Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Να 'ρθεις να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα...

Έξω έβρεχε. Εκείνος εντελώς ξαφνικά αποφάσισε να περπατήσει στη βροχή, μήπως έτσι ξεπλύνει το νου του και καθαρίσει από τις σκέψεις. Ντύθηκε στα γρήγορα. Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ένα παλιό σκισμένο τζιν που το είχε για να βάφει, μια γκρι μπλούζα, το πράσινο στρατιωτικό τζάκετ του πατέρα. Βγήκε έτσι έξω στη βροχή. Μπήκε στο ψιλικατζίδικο της γωνίας κι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Συνήθως έκανε καπνό, έστριβε τσιγάρα γιατί του άρεσε η χαρά της δημιουργίας. Ήθελε κι εκείνος να νιώσει το θεό. Τώρα όμως οι σκέψεις ήταν καταρρακτώδεις, σαν τη βροχή, και το στρίψιμο δεν θα τον γέμιζε χαρά. Τα έτοιμα τσιγάρα ήταν η εύκολη λύση, όπως ήταν όλες του οι λύσεις τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε διάθεση να κόψει τις γέφυρες. Όχι τώρα τουλάχιστον.

Προχώρησε έτσι στη βροχή. Με αυτές τις σκέψεις να τον πλημμυρίζουν. Ξάφνου αναδύθηκαν κι άλλες. Η βροχή δεν κατάφερε να ξεπλύνει. Η σημερινή του λύση, γύρισε μπούμερανγκ. Αναδύθηκαν κι άλλες, σκέψεις που νόμισε ότι είχε αφήσει πίσω, ότι τις είχε προσπεράσει. Αντί να ξεπλυθούν, σα φελλοί ανέβηκαν στην επιφάνεια. Κοίταξε τους ανθρώπους γύρω του, τα αυτοκίνητα που περνούσαν χωρίς να νοιάζονται αν βρέχουν κάποιους ανθρώπους. Τις μηχανές που έτρεχαν στους βρεγμένους δρόμους. Μια ζητιάνα μόνο έστεκε στη θέση της. Ένιωσε τόσο κοντά της. Σήμερα δεν ήταν θεός, σήμερα ήταν κι εκείνος ένας ζητιάνος. Σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα. Κοίταξε για λίγο την αντανάκλασή του στο τζάμι, μετά κοίταξε το παντελόνι του και το τζάκετ του πατέρα. Συνέχισε να περπατάει.

Έφτασε σε ένα σταυροδρόμι. Η καταρρακτώδης βροχή είχε δημιουργήσει μια τεράστια λίμνη. Ένας πεζός ήταν αδύνατο να τη διασχίσει. Δεν τον ένοιαξε. Μπήκε μέσα. Τα παπούτσια του χάθηκαν στα νερά. Πέρασε απέναντι νιώθοντας υγρά τα πόδια του. Ο νους του γύρευε να ξεπλυθεί. Εκείνος γύρευε να ξεκαθαρίσει τα πάντα. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα και το ρούφηξε δυο-τρεις απανωτές φορές. Τώρα ένοιωθε φυσιολογικός σαν τους άλλους. Ένας καθημερινός άνθρωπος που περιμένει να τελειώσει η βροχή, σαν τόσους άλλους. Δίπλα του ήρθε ένα κορίτσι. Στάθηκε κοντά του, τον κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα κοίταξε μπροστά, σα να περίμενε τη σειρά της σε μια ανύπαρκτη ουρά. Γύρισε και την κοίταξε. Τα μαλλιά της κόκκινα, βρεγμένα, τα νύχια της βαμμένα μαύρα, τα μάτια της είχαν ένα λαμπερό πράσινο χρώμα. Γύρισε κι εκείνη και τον κοίταξε. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται. Τα βλέμμα τους συναντήθηκαν εκεί, κάτω από ένα υπόστεγο. Κανείς δε μιλούσε, απλά κοιτάζονταν.

«Κατερίνα», του είπε και πρόταξε το χέρι της για μια τυπική χειραψία. «Αλέκος», απάντησε κι εκείνος σφίγγωντας το χέρι της. «Να σου πάρω ένα τσιγάρο», τον ρώτησε, «τα δικά μου βράχηκαν». Έβγαλε το πακέτο και της το έδωσε. Με αργές κινήσεις έβγαλε το τσιγάρο, το έφρε στο στόμα της, το άναψε και του επέστρεψε το πακέτο. Έμειναν να κοιτάζουν τη βροχή. Πρώτη εκείνη κάθισε στο πεζουλάκι. Χτύπησε απαλά το χέρι της στο μάρμαρο χαμογελώντας του, «κάθισε», του είπε, «έχουμε πολλά να πούμε νομίζω». Κάθισε δίπλα της και έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο από το πακέτο του. «Ναι, η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο», του είπε και τον έπιασε αγκαζέ. «Μίλα μου λοιπόν, πες μου τι σε έκανε να βγεις έτσι στη βροχή. Εκτός κι αν είσαι ντροπαλός και θες να μιλήσω πρώτα εγώ», συνέχισε. Από το μυαλό του πέρασαν όλες οι γέφυρες που ήθελε να γκρεμίσει, όλες οι πόρτες που ήθελε να κλειδώσει, όλες οι σκέψεις που αναδύθηκαν ξαφνικά, τα χρέη στις τράπεζες, οι δόσεις.

«Νιώθω βουτηγμένος σε μια λάσπη από σκέψεις. Έχω ναυαγήσει εδώ μέσα. Νιώθω να ζω μια παρατεταμένη εφηβεία, σα να μην έλυσα ποτέ μου τίποτα». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα χείλη του. Εκείνος την κίταζε στα μάτια. «Το ξέρεις ότι έχεις υπέροχα χείλη», του είπε. Εκείνος παραξενεύτηκε. «Ναι, είμει απότομη, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κρατάω τις σκέψεις μου, αν δεν τις εξωτερικεύσω θα τρελαθώ». «Εγώ θαρρώ ότι τρελάθηκα», της απάντησε. «Όχι καλέ μου, αλλά να ξέρεις ότι είσαι σε καλό δρόμο, αν αυτό ζητάς», του είπε χαμογελώντας. «Κι εγώ για να βραχώ βγήκα, να ξεπλύνω τις σκέψεις μου, τον εαυτό μου, αυτή τη βρομιά που ζω καθημερινά», του είπε και συνέχισε, «δεν ψάχνω λύσεις πια. Μου αρκούν οι σκέψεις μου, να μαζεύω τα προβλήματά μου σε ένα καλάθι και να μην τα λύνω».

Την κοίταζε. Το μυαλό του έμεινε στις λέξεις της. Πιο πέρα έβρεχε, πιο δυνατά, χωρίς ρυθμό, χωρίς μουσική. «Νιώθω σα να είμαι σε ένα τρένο με έναν άγνωστο συνεπιβάτη. Σε ένα τρένο που κόλλησε μέρες τώρα εδώ, σε ένα τρένο που έμεινε σφηνωμένο στις ράγες και περιμένουμε κάποιον να το ξεσφηνώσει. Μα δε με νοιάζει κι αν δε φύγω ποτέ. Μου αρκεί αυτή η αναμονή. Μου αρέσει αυτή η αναμονή. Σα να περιμένω να έρθει η σειρά μου σε κάτι μεγάλο, αληθινό και γεμάτο. Σε κάτι που θα με κάνει διάσημη». Ξανακοίταξε μπροστά της και δε συνέχισε. Κοίταξε κι εκείνος μπροστά του. Το απέναντι πεζοδρόμιο είχε πλημμυρίσει. Τα μάτια του έκλεισαν κι έγειρε το κεφάλι του στα τζάμι. Εκείνη τον κοίταξε και πέρασε το χέρι της στο χέρι του, εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του. Ακούμπησε πάνω του, στους ώμους του, έκλεισε τα μάτια της κι έμειναν έτσι.

Εκείνος άρχισε να σφυρίζει ένα σκοπό κι εκείνη τραγουδούσε «να ρθείς να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα». Άρχισαν να τραγουδούν μαζί. Ό,τι εκείνη ξεχνούσε το συμπλήρωνε αυτός και συνέχιζε. Όταν κουραζόταν αναλάμβανε εκείνη. Τελείωσαν και κοιτάχτηκαν. «Μου αρέσεις», της είπε. Του χαμογέλασε και κοίταξε μπροστά ακουμπώντας πάλι στον ώμο του. Εκείνος δε σάλεψε, έμεινε να την κοιτάζει. Νιώθοντας τα μάτια του πάνω της έκανε να τον αφήσει, της άρπαξε το χέρι, να την κρατήσει κοντά του. Τον κοίταξε. Τα μάτια του έλαμπαν. Εκείνος έσκυψε, εκείνη ανασηκώθηκε. Πλησίασαν τα χείλη τους χωρίς να ενωθούν, άφησαν μόνο τις ανάσες τους να μπλεχτούν. Σφραγισμένα μάτια, σφραγισμένα χείλη και μπλεγμένες ανάσες. Δε μίλησαν, έμειναν έτσι. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του, εκείνος της τα έσφιξε, ένιωσε τους χτύπους της, εκείνη τους δικούς του. Ξαφνικά τα χείλη τους ενώθηκαν και άρχισαν να φιλιούνται.

Δυο λεπτά μετά σταμάτησαν. Τον κοίταξε χαμογελώντας του. Την κοίταξε κι εκείνος. «Ακόμα περιμένεις να σε ξεπλύνει η βροχή», τον ρώτησε. «Ακόμα περιμένεις να περάσεις απέναντι», της απάντησε. «Πέρασα και κάτι μου λέει ότι η βροχή σε ξέπλυνε κι εσένα». Της χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι εκείνη. «Ωραία», του είπε, «τώρα πρέπει να περάσουμε πραγματικά απέναντι και να ξεπλύνουμε τις σκέψεις σου». Σηκώθηκαν έτσι αγκαζέ και πέρασαν απέναντι. «Έλα να μοιραστούμε τα πάντα», της είπε, «τις αναμονές σου, τις σκέψεις μου, τα άπλυτά μας». «Και τις δόσεις μας», του είπε και του χαμογέλασε. «Κάτι μου λέει ότι απόψε θα κοιμηθείς όμορφα», του είπε λίγο αργότερα ενώ περπατούσαν στον δρόμο κι ο ήλιος έσκαγε μύτη μέσα από τα σύννεφα. «Όχι», της είπε, «δε θα κοιμηθώ όμορφα, αλλά αν μη τι άλλο, έχω λόγους να κάνω όμορφες σκέψεις»!

Και που να φανταστεί κάποιος ότι αυτοί οι δύο βγήκαν για να νιώσουν μόνοι. Ίσως πιο μόνοι...

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Which side are you on boys?

Δυστυχώς (ή ευτυχώς) οι επιλογές μας είναι αυτές που καθορίζουν την υπόλοιπη ζωή μας. Όταν επιλέγεις να θάψεις όνειρα και να κάνεις συμβάσεις για το μέλλον της οικογένειας που έχεις σκοπό να δημιουργήσεις, χάνεις την ουσία του ίδιου σου του εαυτού. Όταν προσπαθείς να αλλάξεις το είναι σου, καταφέρνεις να μπερδευτείς μέσα σε ιδέες και δεδομένα που ανακυκλώνονται από πάππου προς πάππου. Το αποτέλεσμα είναι πάντα καταστροφικό. Αυτή η καταστροφή όμως οδηγεί σε νέους δρόμους, οι οποίοι, αρκετές φορές, είναι πλέον ευκολοδιάβατοι, γιατί τώρα έμαθες τρόπους να αποφεύγεις τα δύσκολα. Όλες τις αλλαγές πρέπει να τις δεχόμαστε με χαρά, γιατί οι αλλαγές είναι που δίνουν νέα ουσία και νόημα στην ζωή μας.

(Οι γονείς είναι σαν τα κρεμμύδια: Αν τους ξεφλουδίσεις θα βρεις πολλά στρώματα, αν τους φας καίνε και μετά μυρίζεις από μακριά, αν τους τηγανίσεις γλυκαίνουν κι όταν τους καθαρίζεις κλαις...)

Υπάρχουν φορές που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, στο γνωστό σταυροδρόμι που βρέθηκε κι ο Ηρακλής με την Αρετή και την Κακία. Εκεί λοιπόν είναι που πρέπει να διαλέξουμε τον δρόμο που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία, αυτό που οι βουδιστές ονομάζουν νιρβάνα και οι χριστιανοί παράδεισο. Μετά λύπης μου θα σας ενημερώσω πως δεν υπάρχει κανένα από τα δύο. Όχι μόνο δεν υπάρχει παράδεισος, κόλαση και νιρβάνα, αλλά δεν υπάρχει ούτε καν το σταυροδρόμι. Η Αρετή και η Κακία μας εγκατέλειψαν χρόνια τώρα και εμείς ποτίζουμε με ψαυδαισθήσεις τους εαυτούς μας ότι υπάρχει το σταυροδρόμι. Κύριοι, κυρίες μου, όποιον δρόμο κι αν διαλέξετε, κωλόδρομος θα είναι, γεμάτος στροφές, πολύ στενός, έτσι που δεν θα περνάει άλλο αυτοκίνητο και θα πρέπει ο ένας από τους δύο να κάνει στην άκρη. Και μη νομίζετε ότι μετά θα ανοίξει. Όχι, απλά θα τον έχετε συνηθίσει. Συγγνώμη, θα τον έχουμε συνηθίσει...

(Όλα έρχονται όταν δεν είσαι εκεί. Το πρόβλημα είναι πάντα το σωστό timing...)

Bαρέθηκα την κριτική σας. Τα "γιατί" σας, τα "πως" και τα "έτσι" σας. Βαρέθηκα το τίποτα που νοιώθετε κάθε που θυμάστε τον άμοιρο εαυτό σας. Βαρέθηκα τα "εγώ ήμουν" κι "εγώ έκανα". Βαρέθηκα την κάθε άσχετη προϊστορία που κουβαλάτε πίσω σας νομίζοντας ότι γίνατε αυτοί που γίνατε επειδή το αξίζατε. Βαρέθηκα να σας βλέπω να κοιτάτε στον καθρέφτη και να χαμογελάτε όταν εκείνος σας μουτζώνει. Βαρέθηκα να δικαιολογώ τις μίζερες, κομπλεξικές αντριδράσεις σας. Βαρέθηκα να οπισθοχωρώ για το δικό σας βήμα. Βαρέθηκα να σας βλέπω να ξερογλύφετε αποφάγια που άλλοι πέταξαν στο πιάτο σας για να σας δώσουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι σας χάρισαν κι εσείς να τους ευγνωμονείτε εφ' όρου ζωής. Βαρέθηκα τα "γιατί αυτός κι όχι εσύ", γιατί απλούστατα αυτός δεν είχε κάποιον μαλάκα πάνω από το κεφάλι του να του ζαλίζει τ' αυτιά με τα δικά του "πως" και "γιατί". Βαρέθηκα, γι αυτό GET THE FUCK OUT OF HERE...

(Μου γαμάτε που μου γαμάτε την μέρα, δεν το κάνετε και λίγο δημιουργικά?)

Μην μου πατάτε την ψυχή μου. Πάρτε τα πόδια σας από κει. Μην αλωνίζετε σα να 'ταν το λιβάδι σας. Εδώ γεννιέται και πεθαίνει το εγώ μου, μην το βρωμίζετε. Μην μου γαμάτε την κραυγή μου, μην τρυπώνετε στα αποκαΐδια μου και μην παίρνετε εκείνα που φύλαξα θυσαυρό στην ζωή μου. Μην κόβετε το νήμα της σκέψης και των συναισθημάτων μου σα να σας ανήκει. Τίποτα δεν σας ανήκει, τίποτα δεν μας ανήκει. Δεν ήρθαμε εδώ για να έχουμε, ήρθαμε για να είμαστε...

(Συγγνώμη που δεν άκουγα τις κραυγές σου...)

Κάποιοι αποφάσισαν πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο. Να σκύβουμε το κεφάλι, να λέμε "ναι" στην μαλακία που τους δέρνει, να είμαστε έτσι όπως αυτοί θέλουν για τον απλούστατο λόγο ότι χθες η γυναίκα τους δεν τους έκατσε ή γιατί όταν μικροί είχε πεθάνει το λαγουδάκι του ξαδερφού του μπάρμπα του μπατζανάκι τους και τους δημιούργησε ψυχολογικό τραύμα. Πρέπει με λίγα λόγια λοιπόν, να συμπεριφερόμαστε όπως αυτοί γουστάρουν, γιατί στα μάτια σου βλέπουν το παιδί που θα ήθελαν να έχουν. Ρε σκατοκαριόλες, αυτός είμαι και αν σας αρέσω, αν δεν σας αρέσω GOODBYE LENIN...

(A, ρε γαμημένη ελευθερία. Στο όνομά σου σκλαβωνόμαστε οι υπόλοιποι...)

Το χειρότερο πράγμα στην ζωή είναι να μην έχεις δέκα γαμημένα λεπτά την ημέρα για να χαλαρώσεις και να ηρεμήσεις από την ένταση της ημέρας. Που θα μου πας ρε κόσμε, θα σε αλλάξω είτε το θες είτε όχι. Πολλά λόγια λέμε, τα περισσότερα ψεύτικα. Τα πιο αληθινά τα λένε τα τραγούδια. Κι είναι εκείνες οι ώρες που νιώθεις ένα μαχαίρι να βγαίνει βίαια από την πληγή. Και τότε σε πονάει περισσότερο. Γαμημένη ζωή. Γαμημένε θάνατε. Εσύ που αποφασίζεις άδικα ποιον θα πάρεις μαζί σου και ποιον θα αφήσεις. Γαμημένο νήμα, που κόβεσαι μεμιάς κι αφήνεις άφωνους και άναυδους τους λοιπούς, όχι συγγενείς, μα φίλους και μαθητές. Γαμημένη Άτροπος, με το δικό σου ψαλίδι θα κόψω το δικό σου νήμα και τότε θα δούμε ποιος είναι πιο μάγκας. Γαμημένες αναμνήσεις.

(Format ή reset? Reset ή format?)

Όταν ξεφτυλίζουμε κάποιον το κάνουμε δημόσια, μπροστά σε όλους, για να δουν τι ωραία που τον ξεμπροστιάζουμε. Όταν του ζητάμε συγγνώμη τον πηγαίνουμε απόμερα, να μην μας βλέπουν που χαμηλώνουμε το βλέμμα μας, να μην μας βλέπουν την ώρα της ντροπής.

(Όταν σε ένα μέρος της γης χτίζεται μια φιλία σε ένα άλλο πεθαίνουν άλλες πέντε. Άδικη ανταλλαγή...)

Μου την δίνει όταν μερικοί άνθρωποι προσπαθούν να σε πείσουν ότι το ποτήρι δεν είναι ποτήρι. Όχι ρε φίλε, δεν είναι. Είναι μια στιγμή έμπνευσης του υαλοπώλη, του υαλοποιού, του επιχειρηματία και του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει. Άντε μου στο διάολο βραδιάτικα, μην ακούσεις κανένα μαρξιστικό υπονοούμενο, παπάρα...

(Ουφ, ξεθύμανα, σαν προχθεσινή κοκα κολα!)

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Προπαντός μη δειλιάσεις...


Από τη μια ένας κόσμος μίζερος, βρεγμένος, ξεθωριασμένος. Τρέχει να προλάβει τους πάντες και τα πάντα, το στόμα του ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα, μιλάει λες και ουρλιάζει. Κόρνες μπλεγμένες με ήχους φρένων συνήθως, αλλά κάποιες φορές υπερκαλύπτονται από τα beat της νέας hip-hop-μόδας, αναταράζουν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Όχι βέβαια αυτή των νεοελλήνων, αλλά εκείνη των απελευθερωτών. Η πλατεία μόνο Σύνταγμα δε φέρνει. Εγώ στο παράθυρο των MacDonalds καταναλώνομαι καταναλώνοντας ένα chickenburger και προσπαθώ να θυμηθώ πότε πέρασα τη νοητή γραμμή μου, πότε άλλαξα τα όρια, πότε άνοιξα την πόρτα.

Από την άλλη, ένας κόσμος λαμπερός, χάνεται σε συναυλίες, σε τσιπουράδικα, ροκάδικα, μεταλάδικα και όλα τα εις άδικα. Το έντεχνο αναμοχλεύεται με το τζαζ υπό τις μυρωδιές του γλυκάνισου. Το άδικο παρέα με το άνισο. Ο ουρανός παραμένει μπλε, τα σύννεφα βαράνε υπερωρίες και ο ήλιος πηγαινοέρχεται από τη μια μαυρίλα στην άλλη. Η μάνα κοιμάται στο δωμάτιο, ο Ρίκο τρώει τα σποράκια του, εγώ στον υπολογιστή, αναμοχλεύω και πάλι το πάθος, το λάθος και το βάθος. Μόνο η Σκιάθος μένει ξεκρέμαστη στη νοητή ευθεία του Άθου.

Ο πατέρας έγινε μια φιγούρα σε κουρνίζα, με ένα χαμόγελο που στέκει σα βαλτωμένος στρατιώτης. Η ίδια φωτογραφία σε κάθε σημείο, λες και οι αναμνήσεις είναι μόνο αυτό το χαμόγελο. Το σπίτι θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Η γιαγιά ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Λέω να βγω, να αλλάξω παραστάσεις. Μα η πόλη είναι ίδια τα τελευταία τρία χρόνια. Χαζεύω το παρελθόν μου. Ευτυχώς που τα γραπτά μένουν, γιατί αλλιώς...

Η Αγγελική παζαρεύει το μυαλό της. Το χιούμορ της είναι το όπλο της. Μικρές δόσεις κακίας διανθίζουν το κείμενό της. Τόσο μικρές, που ο άλλος πρέπει να είναι γατόνι για να τις ξεθάψει. Έμαθε να ξεχνάει κι ας ισχυρίζεται ότι ξέχασε όσα έμαθε. Φεύγει κι επιστρέφει. Γράφει και σβήνει. Ο Άλεξ γέμισε κοτσιδάκια, ενώ μπροστά μου ένας πίνακας με φρούτα έχει την υπογραφή του. Ο ήλιος τρυπωνει απ’ όπου βρει. Δε θυμάται, δε θέλει να θυμάται. Τα όνειρα επέστρεψαν. Σε λιγό θα φανούν κι οι εφιάλτες. Προπαντώς μην τους ξορκίσεις. Γράφτους, μην τους ξεχνάς. Τι κι αν πονούν. Ο πόνος πάντα θα βρίσκει μια χαραμάδα να τρυπώσει, το ίδιο κι η κατάθλιψη. Κι αν σου κατσικωθεί την έκατσες. Θα γίνεις φίλος της χωρίς να το καταλάβεις.

Η Ελένη διωγμένη. Η σκιά του κακού παραμονεύει. Δε θέλει πολύ για να ξετρυπώσει. Ένα τσακ και θα εμφανιστεί. Προπαντός μη δειλιάσεις. Παρηγοριά στον άρρωστο. Η ρίζα του κακού. Όταν θα θέλω κάποιον να κατηγορήσω –πέρα από εμένα- θα τη φωνάζω. Δε θα ακούει, αλλά δε με νοιάζει. Ξέρω ποιος φταίει. Τι κι αν δεν το λέω. Τουλάχιστον το δέχομαι. Το τηλέφωνο σωπαίνει. Πρώτα τους διώχνεις και μετά τους καλείς. Το χειρότερο είναι ότι περιμένεις να είναι παρόντες όποτε εσύ το θες. Λες κι είναι ρομποτάκια. Ναι, αλλά εσύ γιατί είσαι? Μη μου πεις ότι είσαι ο μαλάκας της υπόθεσης! Έχω δει πολλούς μαλάκες στην υπόθεση κι εσύ απέχεις παρασάγγας.

Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα? Πόσες φορές ακόμα θα τριβελλίζεις το μυαλουδάκι σου? Πάνε, τελειώσαν αυτά. Το ξέρεις εδώ και καιρό. Άηντε παρακάτω λοιπόν και μη μας τα κάνεις ζέππελιν. Ερωτεύεσαι δήθεν σε μια νύχτα και περιμένεις ο άλλος να το δεχτεί. Τι λε ρε φίλε? Πως την είδες πάλι? Τα όρισες όπως ήθελες και τώρα περιμένεις να σε ακούσουν? Αλήθεια? Κι ο άλλος τι είναι? Σε ξαναρώτησα, ε? Μάλλον δε θα μου έδωσες απάντηση. Αλλά γιατί να τη δώσεις? Σάμπως ξέρεις κι εσύ?

-Δε γαμιέται, θα πάω για καφέ...
~Εμ, δε γαμιέται, γι αυτό θα πας για καφέ...

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Στα παλιά βιβλία του πατέρα...

Δεν έχω πολλά να σου δώσω. Τα χρόνια μου μοιάζουν σα να τα έζησε κάποιος άλλος. Άλλος διεκδικούσε και ζητούσε, άλλος έψαχνε, ένιωθε, δεχόταν κι έδιωχνε. Εγώ έστεκα απόμερα και τον παρατηρούσα ή κάποιες άλλες φορές έπαιζα σαν παιδί με τα παιχνίδια μου σε μιαν άκρη. Οι μέρες κύλησαν έτσι, που πλέον, δεν αναγνωρίζω ούτε εκείνον που είχε τη δύναμη να δεχτεί ούτε εκείνον που είχε την αφέλεια να παίζει. Δυο ξένοι στην ίδια πατρίδα, δυο άγνωστοι στο ίδιο σώμα. Και τώρα πρέπει να τους συμφιλιώσω με τέτοιο τρόπο, που να μπορέσουν να δεχτούν κι άλλους ξένους. Ξένους που δεν τους διάλεξαν, αλλά τους κατσικώθηκαν, όπως μας κατσικώνεται η κατάθλιψη ή η ανασφάλεια. Δεν έχω λοιπόν πολλά να σου δώσω και πλέον, είμαι σίγουρος, ότι κι εσύ δεν μπορείς να δεχτείς το δικό μου τίποτα.

Μη με ρωτήσεις πότε το συνειδητοποίησα όλο αυτό. Μπορεί να ήταν πριν ένα μήνα, μπορεί να ήταν πριν ένα χρόνο. Δε θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι το δέχτηκα σε μια στιγμή. Όταν φτάνοντας στο σπίτι σε είδα να χάνεσαι. Πολλά δεν ήθελα να δεχτώ στη ζωή μου και προσπαθούσα πεισματικά να χωθώ σε εκείνα που με απέρριπταν. Λες κι έτσι θα κέρδιζα το μερίδιο που μου άρμοζε. Κέρδισα άλλα πράγματα, αλλά όχι αυτό. Κέρδισα στιγμές, μνήμες. Κέρδισα συναισθήματα που μετατράπηκαν σε λέξεις, έστω και την τελευταία ημέρα. Κέρδισα ένα «σ’ αγαπάω» που δε θα ξεχάσω. Αυτό το «σ’ αγαπάω» που αναζητούσα όλα αυτά τα χρόνια δίπλα σου, το έβλεπα στα μάτια σου, το ένιωθα όταν μου έφερνες τσιγάρα ή πλήρωνες τις δόσεις του αυτοκινήτου, αλλά δεν το άκουσα από τα χείλη σου, παρά μόνο την τελευταία στιγμή.

Συνειδητοποιώ ότι όλα είναι στιγμές. Μικρές στιγμές που περνούν και χάνονται κι εμείς οφείλουμε να τις κάνουμε πάντα καλύτερες. Στιγμές που τις αναζητούμε, αλλά μερικοί είμαστε τόσο βλάκες που δεν τις αναγνωρίζουμε όταν εκείνες έρχονται. Στιγμές που τις ξαναζώ ζωντανεύοντάς τις είτε μέσω της μνήμης είτε μέσω μιας άλλης παροδικής στιγμής. Σταματώ για τσιγάρο εκεί που μείναμε όταν ήμουν δύο χρονών, λίγο πριν τον Υψηλάντη. Σκέφτομαι όλες τις φορές που περνούσαμε χρόνια μετά και το φώναζα σα χαρούμενο παιδί. Αυτή η στιγμή, του σήμερα, διαρκεί όσο ένα τσιγάρο. Διαρκεί όσο διαρκούσε και το όραμά σου, τότε που γεννήθηκε η Αρετή. Αυτή η φαντασίωση, που τότε αρνήθηκα να αποκωδικοποιήσω και σήμερα τρελαίνομαι να την ακούω από τη μάνα μου.

Όλα στιγμές είναι πατέρα. Στιγμές που αφήσαμε να φύγουν και άλλες που τις δεχτήκαμε απλόχερα. Στιγμές ήταν. Όπως η στιγμή που έφυγες. Μια στιγμή στο τίποτα. Όπως η στιγμή που έζησες. Μια στιγμή στο τίποτα. Όπως τα ταξίδια που κάναμε. Μια στιγμή στο τίποτα. Όπως τα καλοκαίρια στο τροχόσπιτο, στην Κύμη, στη Λειβαδιά, στο Λόγγο, στα Καμένα Βούρλα. Όλα μια στιγμή στο τίποτα είναι. Κι εμείς, μέσα σε αυτό το τίποτα προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Να αξιοποιήσουμε το τίποτα. Άλλοι δεν ενδιαφέρονται, κάποιοι πιο ρομαντικοί τα καταφέρνουν. Είμαι σίγουρος ότι εσύ ανήκες στους δεύτερους. Κατάφερες μέσα σε αυτό το τίποτα να κάνεις οικογένεια, να μεγαλώσεις παιδιά, να φτιάξεις σπίτια. Μα πάνω απ’ όλα κατάφερες να είσαι αγαπητός, ακόμα κι όταν σε πιάνανε τα στραβά σου.

Δεν ξέρω αν κατάφερα να δεχτώ τον χαρακτήρα σου. Δεν ξέρω αν θα τον δεχτώ τα επόμενα χρόνια. Δεν ξέρω αν θα αφήσω να περάσουν οι μέρες και οι μήνες μέχρι να σου ξαναμιλήσω. Με ξέρεις. Αφήνω τη ζωή μου να εξελίσσεται σα φτερό στον άνεμο. Πάντα είχες μια σιγουριά για μένα, αλλά στο τέλος στα ανέτρεπα όλα. Είτε ήταν καλά είτε κακά τα αποτελέσματα. Όσο ζούσες ήθελα να σε κατηγορώ. Έδινες στους άλλους απλόχερα και σε μένα τίποτα. Πλήρωνα τα σπασμένα άλλων. Να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Και το μόνο που ήθελα ως αντάλλαγμα ήταν να παίξω λίγο με αυτό το φίδι, να το γνωρίσω ρε γαμώτο. Αλλά ούτε αυτό δεν κατάφερνα. Το ταλέντο μου ήταν να ξελασπώνω άλλους ή να την πληρώνω γι άλλους.

Καμάρωνες, αλλά δεν το έβλεπα πάντα. Η απληστία με έκανε να ζητώ περισσότερα. Κι αντί να τα διεκδικώ, νευρίαζα σε σένα που δεν τα έδινες. Τώρα σε κοιτάζω, στέκεσαι δίπλα από ένα τριαντάφυλλο και φορώντας το δερμάτινο μπουφάν σου και το αγαπημένο σου καπέλο. Χαίρομαι που όταν έπρεπε να με εμπιστευθείς το έκανες, χαίρομαι που αφέθηκες σε μένα τη μέρα που έπρεπε. Χαίρομαι που δεν πνίγηκες από το συναίσθημά σου. Λυπάμαι που σε έφαγε αυτή η γαμημένη αρρώστια τόσο γρήγορα. Λυπάμαι που δεν καταλάβαμε τίποτα νωρίτερα. Λυπάμαι που κι εγώ σου είπα ότι σε αγαπάω την τελευταία στιγμή, που άφησα εσένα να κάνεις το πρώτο βήμα. Κλείνοντας θέλω να σου ζητήσω μια χάρη: εκεί που θα ‘σαι, ψάξε να βρεις τον Ανδρέα, θα τον γνωρίσεις, είχε μουστάκι κι αυτός, όπως είχες κι εσύ κάποτε, μόνο που σε εκείνον πήγαινε. Θα κρατήσω όλες αυτές τις στιγμές και όλα όσα μου έμαθες. Καληνύχτα πατέρα!

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών...


Αναζητώ. Σημαίνει ψάχνω. Σημαίνει ψάχνομαι. Σημαίνει έψαξα. Σημαίνει θα ψάξω. Δεν παίζει ρόλο αν βρήκα κάτι και τι είναι αυτό. Σημασία έχει τι κάνω. Ενεργητικό ρήμα δηλαδή. Δεν είναι σαν το σκοτώνω. Το σκοτώνω δηλώνει αποτέλεσμα. Ότι δηλαδή, αφαιρώ μια ζωή. Άρα, το δικό μου ενεργητικό ρήμα, μετατρέπεται αυτόματα σε παθητικό. Δηλαδή, εγώ σκοτώνω, σημαίνει ότι κάποιος σκοτώθηκε. Όμως, δεν μπορείς να πεις σκοτώθηκα και να το εννοείς κυριολεκτικά. Γιατί η παθητική ερμηνεία του ρήματος, δε γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Κι όμως, το ρήμα υπάρχει κι αν θέλουμε να το κλίνουμε οφείλουμε να ξεκινήσουμε από το πρώτο πρόσωπο. Η αντίθεση αυτών των δύο ρημάτων είναι εμφανής. Όμοια είναι και η αντίθεση του ερωτεύομαι και του αγαπώ. Εδώ όμως, οι διαφορές τους είναι σαφώς δυσδιάκριτες.

Όταν λες ερωτεύομαι, εκφράζεις ένα συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που σε οδηγεί στις πιο παράλογες πράξεις. Δε διαλέγεις ποιον θα ερωτευθείς. Απλώς τον ερωτεύεσαι. Μπορεί να έχει επάνω του κάποια στοιχεία που να είναι αυτά που ποθείς στον κάθε ένα, αλλά αν ψάξεις τη σύνδεση με το παρελθόν, δεν είναι εκείνα που θα σε οδηγήσουν στο γιατί είσαι ερωτευμένος με τον ένα ή με τον άλλο. Ερωτεύεσαι λοιπόν, αυτό το ακαθόριστο, αυτό το αχανές μυστήριο, που θα καταλήξει είτε σε ένα καλό κρεβάτι και τίποτα παραπάνω είτε σε ένα πολύ καλό κρεβάτι και πάρα πολλά παραπάνω. Το θέμα όμως, δεν είναι τι θα επακολουθήσει. Το θέμα είναι ότι ο έρωτας είναι μια φούσκα, έτοιμη να σκάσει ανά πάσα στιγμή. Σαν τον ακροβάτη που ισορροπεί στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών. Κι όπως κάθε ακροβάτης σε εκείνο το σκοινί –ή την ταράτσα εν προκειμένω- είναι μόνος του. Ο ερωτευμένος μόνος του παλεύει, μόνος του κερδίζει και μόνος του χάνει. Συνοδοιπόρος ουδείς. Τραυματιοφορείς, δύο. Ιατρός ένας. Το μόνο που κάνει είναι να τον ανακάμψει ή να διαπιστώσει απλώς το θάνατο του ακροβάτη.

Αυτός ο έρωτας σε αναζωογονεί. Όταν είσαι υπό την επήρειά του νομίζεις ότι μπορείς να πετύχεις τα πάντα. Τα πάντα ή τίποτα. Δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα όμως. Σημασία έχουν τα γεγονότα. Μπορείς να προσπαθήσεις να κερδίσεις τα πάντα με άδικους τρόπους, καταπατώντας ελευθερίες, φυλακίζοντας συναισθήματα. Μπορείς να είσαι δίκαιος, να ανοιχτείς, να ρισκάρεις. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ίδιο και στις δύο περιπτώσεις ή –ακόμα χειρότερα- οξύμωρο και στις δύο περιπτώσεις. Μέσα από την αδικία δηλαδή, μπορεί να κερδίσεις πολλά, ενώ μέσα από τον δίκαιο δρόμο να τα χάσεις όλα. Οι ερωτευμένοι, ζουν σε ένα κύκλωμα ψευδαισθήσεων. Ένα τηλέφωνο την ώρα που σκέφτεσαι το αντικείμενο του πόθου σου και η τρέλα της φαντασίωσης επιβιώνει. Ένα δώρο απλό για το εν λόγω αντικείμενο –ή υποκείμενο- και αναγεννάσαι. Ο έρωτας, είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων. Άλλοι τον νιώθουν, άλλοι όχι. Τον επιζητούν όλοι και ελάχιστοι είναι οι τυχεροί που θα τον κερδίσουν άπαξ και διαπαντός. Κι αυτοί οι τελευταίοι, οι τυχεροί, κερδίζουν μαζί και την δύναμη της αγάπης. Εκείνης της αγάπης που μας κάνει να νιώθουμε πλήρεις, ασφαλείς.

Η αγάπη είναι ο αντίποδας του έρωτα. Ένα συναίσθημα που κρύβει πάμπολλες δυνάμεις. Όταν σε αγαπούν μπορείς να κινηθείς εύκολα μπροστά, να κάνεις βήματα ή άλματα. Η αγάπη σε οδηγεί σε εκείνο το συναίσθημα όπου η ζωή είναι μια εύκολη περιδιάβαση. Σου σκάνε δυσκολίες, αλλά δε νοιάζεσαι. Τις ξεπερνάς εν μία νυκτί σχεδόν. Γιατί ο άλλος, έχει τη δύναμη και την αντοχή να σε αγαπάει γι αυτό που είσαι. Και μερικές φορές, αν είσαι πάρα πολύ τυχερός, να σε αγαπάει παρότι είσαι αυτό που είσαι. Αυτό το τελευταίο δεν είναι μόνο σπάνιο, αλλά συγκρίνεται μόνο με την αγάπη της μάνας. Και σε αυτό το τελευταίο εξηγούνται πολλά οιδιπόδεια συμπλέγματα, αλλά δεν είναι του παρόντος. Η αγάπη λοιπόν, είναι μια κατάσταση ενεργοπαθητική. Αγαπώ, σημαίνει ότι εκφράζω ένα συναίσθημα δυνατό. Η αγάπη κρύβει χίλιους θανάτους. Αγαπάς και σκοτώνεσαι. Ερωτεύεσαι και ανασταίνεσαι. Οι ερωτευμένοι ή όσοι έχουν περάσει από μία ερωτική απογοήτευση ανασταίνονται μόνο μέσω άλλων ερώτων. Αυτή που χάνουν αγαπημένους, ζουν έναν αιώνιο θάνατο. Κοιμούνται και ξυπνούν με το φάντασμα μέσα τους. Δεν ξεχνούν, ποτέ. Δεν γιατρεύονται. Ο αγαπημένος βρίσκεται κάπου αλλού, ακόμα κι αν είναι εν ζωή. Και μερικές φορές, όταν είναι εν ζωή δηλαδή, πρέπει μέσα τους να τον θάψουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν. Πρέπει να βιώσουν τις μικρές συνθήκες θανάτου, ενός εικονικού θανάτου, αν θέλουν να μπορούν να αγαπήσουν. Κι όταν στον δρόμο συναντήσουν τον άλλο, θα τον προσπεράσουν, κοιτάζοντας το απέναντι πεζοδρόμιο ή κάνοντας ότι δένουν τα κορδόνια τους.

Αγαπώ ή αγαπάω, όπως είναι πιο όμορφο ηχητικά, σημαίνει ανέχομαι, σιωπηρά και χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθώ. Ανέχομαι, γιατί το γουστάρω, όπως γουστάρω εσένα κι εσύ εμένα. Ανέχομαι, γιατί το σημείο καμπής της ζωής μου, είσαι εσύ. Με σένα όλα αρχίζουν και τελειώνουν όταν εσύ φεύγεις. Αν εσύ φύγεις, θα κλείσει ο κύκλος μου. Δε θα μπορώ να συνεχίσω να ζω με όσα σε θυμίζουν και δε θα μπορείς να συνεχίσεις να ζεις με όσα με θυμίζουν. Χωρίζουμε τους δρόμους μας και επιβιώνουμε ο ένας χωρίς τον άλλο. Μαθαίνουμε να επιβιώνουμε. Και μάλιστα χωρίς να το θέλουμε. Γιατί κάποια στιγμή, καταλαβαίνουμε, πως όλα όσα μάθαμε, είναι δυναμικές κατασκευές, που κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν και το οικοδόμημα αυτό να μετατραπεί σε κάτι άλλο, χωρίς την άδεια του σχεδιαστή.

Αν ο έρωτας είναι το αναζητώ, τότε η αγάπη δεν μπορεί να είναι το σκοτώνω. Αν όμως η αγάπη είναι το αναζητώ, τότε μόνο ο έρωτας μπορεί να είναι το σκοτώνω. Όποιος ερωτεύεται έχει σκοτώσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό και την αναζήτηση της αγάπης. Μόνο όταν αγαπάς μπορείς να βρεις και μόνο όσοι αγάπησαν κατάφεραν να βρουν. Δε θα βγεις αλώβητος, όλη αυτή η αναζήτηση θα σου αφήσει κάποιο κουσούρι, που τώρα αδυνατείς να δεις ή να κατανοήσεις, μα στο μέλλον θα το αναγνωρίσεις χωρίς καν να χρειαστεί να το ψάξεις. Κι αυτοί που τότε σε φτύνανε, σήμερα θα σε καλοδεχτούν, γιατί εσύ κατάλαβες ότι το τίποτα υπάρχει, ακόμα κι όταν κάποιοι άλλοι δεν το είδαν ποτέ, γιατί δε θέλησαν ή γιατί δεν μπόρεσαν. Σημασία έχει ότι εσύ το κατάλαβες. Κι αφού κατάφερες να το καταλάβεις, καλό κουράγιο!

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου...


Θες να παίξουμε? Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου! Ξέρεις, όπως ο Αναγνωστάκης, όπως το τραγούδι σε εκείνη τη σειρά που κι οι δυο λατρεύαμε! Θα σου χαρίσω και μια σειρά από λουλούδια. Θα σου χαρίσω και γκοφρέτες. Θα σου φτιάξω να φας κρέπες και ξαπλωμένοι στο κρεβάτι θα δούμε μια ταινία. Δεν έχει σημασία ποια ταινία. Αξία θα έχει εκείνη που θα μας κάνει να αγκαλιαστούμε. Τι κι αν είναι θρίλερ, τι κι αν είναι μια ρομαντική χαζο-αμερικανιά, τι κι αν είναι κωμική. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Κι εμείς, όταν τελείωνε η ταινία, αγκαλιαζόμασταν. Δεν ξέρω γιατί. Ή μάλλον ξέρω, αλλά δε θέλω να στο ομολογήσω, όπως κι εσύ δε θες να ομολογήσεις όσα νιώθεις μέσα σου. Έλα λοιπόν να παίξουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι. Ένα κυνηγητό ή ακόμα καλύτερα, ένα κρυφτό πίσω από τις λέξεις. Όχι εκείνες που κρυβόταν κι ο αντιπαθέστατος ήρωας στο τραγούδι των Olympians, αλλά σε εκείνες που κρυβόμασταν εμείς. Πίσω από ρήματα κι επίθετα, πίσω από ουσιαστικά άνει ουσίας.

Έλα λοιπόν να παίξουμε. Δε θα κάνω ζαβολιές, ακόμα κι αν εσύ φιλάς με ανοιχτά τα μάτια και με δεις να κρύβομαι. Δε με νοιάζουν αυτά, άλλα πράγματα είναι πιο σημαντικά για μένα. Έλα λοιπόν! Είμαι σίγουρος ότι το παρελθόν δε μπορεί να αλλάξει, όσο κι αν το θέλουμε, μα το παρόν είναι εδώ και το μέλλον, αβέβαιο, όπως πάντα. Τι μας νοιάζει όμως εμάς? Εμείς ξέρουμε πως να ξεφεύγουμε μέσα στους καβγάδες μας. Εμείς πάντα μαλώνουμε σα σκυλιά και πάντα τα βρίσκουμε σαν πιγκουίνοι. Τους θυμάσαι τους πιγκουίνους, ε? Εκείνο τον φτερωτό, τον fluffy, που λάτρευες και λάτρευα. Θα σου φτιάξω μια νύχτα μαγική, με κεριά, με αρώματα, με χρώματα, με μουσικές, με εικόνες. Μια νύχτα που δε θα θες να ξεχάσεις, που θα θυμάσαι, που θα ονειρεύεσαι όταν κοιμάσαι, που θα την κρατάς στο χέρι σου σε κάθε δύσκολη στιγμή. Τέτοια νύχτα θα ζήλευαν κι οι καλύτεροι παραμυθάδες. Είμαστε κι εμείς τέτοιοι. Από τους καλύτερους. Όχι από αυτούς που κρύβονται πίσω από τα παραμύθια, αλλά από εκείνους που φανερώνονται μέσα από αυτά.

Έλα λοιπόν! Η νύχτα θα μας φανερώσει τα μυστικά της, θα μας αποκαλύψει εκείνα τα διαγγέλματα που εμείς δεν τολμήσαμε να ακούσουμε. Θα μας πάρει από το χέρι και μέσα από στοές υγρές θα μας περάσει προς το νέο κόμσο. Όχι εκείνο που κάνει παρέα στη Νέα Σμύρνη, αλλά αυτόν που εκτείνεται κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια. Τι κι αν φοβηθήκαμε? Ούτε οι πρώτοι είμαστε ούτε οι τελευταίοι. Όλος ο κόσμος φοβάται, όλοι φοβούνται. Μα τους φόβους πρέπει στην άκρη απόψε να τους αφήσουμε. Ποιος δε φοβάται στην αρχή? Όπως μετά το τέλος μοιάζεις χαμένος σε έναν κόσμο που δεν ήθελες να βρεθείς, έτσι και στην αρχή κυριεύεσαι από πανικό, επειδή θα μπεις σε έναν κόσμο που δεν ξέρεις. Κι εκεί θα ξεκινήσουν τα ερωτήματα. Αν δεν είναι αυτό που θέλω, αν μου κρύβει πράγματα, αν είναι σαν τον προηγούμενο? Κάθε κόσμος είναι διαφορετικός. Μπορεί να υπάρχουν κάποιες ελάχστες ομοιότητες, μα η ουσία τους απέχει πολύ.

Έλα! Δε σε φοβάμαι. Ούτε εσύ φοβάσαι τώρα πια εμένα. Ξεγυμνωθήκαμε από φόβους και μπορούμε τώρα πια ελεύθεροι να αγκαλιαστούμε, να γελάσουμε και να κλάψουμε. Μπορούμε ήρεμοι να οδηγηθούμε σε εκείνο που ονομάζεται "ελευθερία". Έτσι όπως μόνο εμείς οι δύο τη νιώσαμε και την καταλάβαμε. Έλα λοιπόν να παίξουμε. Κι αν αυτή τη φορά κάνουμε λάθη, θα ξέρουμε πως να τα χειριστούμε. Γιατί εμείς, μόνο με τα λάθη μαθαίνουμε. Να με συγχωρείς ότν σου φωνάζω, να σε συγχωρώ όταν νευριάζεις χωρίς λόγο. Κι αν μερικές φορές καθηλωθήκαμε σε πίσω από τα τείχη μας περιμένοντας τον εχθρό να ορμήξει, εκείνες τις φορές νιώσαμε ότι τα λάθη θα μας έπνιγαν, αλλά αργότερα καταλάβαμε ότι μας έπνιξε ο πανικός κι οι φόβοι. Έλα, θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου...

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ευγνωμοσύνη!


Όταν ο κλοιός στενεύει, επιστρέφεις στα δεδομένα. Αποφεύγεις τις κακοτοπιές, προτιμάς τους σταθερούς χώρους, τους συγγενείς, τους φίλους που είχες ξεχάσει, την πόλη που γεννήθηκες. Σου φαίνεται καλύτερο το να περιφέρεσαι στα σοκάκια που ξέρεις παρά σε άγνωστες λεωφόρους. Κι όμως, αυτή είναι η πρώτη αυταπάτη που σε πετάει έξω από το όνειρό σου. Αν αφεθείς σε αυτό το flashback τότε βουλιάζεις στον ίδιο λάκκο από τον οποίο πολεμούσες να βγεις. Συνηθισμένο θα μου πεις. Δεν αντιλέγω. Όμως αν η συνήθεια σε πλακώσει, τότε δεν ξεφεύγεις εύκολα, θέλεις δύναμη και προσοχή. Μερικές φορές μετράει το πρώτο βήμα, το οποίο είναι και το δυσκολότερο, για να απελευθερωθείς. Η φυλακή της συνήθειας σε ωθεί να αντισταθμίσεις τα πράγματα, να αναθεωρήσεις απόψεις, όνειρα, ιδέες, ακόμα και τους ανθρώπους που επιλέγεις να έχεις γύρω σου. Και τότε αρχίζουν τα delete. Διαγράφεις φίλους, πρώην γκόμενες, διαγράφεις γνωστούς, συναδέλφους. Σε γενικές διαγράφεις, όπως διαγράφεις κάποιους άσχετους και άκυρους φίλους από το facebook. Και τότε νιώθεις να έχεις ξεφύγει λιγάκι.

Όταν εσύ όμως κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει. Κι έτσι όλα εκείνα που σχεδίαζες ανατρέπονται εν μία νυκτί. Νιώθεις τα χτυπήματα δεξιά κι αριστερά με τέτοια δύναμη που δε μπορείς να αντισταθείς ούτε καν να τα ανεχτείς. Και πονάς μέχρι να ματώσεις μέχρι να μελανιάσεις, αφήνεσαι και σε αυτά. Μα έρχεται κάποια στιγμή που συνηθίζεις στον πόνο, όπως συνήθισες την πόλη που γεννήθηκες και σηκώνεσαι και αντιστέκεσαι. Αρχίζεις να χτυπάς κι εσύ, απομακρύνοντας έτσι τους βασανιστές σου. Κι εκεί υπάρχει άλλη μία παγίδα στην οποία δεν πρέπει να αφεθείς: όταν εκείνοι φύγουν, εσύ έχεις την επιλογή να κάτσεις και να χτίσεις εξαρχής ό,τι γκρεμίστηκε ή να πας σε άλλη πόλη και να χτίσεις εκεί ό,τι ποθείς να έχεις. Η πρώτη επιλογή είναι ασφαλέστερη, αλλά οι διώκτες σου, θα έρθουν να γκρεμίσουν πάλι ό,τι έχτισες. Κρατάς λοιπόν τη δεύτερη επιλογή, αυτή του φευγιού και πας αλλού, όχι σε καλύτερες συνθήκες, αλλά εκεί όπου εσύ μπορείς να «μεγαλουργήσεις».

Το θέμα είναι να ξέρεις τις δυνατότητές σου, να ξέρεις τι μπορείς να κάνεις, τι μπορείς να φτάσεις. Κι αν τα ξέρεις αυτά, τότε είναι πιο εύκολο να προσεγγίσεις τα όνειρά σου. Αρκεί στην πορεία να μη χαθείς, γιατί αυτός είναι ο μόνος κίνδυνος που κρύβουν οι ανοιχτοί δρόμοι. Αν μείνεις σταθερός στο όνειρο και ξεπεράσεις τις δοκιμασίες, αν το στομάχι σου αντέξει τις απορρίψεις που σε χτυπάνε νυχθημερόν, τότε βγαίνεις σίγουρος για εκείνα που ήθελες, αναδύεσαι χωρίς τη βοήθεια αναπνευστήρα. Δεν είναι δύσκολο ούτε θέλει ιδιαίτερη εκπαίδευση, αντοχή θέλει, πίστη στον εαυτό σου, καινούριες ιδέες και χαλαρή διάθεση. Να κάνεις όσα κάνεις, σα να είναι το χόμπυ σου. Να μη νιώθεις φυλακισμένος στην υποχρέωση, να είσαι ελεύθερος στην κατανόηση. Αυτός είναι ο λαβύρινθος του μυαλού, αυτά είναι τα σκοτάδια που πλησιάζουν ανυπόμονα, αυτές είναι οι λύσεις που ξεφυτρώνουν μέσα από τα όνειρα. Δε θα το αντιληφθείς ποτέ, αλλά η αναζήτηση της ελευθερίας, το κυνήγι της νέας ιδέας, η προσμονή της τελειότητας, είναι αέναα, δε θα σταματήσουν ποτέ κι εσύ θα κινείσαι μαζί με αυτή τη γη, όπως δισεκατομμύρια άνθρωποι σαν εσένα. Μπορεί να σε κουράσει, αλλά μπορεί και να σου αρέσει τελικά. Πρέπει μόνο να ξέρεις σε ποια χώρα ζεις και ποιες είναι οι καιρικές συνθήκες που ορίζουν την καθημερινότητά σου.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Αθήνα, που μιλάς για επανάσταση...


Αθήνα, πόλη της ιστορίας, του αρχαίου πολιτισμού, της φιλοσοφίας. Στα αρχαία χρόνια ήσουν το κέντρο του πολιτισμού. Έχτισες Παρθενώνες που στέκονται ακόμη και που τους θαυμάζουμε κάθε που θυμόμαστε την αρχαία μας «ταυτότητα». Περπατάμε σε δρόμους που ίσως κάποτε περπάτησε ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης, ο Περικλής, ο Φειδίας. Σε σένα αναφέρονται όλοι εκείνοι που κοροϊδεύουν τους πολίτες και θέλουν να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα. Τα αρχαία σου επιγράμματα διδάχτηκαν και διδάσκονται στα σχολεία από φωτεινούς παντογνώστες δασκάλους, που μόνη όρεξη έχουν να βγάλουν εις βάρος των παιδιών, των μαθητών, όλη τους τη μιζέρια και την κατήφεια. Μαθαίνουμε αρχαία, ιστορία, φιλοσοφία μόνο επειδή το επιβάλλει η διδακτική ύλη κι όχι επειδή υπάρχει η περίπτωση να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

Αθήνα, πόλη του σκυλάδικου, των λαμόγιων και των αστέγων. Οι κοινωνικές ανατροπές έγιναν ένα μάθημα ιστορίας που ίσως κάποιοι το γράψουν στις πανελλήνιες. Δε μάθαμε γιατί λυτρωθήκαμε από τους τούρκους και τους γερμανούς. Σα λαός δεν ξεσηκωθήκαμε. Απλώς μερικοί μας βοήθησαν. Ήταν τέτοιες οι συγκυρίες που οι μεγάλες δυνάμεις δε μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο. Τους μεγάλους επαναστάτες τους κάναμε οδούς, τους ευεργέτες τους στήσαμε σε αγάλματα ή δώσαμε τα ονόματά τους σε ιδρύματα. Δεν ψάξαμε ποτέ γιατί είναι ευεργέτες και αν τελικά το αξίζουν.

