Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Πάρε με...


Σαν δυο φωτάκια βραδινού αεροπλάνου είμαστε. Ίδια πορεία, ίδιος προορισμός, πολλές φορές ίδιες σκέψεις. Σα να περπατάμε εμείς οι δυο μαζί και από πίσω να μας ακολουθούν χιλιάδες, χωρίς να το ξέρουν. Πιλότοι στις ζωές μας και στις ζωές τους και όλοι οι άλλοι ούτε καν συνταξιδιώτες. Ξέρω, είναι εγωιστικό και υπεροπτικό να το λέω αυτό, μα αυτή την αλήθεια βιώνω τώρα και δεν θέλω να την κρύψω ούτε να την κρατήσω μέσα μου, θέλω να την φωνάξω να με ακούσουν όλοι και να χαρούν μαζί μου. Αν και ξέρω πως αμέσως μόλις την φωνάξω δεν θα χαρούν, αλλά θα μας καταραστούν να μην ευτυχήσουμε ποτέ ξανά. Γιατί οι άνθρωποι τις χαρές μας δεν τις νιώθουν, μόνο στις λύπες έρχονται δίπλα κι όταν είμαστε χαρούμενοι μας αφήνουν μόνους να γελάμε και να πετάμε στα σύννεφα. Κι αν γκρεμοτσακιστούμε, θα έρθουν δίπλα μας με ένα βλέμμα συμπόνιας και οίκτου, σα να είμαστε ζητιάνοι στα φανάρια. Μόνο τα δικά σου μάτια έρχονται πάντα για να με αγκαλιάσουν, τα δυο σου μάτια και χαράζουν τον αέρα...

Η αγκαλιά σου είναι η Σκάλα του Μιλάνου και εγώ την αναζητώ νυχθημερόν. Ψάχνω να την βρω μέσα σε δεδομένα, σε τιμολογήσεις και σε επιστολές που μιλούν για θερμογόνο δύναμη και για νέες εγκαταστάσεις. Τραγουδώ για σένα δυνατά, τραγουδώ μαζί σου μουσικές και στίχους ξεχασμένους, που τους ανακαλύπτω όταν ξεκινώ να σου γράψω κάτι. Και τις ώρες που σου γράφω μπαίνουν όλα στην άκρη. Σε φαντάζομαι τώρα στο γραφείο σου, να με διαβάζεις, τα μάτια σχεδόν κολλημένα στην οθόνη, μισόκλειστα, αφοσιωμένα. Δεν ξέρω αν πέφτω μέσα, ξέρω όμως ότι με έμαθες να αγαπάω αυτό το βλέμμα που κάποτε θεωρούσα μυστήριο και πλέον είναι γεμάτο αγάπη, με έμαθες να το διακρίνω, να βλέπω μέσα του και να το αναζητώ. Ζω ένα έργο ονειρικό, μοναδικό, ένα έργο που κάποτε δεν περίμενα να ζήσω κι εγώ απόψε έχω επίσημη πρεμιέρα, όπως κάθε μέρα...

Θέλω να δω το πρόσωπό σου ανθισμένο χωρίς κανένας να μπορεί να το κάνει να μαραθεί. Σαν εκείνο το κίτρινο τριαντάφυλλο που σου είχα αφιερώσει. Σαν εκείνα τα τραγούδια που αν και πέρασαν δεκαετίες τα ακούμε ακόμα. Κλείνω τα μάτια μου, φέρνω στο μυαλό μου την πρόσφατη αγκαλιά σου, νιώθω πάνω μου τα χέρια σου, να με κυκλώνουν, όχι απειλητικά, μα στοργικά, γεμάτα αγάπη, να γιατρεύουν τις χιλιάδες πληγές μου και να γιατρεύουν τις δικές σου. Εσύ, η ίαση μας, η πανάκεια για όλες μας τις αρρώστιες, για όλες τις μαύρες σκέψεις που κατακλύζουν τις νύχτες και τα όνειρα, να με φιλάς όλη τη νύχτα, όσο αντέξεις και να ξυπνάμε κι οι δύο το πρωί με ην ίδια δύναμη, σα να είμαστε δυο κομμάτια που κάποτε έσπασαν κι έπρεπε να περάσουν χρόνια και κύματα για να μας βρουν και να μας ενώσουν...

Σαν φλιπεράκι γελαστό, ξετρελαμένο σε βλέπω να ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου και να μπαίνεις μέσα. Να με κοιτάς χαμογελαστή, να με χαιρετάς, να χαίρεσαι που και σήμερα καταφέραμε να βρεθούμε. Ένα φιλί σου στο μάγουλο, ένα δικό μου στο δικό σου, ένα άγγιγμα με τις άκρες των δαχτύλων σου, να σκύβω εγώ να μυρίσω το λαιμό σου, να νιώσω μέσα μου όλα τα αρώματα που το κορμί σου μου χαρίζει. Όπως χαρίζει ένας μεγάλος σε ένα παιδί ένα μάτσο μπίλιες να παίζει, έτσι κι εγώ ακούω το σώμα σου να μου λέει σου δίνω ακόμα μία μπίλια για να παίξεις. Λατρεύω τη γενναιοδωρία σου, λατρεύω όσα απλόχερα μου χαρίζεις τις ώρες που δεν με φοβάσαι, που αφήνεσαι πάνω μου, που με κάνεις να αφήνομαι κάθε μέρα πιο πολύ, πιο δυνατά, πιο βαθιά. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, εσύ κι εγώ και όλοι οι άλλοι πολύ πίσω, πολύ μακριά, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν, χωρίς να μπορούν να δουν και να νιώσουν όλο αυτό το ξεχωριστό που ζούμε...

Κι ύστερα ξάπλωσε κοντά μου και κοιμήσου, κοιμήσου μαζί μου, άσε τα όνειρά μας να μπλεχτούν, άσε με να μπω στους εφιάλτες σου και να σε τραβήξω μακριά, άσε με να φέρω το φως τις ώρες που το σκοτάδι σε βουλιάζει. Εγώ θα πιάσω μια γωνίτσα στο κρεβάτι κι όταν με χρειαστείς θα το νιώσω, δεν θα πρέπει να μου μιλήσεις, να με ξυπνήσεις ή να με αγγίξεις, θα το νιώσω, όπως το ένιωθα κάποτε, παλιά, σχεδόν πριν ένα χρόνο. Όχι πως έχω το κλειδί του παραδείσου, μα σ’ αγαπάω κι αυτό νομίζω είναι κάτι. Κάτι περισσότερο από αυτό που νομίζουμε, από αυτό που οι άλλοι νομίζουν, από αυτό που μας έμαθαν. Εμείς ξέρουμε καλύτερα, εμείς μπορούμε να τους δείξουμε, εμείς μπορούμε να μάθουμε σε όλο τον κόσμο πως είναι η αγάπη, πως είναι να νιώθεις και να ξέρεις ότι δίπλα σου υπάρχει κάποιος που σε αγαπάει...

Άσε με μέσα σου να κρυφτώ, να αισθανθώ τους φόβους σου, να τους ζήσω και να τους απαλύνω, όπως κάνεις εσύ. Έχεις τόση κυριαρχία επάνω μου, στο μυαλό μου, στην καρδιά μου, στο κορμί μου που αφήνομαι σε σένα χωρίς δεύτερη σκέψη, που είναι σα να μην έζησα πριν απ’ το βράδυ αυτό που σε γνώρισα, είναι σα να γεννήθηκα εκείνη τη νύχτα, είναι σα να ήρθες μόνο για μένα. Κι αν όλα αυτά είναι μια αυταπάτη δεν πονάω που την ζω, θα έχω τουλάχιστον αν λέω στον εαυτό μου ότι έζησα κι εγώ κάποτε ένα παραμύθι, που όταν θα γεράσω θα μιλάω γι αυτό σα να το ζω ακόμα και όταν πεθάνω θα συνεχίσει αυτό να ζει, ξεχωριστά από μένα, γιατί πρώτα φτιάχτηκε το παραμύθι και μετά γεννήθηκα εγώ. Πρώτα ειπώθηκε το "ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κοριτσάκι" και μετά μπήκε μέσα το αγοράκι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: