιά του σκοινιού. Μα εκείνο με απεχθάνεται γιατί, λέει, είμαι άγγελος κακών ειδήσεων. Κι εγώ που είχα την εντύπωση ότι είμαι ο άγγελος της αλήθειας? Γκρεμίζουν ακόμα και τον δικό μου θεό. Κατάλαβα. Φέτος δεν θα γίνει η σταύρωση. Φέτος τα παιδιά δεν θα τον κάψουν τον Ιούδα.

~Ξύπνα. Ώρα για δουλειά. Τον σταύρωσαν τον Χριστό. Ο Ιούδας πληρώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό για να τον προδώσει. Τα παιδιά καίνε τον Ιούδα. Οι θεοί δεν έπεσαν. Νίκησαν. Κι εγώ; Γιατί νιώθω νικημένος? Όλοι είναι χαρούμενοι. Ο Χριστός σταυρώθηκε. Σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί. Ο Ιούδας δεν έγινε προδότης. Θα έχει ψηλά το κεφάλι. Οι θεοί παραμένουν θεοί. Τα παιδιά καίνε τον Ιούδα. Ο παπάς είναι πλέον περισσότερο σεβάσμιος στο χωριό. Ήρθε και η άνοιξη. Και το σκοινί να με κοιτάζει με οίκτο και να μου λέει ότι είμαι πολύ συναισθηματικός. Γιατί νομίζω ότι ο δικός μου θεός έχει γκρεμιστεί; Γιατί κανείς δεν με έπεισε ότι ο Χριστός σταυρώθηκε, ότι ο Ιούδας τον πρόδωσε, ότι δίκαια θα τον κάψουν τα παιδιά? Γιατί η μουσική που βγάζω μου μοιάζει ψεύτικη? Είμαι κρεμασμένος και δεν πεθαίνω. Χίλια πεντακόσια χρόνια κρεμιέμαι και ζω. Δεν είμαι άνθρωπος? Τι είμαι? Τι? Η καμπάνα? Και γιατί σου μιλάω? Γιατί οι αλήθειες μου μοιάζουν ψεύτικες?