Αθήνα, που μέσα σου ζει κάθε καρυδιάς καρύδι. Ήθελες να γίνεις μια ευρωπαϊκή Νέα Υόρκη. Έβλεπες τη γκλαμουριά στο Sex and the city και νόμιζες ότι ο κόσμος είναι έτσι. Νόμιζες ότι θα σε σώσουν τα Cayenne και τα Z4. Έβαλες μπροστά τις Ολυμπιάδες, το αρχαίο πνεύμα αθάνατο, που αν ζούσε σήμερα θα σου έτεινε το δάχτυλο όπως η Αφροδίτη της Μήλου στο γερμανικό περιοδικό. Αν είχες μια στάλα αυτογνωσίας, συνείδησης και ενοχών, θα έστελνες στο διάολο όλους εκείνους που σε έκαναν χωράφι τους. Θα αντιδρούσες την πρώτη φορά που σκοτώθηκε ένα παιδί.

Αθήνα, είσαι η πόλη των κουκουλοφόρων, των εξαρτημένων της Ομόνοιας, των δολοφόνων του κράτους, της παιδείας, της αστυνόμευσης. Είσαι η πόλη που δακρύζει, κάθε φορά που πάει να μιλήσει. Είσαι η πόλη που ματώνει, κάθε φορά που βγαίνει να φωνάξει. Είσαι η πόλη των υπαλλήλων που φοβούνται να απεργήσουν, η πόλη των reality και της Τζούλιας. Είσαι η πόλη των μεσημεριανών στα κανάλια, που αναλύουν χωρίς να ξέρουν και χωρίς να θέλουν να μάθουν, αλλά κυρίως, χωρίς να σέβονται. Είσαι η πόλη που εκφράζεσαι μέσα από τον Λαζόπουλο και το Ράδιο Αρβύλα, αλλά το βράδυ θα στηθείς μπροστά στην τηλεόραση να δεις τον Άδωνη Γεωργιάδη και τη Λιάνα Κανέλλη να μαλώνουν για όλα εκείνα που σου έκλεψαν. Ειδικά μετά από τέσσερις δολοφονίες.

Αθήνα, είσαι η πόλη που δολοφονούνται άνθρωποι σε μία διαδήλωση. Που στο όνομα των δικαιωμάτων των πολιτών σου, σκοτώνεις εγκύους, αθώες γυναίκες, αγέννητα παιδιά. Βασανίζεις ανελέητα εκείνους που σε σέβονται και σε αγαπούν, και χαρίζεις θησαυρούς σε εκείνους που σε βιάζουν και σε φθονούν. Είσαι η πρωτεύουσά μας, η πόλη που πρέπει να δείξει στις υπόλοιπες πόλεις του κράτους πως να γίνονται ειρηνικές πορείες. Κι αντ’ αυτού μας μαστιγώνεις, μας πετάς δακρυγόνα, μολότοφ, μας χτυπάς με γκλοπ και με καδρόνια. Κάθε σου διαδήλωση μετατρέπεται σε αρένα. Χτυπάς συνταξιούχους και παιδιά, αφήνεις αντιεξουσιαστές κουκουλοφόρους και κουκουλοφόρους της εξουσίας να καίνε ανθρώπους.

Αθήνα, που μιλάς για επανάσταση...

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Οι δικοί μου ανθρώποι ζούνε μακριά...


Τον συνάντησα πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια. Συναντηθήκαμε στο δάσος, εκείνος έφευγε, εγώ μόλις είχα μπει, δειλά δειλά. Θυμάμαι ακόμα τα πρώτα μας λόγια.
-Μην πας προς το ξέφωτο, μου είχε πει, μόνο ποιητές θα βρεις εκεί.
Τον κοίταξα με απορία και δεν εξέφρασα τη σκέψη μου, τον ρώτησα μόνο γιατί το βρίσκει κακό.
-Έλα τώρα, είναι άχρηστοι αυτοί, δεν το βλέπεις?
Και φυσικά δεν το έβλεπα.
-Λυπάμαι, αλλά όχι, του είπα, ίσα ίσα που τους αναζητώ. Εσένα γιατί δε σου αρέσουν?
Με κοίταξε καλά και απάντησε σχεδόν μονότονα.
-Γιατί εγώ θέλω να βρω τον εαυτό μου κι όχι τον έρωτα.
-Και τι κακό έχει ο έρωτας?
Δε μου απάντησε, απλώς έφυγε βιαστικά. Δεν τον είδα για ένα χρόνο. Όπως ήταν φυσικό, προχώρησα στο ξέφωτο. Κι ομολογώ ότι δε θα τον θυμόμουν αν δεν τον ξανάβλεπα τόσες φορές.

Ένα χρόνο μετά τον πέτυχα τυχαία στο καράβι. Με πέτυχε δηλαδή. Κυριολεκτικά. Εγώ κατέβαινα Κρήτη, να δω την Αγγελική και διάβαζα Γιάλομ, εκείνος κατέβαινε Κρήτη να κάνει διακοπές και σκότωνε την ώρα του παίζοντας μπάσκετ με ένα τενεκεδένιο κουτάκι αναψυκτικού. Κάποια στιγμή το πέταξε τόσο δυνατά που με χτύπησε στο κεφάλι.
-Χίλια συγγνώμη ρε φιλαράκι, μου είπε χαμογελαστός.
Δεν πρόλαβα να του απαντήσω και με κοίταξε αναφωνώντας
-Ρε, εσένα σε ξέρω, εσύ δεν ήσουν που πήγαινες να βρεις τους ποιητές σ’ εκείνο το ξέφωτο?
-Ναι, εγώ είμαι!
-Τους βρήκες?
Κοίταξε το βιβλίο.
-Αααα, εσύ βρήκες χειρότερους.
-Γιατί, τι έχουν αυτοί πάλι?
-Εσύ φίλε μου έχεις αλλάξει, την προηγούμενη φορά άλλο σκέφτηκες κι άλλο ρώτησες.
«Αυτός εδώ είναι καλός», είπα από μέσα μου και ντράπηκα τόσο πολύ που δεν το είπα δυνατά.
-Έλα, μην κάνεις έτσι, μου είπε, δεν είμαι και κανένας μάντης. Κρήτη πας?
Του έγνεψα καταφατικά και κατάλαβε ότι ήθελα να συνεχίσω το βιβλίο μου.
-Κι εγώ. Καλά να περάσεις αδερφέ.
Πριν φύγει πρόλαβα να τον ρωτήσω αυτό που σκέφτηκα αμέσως.
-Τον βρήκες τον εαυτό σου?
-Στο ψάξιμο είμαι, μου είπε κι έφυγε πετώντας στον κάδο το άδειο κουτί του αναψυκτικού.

Μετά από δυο χρόνια τον ξαναείδα. Είχα παραγγείλει κάτι σουβλάκια και να σου τον μπροστά μου.
-Εσύ δεν είσαι...., του είπα καθώς τον πλήρωνα.
-Εγώ είμαι φίλε, απάντησε εκείνος.
-Κάτσε να φάμε κανένα σουβλάκι, εκτός κι αν σε κατσαδιάσουν στη δουλειά.
-Ρε ποιος τους χέζει? Χάρη τους κάνω, αν θέλουν ας βρουν άλλο, μου είπε και πέταξε το καπέλο του στον καναπέ. Μπυρίτσες έχεις ή να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο, πρόσθεσε.
-«Έχω, από τις καλές, τις μοναστηριακές.
-Αμάν εσείς οι κουλτουριάρηδες, σε όλα ίδιοι είστε, μου είπε γελώντας.
Εκείνο το βράδυ έβαλα τα δυνατά μου, προσπάθησα να μάθω για εκείνον, να εκμαιεύσω κάποια πληροφορία για τη ζωή του. Δεν κατάφερα και πολλά βέβαια. Μόνο ότι καταγόταν από την επαρχία κι ότι ήρθε εδώ για να σπουδάσει. Τα τι και τα πως δε θέλησε να τα πει. Δεν τον πίεσα κιόλας.

Πέρασαν πέντε χρόνια κι ήταν εξαφανισμένος. Μερικές φορές τον αναζητούσα. Μάταια όμως. Από το σουβλατζίδικο μου είπαν ότι έφυγε και όσες φορές έβλεπα το μηχανάκι κάποιου ντηλιβερά κοιτούσα μην ήταν εκείνος. Κάποια μέρα πήγα στην τράπεζα και περίμενα υπομονετικά στην ουρά. Ξάφνου μπουκάρουν δυο τύποι με κουκούλες και καραμπίνες. Οι φωνές απειλητικές. Ο ένας έμεινε στην πόρτα, ο άλλος πήγε στον διευθυντή. Αυτός από την πόρτα έδινε διαταγές σε μας και ο άλλος πήγε με τον διευθυντή μέσα να του δώσει τα λεφτά. Όταν βγήκαν ήρθε κοντά μου αυτός που στεκόταν στην είσοδο.
-Καλά σε βλέπω, μου είπε κι έφυγε.
Σάστισα. Δεν ήξερα ποιος ήταν, δεν μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή. Λίγη ώρα αργότερα με πήγαν στο τμήμα να δώσω κατάθεση. Περισσότερο για ανάκριση μου έμοιαζε. Το βράδυ, αφού με άφησαν, δεν πήγα σπίτι, προτίμησα να πάω σε ένα μπαράκι να τα πιω. Τον καταριόμουν εκείνη τη στιγμή. Πήγα στο σπίτι μεθυσμένος, γύρω στις πέντε το πρωί. Αφού άνοιξα την πόρτα βρήκα ένα σημείωμα από κάτω: «Σόρρυ ρε μάγκα, αλλά δεν κρατήθηκα να μη σου μιλήσω. Σε έβλεπα όλη την ώρα και έλεγα ότι πρέπει να του πω ένα γεια του παιδιού. Αν με έδωσες δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς στο σουβλατζίδικο δεν ήξεραν και πολλά για μένα. Να προσέχεις μπαγασάκο, μακριά από ληστές. Χαχαχαχαχα!» Είχε θράσος ο πούστης, αλλά και θάρρος.

Και να ‘μαστε σήμερα. Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη μας συνάντηση. Πήγα στην τράπεζα, πάλι. Φοβόμουν μήπως γίνει πάλι το ίδιο σκηνικό, δεν ήταν όμως τόσο φόβος, όσο τρόμος. Τον είδα πίσω από τον γκισέ.
-Εσύ, του είπα, εσύ εδώ? Τι δουλειά έχεις εδώ? Όλο με ξαφνιάζεις.
Μου ‘κλεισε το μάτι και δεν είπε λέξη. Το μεσημέρι πήγα σπίτι και φτάνοντας στον όροφο τον είδα.
-Τι θα γίνει με σένα, του είπα πάλι, θα με κλείσουν μέσα.
-Μην σκας ρε, μου απάντησε, αργείς να σχολάσεις και ξεροστάλιασα εδώ. Δεν ανοίγεις να μπούμε μέσα?
Του άνοιξα και μπήκαμε. Έφτιαξα και φαΐ. Τρώγαμε, πίναμε και μιλούσαμε σαν δυο κολλητοί που έχουμε να βρεθούμε χρόνια.
-Που ήσουν ρε μπαγάσα, του είπα μετά την πέμπτη μπύρα.
-Με έψαξες?
-Αρκετές φορές.
-Φίλε μου δεν έψαχνες καλά, δίπλα σου μένω, όλα αυτά τα χρόνια. Δίπλα σου, στο δίπλα διαμέρισμα.
Έμεινα να τον κοιτάζω. Του είπα ότι δεν τον πιστεύω και με πήγε δίπλα. Νόμιζα ότι ήταν διαρρήκτης, αλλά τελικά είδα κανά δυο φωτογραφίες του στον τοίχο και τον πίστεψα.
-Τον βρήκες τον εαυτό σου τελικά, τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε, όπως συνήθιζε να κάνει.
-Τον εαυτό σου φίλε μου δεν τον βρίσκεις, όσο τον αναζητάς χάνεις τους γύρω σου. Τον εαυτό σου τον κουβαλάς πάντα μαζί σου, απλώς πρέπει να τον αποδεχτείς.
-Τον αποδέχτηκες?
-Χα, τελικά ναι, οι γύρω μου δεν το αποδέχτηκαν αυτό.
Και από τότε δεν τον ξαναέψαξα...

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει...


Είμαι πάλι εδώ απόψε, στα γνώριμά μου μέρη, εκεί που δε φοβάμαι να μιλήσω, να πω όσα σκέφτομαι, να ξεσπάσω. Μαζεύω, μαζεύω, μαζεύω και περιμένω το μπαμ που δεν έρχεται, που δε θέλει να βγει, που καταπιέζεται πίσω από χιλιάδες σκέψεις. Αναζητώ γι ακόμη μια φορά εκείνη τη λέξη που μπορεί να οδηγήσει στην ελευθερία. Εις μάτην! Γυρίζω πίσω τις σελίδες, ακροβατώντας στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Από πού ξεκίνησα, τι ήθελα να γίνω, που είμαι, που θα βγω? Και μέσα σε όλα αυτά τα ερωτήματα, σκας μύτη κι εσύ. Σχεδόν γυμνή. Όχι από ρούχα, από ψέματα. Τόσοι μήνες σιωπής, για να μπορέσω να βρω μια χαραμάδα διστακτικότητας που θα με οδηγήσει στο περίφημο ουρλιαχτό μου. Να φωνάξω τόσο δυνατά, που θα ακούσεις και θα έρθεις. Λίγο πιο κοντά, ένα βήμα τη φορά, ένα σταθερό βήμα.

Μη φοβάσαι, δεν έχω δράκους, δεν κρύβω άσσους. Τον εαυτό μου κρύβω. Πότε από μένα, πότε από τους γύρω μου. Μην τυχόν δουν ποτέ ποιος είμαι, αλλά κυρίως, μην το μάθω και εγώ. Θα με πονέσει. Πώς να αντέξεις τον εαυτό σου όταν τριγυρνάει μέσα στα ψέματα? Πώς να αντέξεις όταν ξέρεις ότι κάθε σου βήμα είναι λάθος? Πώς να αντέξεις όταν κοιτάζεις πίσω και βλέπεις ανθρώπους που έφυγαν, που εξαφανίστηκαν επειδή εσύ δεν τόλμησες να πεις την αλήθεια μπροστά τους? Δε χρειάζεται τελικά να δώσεις εσύ γρήγορα τη λύση. Θα την δώσουν άλλοι, θα τη δώσει η ζωή χωρίς καν να σε ρωτήσει. Κι εσύ θα βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται. Μέχρι κάποια στιγμή να αποφασίσεις να αναμιχθείς. Θα φτάσεις στο plot point one, εκεί που δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς και θα προχωρήσεις. Χωρίς άσσους, χωρίς ψέματα, χωρίς ένα σχέδιο. Απλά θα προχωρήσεις. Κι όπου βγει.

Είτε είσαι βουτηγμένος στη λάσπη είτε κάνεις απλωτές στην πιο υπέροχη παραλία, ίδιο θα είναι το αποτέλεσμα. Μόνος θα πορεύεσαι. Κι όταν το πάρεις χαμπάρι θα κοιτάξεις λίγο πίσω, σε εκείνο το γνώριμό σου παρελθόν, που μερικές φορές αναζητάς, γιατί σου αρέσει να ζεις εκεί μέσα. Θυμάσαι τις φράσεις που ξεστόμισες? «Δε φταίω εγώ, δεν ήταν δικές μου οι επιλογές, αλλιώς τα περίμενα». Πάντα αλλιώς τα περιμένουμε και πάντα αλλιώς έρχονται. Και μερικές φορές κοιτάμε τη σκιά του ανδριάντα που στήσαμε για τον εαυτό μας. Πόσο μεγάλη ήταν, ε? μόνο που δε σκεφτήκαμε ποτέ, ότι όταν εμείς κοιτούσαμε αυτή τη σκιά, κάποιοι άλλοι έβρισκαν ένα μέρος να μην τους χτυπάει ο ήλιος. Για εσένα ήταν η προσωποποίηση της μεγαλουργίας σου και γι άλλους ένας πρακτικός τρόπος να προφυλαχθούν από τη ζέστη. Σαν το άγαλμα του Στάλιν, θα δεις τον ανδριάντα σου να μεταφέρεται με κάποια βάρκα στο ποτάμι της πόλης και χρόνια μετά θα το χρησιμοποιήσει αυτό σε μια ταινία του ο Αγγελόπουλος.

Όχι, δεν είναι αυτή η ουσία σου. Προσπαθείς. Το βλέπω. Το ξέρω. Πάντα προσπαθούσες. Μα πάντα έχανες το δρόμο. Ποιος? Που? Πότε? Γιατί? Δε ρωτούσες, δε νοιαζόσουν. Μόνο εσύ. Να πας μπροστά. Να μην σε φτύσεις. Και σε έφτυσες. Πήρες έναν καθρέφτη και σε έφτυσες ένα βράδυ που έξω έβρεχε. Κανείς δεν το είδε. Κανείς δεν το έμαθε μέχρι σήμερα. Και κανείς δε θα το μάθαινε, αν δεν μου το έλεγες. Όμως εγώ, ξέρεις, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό. Μόνο να προδίδω ξέρω. Φίλους, συγγενείς, έρωτες, αισθήματα, μα πάνω απ’ όλα, τον ίδιο μου τον εαυτό. Το ίδιο δεν κάνεις κι εσύ άλλωστε? Έρχεται εκείνο το βράδυ, που ανοίγεις διάπλατα τα χέρια σου και πετάς. Δεν έχει καμία σημασία που θα πας. Απλώς να πετάξεις. Να πας λίγο πιο πέρα, λίγο πιο μακριά. Να περηφανευτείς την επόμενη μέρα στους κολλητούς ότι μόνο εσύ είδες τέτοια μέρη. Λες και έπαιζε ποτέ κανένα ρόλο. Ναι λοιπόν, δεν πήγα σχεδόν πουθενά. Δεν πήγα σε Λονδίνα, Παρίσια, Ινδίες, Βερολίνα. Όμως μπορώ πολύ καλά να περηφανευτώ γι αυτό: Ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει...