Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Να 'ρθεις να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα...

Έξω έβρεχε. Εκείνος εντελώς ξαφνικά αποφάσισε να περπατήσει στη βροχή, μήπως έτσι ξεπλύνει το νου του και καθαρίσει από τις σκέψεις. Ντύθηκε στα γρήγορα. Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ένα παλιό σκισμένο τζιν που το είχε για να βάφει, μια γκρι μπλούζα, το πράσινο στρατιωτικό τζάκετ του πατέρα. Βγήκε έτσι έξω στη βροχή. Μπήκε στο ψιλικατζίδικο της γωνίας κι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Συνήθως έκανε καπνό, έστριβε τσιγάρα γιατί του άρεσε η χαρά της δημιουργίας. Ήθελε κι εκείνος να νιώσει το θεό. Τώρα όμως οι σκέψεις ήταν καταρρακτώδεις, σαν τη βροχή, και το στρίψιμο δεν θα τον γέμιζε χαρά. Τα έτοιμα τσιγάρα ήταν η εύκολη λύση, όπως ήταν όλες του οι λύσεις τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε διάθεση να κόψει τις γέφυρες. Όχι τώρα τουλάχιστον.

Προχώρησε έτσι στη βροχή. Με αυτές τις σκέψεις να τον πλημμυρίζουν. Ξάφνου αναδύθηκαν κι άλλες. Η βροχή δεν κατάφερε να ξεπλύνει. Η σημερινή του λύση, γύρισε μπούμερανγκ. Αναδύθηκαν κι άλλες, σκέψεις που νόμισε ότι είχε αφήσει πίσω, ότι τις είχε προσπεράσει. Αντί να ξεπλυθούν, σα φελλοί ανέβηκαν στην επιφάνεια. Κοίταξε τους ανθρώπους γύρω του, τα αυτοκίνητα που περνούσαν χωρίς να νοιάζονται αν βρέχουν κάποιους ανθρώπους. Τις μηχανές που έτρεχαν στους βρεγμένους δρόμους. Μια ζητιάνα μόνο έστεκε στη θέση της. Ένιωσε τόσο κοντά της. Σήμερα δεν ήταν θεός, σήμερα ήταν κι εκείνος ένας ζητιάνος. Σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα. Κοίταξε για λίγο την αντανάκλασή του στο τζάμι, μετά κοίταξε το παντελόνι του και το τζάκετ του πατέρα. Συνέχισε να περπατάει.

Έφτασε σε ένα σταυροδρόμι. Η καταρρακτώδης βροχή είχε δημιουργήσει μια τεράστια λίμνη. Ένας πεζός ήταν αδύνατο να τη διασχίσει. Δεν τον ένοιαξε. Μπήκε μέσα. Τα παπούτσια του χάθηκαν στα νερά. Πέρασε απέναντι νιώθοντας υγρά τα πόδια του. Ο νους του γύρευε να ξεπλυθεί. Εκείνος γύρευε να ξεκαθαρίσει τα πάντα. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα και το ρούφηξε δυο-τρεις απανωτές φορές. Τώρα ένοιωθε φυσιολογικός σαν τους άλλους. Ένας καθημερινός άνθρωπος που περιμένει να τελειώσει η βροχή, σαν τόσους άλλους. Δίπλα του ήρθε ένα κορίτσι. Στάθηκε κοντά του, τον κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα κοίταξε μπροστά, σα να περίμενε τη σειρά της σε μια ανύπαρκτη ουρά. Γύρισε και την κοίταξε. Τα μαλλιά της κόκκινα, βρεγμένα, τα νύχια της βαμμένα μαύρα, τα μάτια της είχαν ένα λαμπερό πράσινο χρώμα. Γύρισε κι εκείνη και τον κοίταξε. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται. Τα βλέμμα τους συναντήθηκαν εκεί, κάτω από ένα υπόστεγο. Κανείς δε μιλούσε, απλά κοιτάζονταν.

«Κατερίνα», του είπε και πρόταξε το χέρι της για μια τυπική χειραψία. «Αλέκος», απάντησε κι εκείνος σφίγγωντας το χέρι της. «Να σου πάρω ένα τσιγάρο», τον ρώτησε, «τα δικά μου βράχηκαν». Έβγαλε το πακέτο και της το έδωσε. Με αργές κινήσεις έβγαλε το τσιγάρο, το έφρε στο στόμα της, το άναψε και του επέστρεψε το πακέτο. Έμειναν να κοιτάζουν τη βροχή. Πρώτη εκείνη κάθισε στο πεζουλάκι. Χτύπησε απαλά το χέρι της στο μάρμαρο χαμογελώντας του, «κάθισε», του είπε, «έχουμε πολλά να πούμε νομίζω». Κάθισε δίπλα της και έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο από το πακέτο του. «Ναι, η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο», του είπε και τον έπιασε αγκαζέ. «Μίλα μου λοιπόν, πες μου τι σε έκανε να βγεις έτσι στη βροχή. Εκτός κι αν είσαι ντροπαλός και θες να μιλήσω πρώτα εγώ», συνέχισε. Από το μυαλό του πέρασαν όλες οι γέφυρες που ήθελε να γκρεμίσει, όλες οι πόρτες που ήθελε να κλειδώσει, όλες οι σκέψεις που αναδύθηκαν ξαφνικά, τα χρέη στις τράπεζες, οι δόσεις.

«Νιώθω βουτηγμένος σε μια λάσπη από σκέψεις. Έχω ναυαγήσει εδώ μέσα. Νιώθω να ζω μια παρατεταμένη εφηβεία, σα να μην έλυσα ποτέ μου τίποτα». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα χείλη του. Εκείνος την κίταζε στα μάτια. «Το ξέρεις ότι έχεις υπέροχα χείλη», του είπε. Εκείνος παραξενεύτηκε. «Ναι, είμει απότομη, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κρατάω τις σκέψεις μου, αν δεν τις εξωτερικεύσω θα τρελαθώ». «Εγώ θαρρώ ότι τρελάθηκα», της απάντησε. «Όχι καλέ μου, αλλά να ξέρεις ότι είσαι σε καλό δρόμο, αν αυτό ζητάς», του είπε χαμογελώντας. «Κι εγώ για να βραχώ βγήκα, να ξεπλύνω τις σκέψεις μου, τον εαυτό μου, αυτή τη βρομιά που ζω καθημερινά», του είπε και συνέχισε, «δεν ψάχνω λύσεις πια. Μου αρκούν οι σκέψεις μου, να μαζεύω τα προβλήματά μου σε ένα καλάθι και να μην τα λύνω».

Την κοίταζε. Το μυαλό του έμεινε στις λέξεις της. Πιο πέρα έβρεχε, πιο δυνατά, χωρίς ρυθμό, χωρίς μουσική. «Νιώθω σα να είμαι σε ένα τρένο με έναν άγνωστο συνεπιβάτη. Σε ένα τρένο που κόλλησε μέρες τώρα εδώ, σε ένα τρένο που έμεινε σφηνωμένο στις ράγες και περιμένουμε κάποιον να το ξεσφηνώσει. Μα δε με νοιάζει κι αν δε φύγω ποτέ. Μου αρκεί αυτή η αναμονή. Μου αρέσει αυτή η αναμονή. Σα να περιμένω να έρθει η σειρά μου σε κάτι μεγάλο, αληθινό και γεμάτο. Σε κάτι που θα με κάνει διάσημη». Ξανακοίταξε μπροστά της και δε συνέχισε. Κοίταξε κι εκείνος μπροστά του. Το απέναντι πεζοδρόμιο είχε πλημμυρίσει. Τα μάτια του έκλεισαν κι έγειρε το κεφάλι του στα τζάμι. Εκείνη τον κοίταξε και πέρασε το χέρι της στο χέρι του, εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του. Ακούμπησε πάνω του, στους ώμους του, έκλεισε τα μάτια της κι έμειναν έτσι.

Εκείνος άρχισε να σφυρίζει ένα σκοπό κι εκείνη τραγουδούσε «να ρθείς να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα». Άρχισαν να τραγουδούν μαζί. Ό,τι εκείνη ξεχνούσε το συμπλήρωνε αυτός και συνέχιζε. Όταν κουραζόταν αναλάμβανε εκείνη. Τελείωσαν και κοιτάχτηκαν. «Μου αρέσεις», της είπε. Του χαμογέλασε και κοίταξε μπροστά ακουμπώντας πάλι στον ώμο του. Εκείνος δε σάλεψε, έμεινε να την κοιτάζει. Νιώθοντας τα μάτια του πάνω της έκανε να τον αφήσει, της άρπαξε το χέρι, να την κρατήσει κοντά του. Τον κοίταξε. Τα μάτια του έλαμπαν. Εκείνος έσκυψε, εκείνη ανασηκώθηκε. Πλησίασαν τα χείλη τους χωρίς να ενωθούν, άφησαν μόνο τις ανάσες τους να μπλεχτούν. Σφραγισμένα μάτια, σφραγισμένα χείλη και μπλεγμένες ανάσες. Δε μίλησαν, έμειναν έτσι. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του, εκείνος της τα έσφιξε, ένιωσε τους χτύπους της, εκείνη τους δικούς του. Ξαφνικά τα χείλη τους ενώθηκαν και άρχισαν να φιλιούνται.

Δυο λεπτά μετά σταμάτησαν. Τον κοίταξε χαμογελώντας του. Την κοίταξε κι εκείνος. «Ακόμα περιμένεις να σε ξεπλύνει η βροχή», τον ρώτησε. «Ακόμα περιμένεις να περάσεις απέναντι», της απάντησε. «Πέρασα και κάτι μου λέει ότι η βροχή σε ξέπλυνε κι εσένα». Της χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι εκείνη. «Ωραία», του είπε, «τώρα πρέπει να περάσουμε πραγματικά απέναντι και να ξεπλύνουμε τις σκέψεις σου». Σηκώθηκαν έτσι αγκαζέ και πέρασαν απέναντι. «Έλα να μοιραστούμε τα πάντα», της είπε, «τις αναμονές σου, τις σκέψεις μου, τα άπλυτά μας». «Και τις δόσεις μας», του είπε και του χαμογέλασε. «Κάτι μου λέει ότι απόψε θα κοιμηθείς όμορφα», του είπε λίγο αργότερα ενώ περπατούσαν στον δρόμο κι ο ήλιος έσκαγε μύτη μέσα από τα σύννεφα. «Όχι», της είπε, «δε θα κοιμηθώ όμορφα, αλλά αν μη τι άλλο, έχω λόγους να κάνω όμορφες σκέψεις»!

Και που να φανταστεί κάποιος ότι αυτοί οι δύο βγήκαν για να νιώσουν μόνοι. Ίσως πιο μόνοι...

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Which side are you on boys?

Δυστυχώς (ή ευτυχώς) οι επιλογές μας είναι αυτές που καθορίζουν την υπόλοιπη ζωή μας. Όταν επιλέγεις να θάψεις όνειρα και να κάνεις συμβάσεις για το μέλλον της οικογένειας που έχεις σκοπό να δημιουργήσεις, χάνεις την ουσία του ίδιου σου του εαυτού. Όταν προσπαθείς να αλλάξεις το είναι σου, καταφέρνεις να μπερδευτείς μέσα σε ιδέες και δεδομένα που ανακυκλώνονται από πάππου προς πάππου. Το αποτέλεσμα είναι πάντα καταστροφικό. Αυτή η καταστροφή όμως οδηγεί σε νέους δρόμους, οι οποίοι, αρκετές φορές, είναι πλέον ευκολοδιάβατοι, γιατί τώρα έμαθες τρόπους να αποφεύγεις τα δύσκολα. Όλες τις αλλαγές πρέπει να τις δεχόμαστε με χαρά, γιατί οι αλλαγές είναι που δίνουν νέα ουσία και νόημα στην ζωή μας.

(Οι γονείς είναι σαν τα κρεμμύδια: Αν τους ξεφλουδίσεις θα βρεις πολλά στρώματα, αν τους φας καίνε και μετά μυρίζεις από μακριά, αν τους τηγανίσεις γλυκαίνουν κι όταν τους καθαρίζεις κλαις...)

Υπάρχουν φορές που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, στο γνωστό σταυροδρόμι που βρέθηκε κι ο Ηρακλής με την Αρετή και την Κακία. Εκεί λοιπόν είναι που πρέπει να διαλέξουμε τον δρόμο που θα μας οδηγήσει στην ευτυχία, αυτό που οι βουδιστές ονομάζουν νιρβάνα και οι χριστιανοί παράδεισο. Μετά λύπης μου θα σας ενημερώσω πως δεν υπάρχει κανένα από τα δύο. Όχι μόνο δεν υπάρχει παράδεισος, κόλαση και νιρβάνα, αλλά δεν υπάρχει ούτε καν το σταυροδρόμι. Η Αρετή και η Κακία μας εγκατέλειψαν χρόνια τώρα και εμείς ποτίζουμε με ψαυδαισθήσεις τους εαυτούς μας ότι υπάρχει το σταυροδρόμι. Κύριοι, κυρίες μου, όποιον δρόμο κι αν διαλέξετε, κωλόδρομος θα είναι, γεμάτος στροφές, πολύ στενός, έτσι που δεν θα περνάει άλλο αυτοκίνητο και θα πρέπει ο ένας από τους δύο να κάνει στην άκρη. Και μη νομίζετε ότι μετά θα ανοίξει. Όχι, απλά θα τον έχετε συνηθίσει. Συγγνώμη, θα τον έχουμε συνηθίσει...

(Όλα έρχονται όταν δεν είσαι εκεί. Το πρόβλημα είναι πάντα το σωστό timing...)

Bαρέθηκα την κριτική σας. Τα "γιατί" σας, τα "πως" και τα "έτσι" σας. Βαρέθηκα το τίποτα που νοιώθετε κάθε που θυμάστε τον άμοιρο εαυτό σας. Βαρέθηκα τα "εγώ ήμουν" κι "εγώ έκανα". Βαρέθηκα την κάθε άσχετη προϊστορία που κουβαλάτε πίσω σας νομίζοντας ότι γίνατε αυτοί που γίνατε επειδή το αξίζατε. Βαρέθηκα να σας βλέπω να κοιτάτε στον καθρέφτη και να χαμογελάτε όταν εκείνος σας μουτζώνει. Βαρέθηκα να δικαιολογώ τις μίζερες, κομπλεξικές αντριδράσεις σας. Βαρέθηκα να οπισθοχωρώ για το δικό σας βήμα. Βαρέθηκα να σας βλέπω να ξερογλύφετε αποφάγια που άλλοι πέταξαν στο πιάτο σας για να σας δώσουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι σας χάρισαν κι εσείς να τους ευγνωμονείτε εφ' όρου ζωής. Βαρέθηκα τα "γιατί αυτός κι όχι εσύ", γιατί απλούστατα αυτός δεν είχε κάποιον μαλάκα πάνω από το κεφάλι του να του ζαλίζει τ' αυτιά με τα δικά του "πως" και "γιατί". Βαρέθηκα, γι αυτό GET THE FUCK OUT OF HERE...

(Μου γαμάτε που μου γαμάτε την μέρα, δεν το κάνετε και λίγο δημιουργικά?)

Μην μου πατάτε την ψυχή μου. Πάρτε τα πόδια σας από κει. Μην αλωνίζετε σα να 'ταν το λιβάδι σας. Εδώ γεννιέται και πεθαίνει το εγώ μου, μην το βρωμίζετε. Μην μου γαμάτε την κραυγή μου, μην τρυπώνετε στα αποκαΐδια μου και μην παίρνετε εκείνα που φύλαξα θυσαυρό στην ζωή μου. Μην κόβετε το νήμα της σκέψης και των συναισθημάτων μου σα να σας ανήκει. Τίποτα δεν σας ανήκει, τίποτα δεν μας ανήκει. Δεν ήρθαμε εδώ για να έχουμε, ήρθαμε για να είμαστε...

(Συγγνώμη που δεν άκουγα τις κραυγές σου...)

Κάποιοι αποφάσισαν πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο. Να σκύβουμε το κεφάλι, να λέμε "ναι" στην μαλακία που τους δέρνει, να είμαστε έτσι όπως αυτοί θέλουν για τον απλούστατο λόγο ότι χθες η γυναίκα τους δεν τους έκατσε ή γιατί όταν μικροί είχε πεθάνει το λαγουδάκι του ξαδερφού του μπάρμπα του μπατζανάκι τους και τους δημιούργησε ψυχολογικό τραύμα. Πρέπει με λίγα λόγια λοιπόν, να συμπεριφερόμαστε όπως αυτοί γουστάρουν, γιατί στα μάτια σου βλέπουν το παιδί που θα ήθελαν να έχουν. Ρε σκατοκαριόλες, αυτός είμαι και αν σας αρέσω, αν δεν σας αρέσω GOODBYE LENIN...

(A, ρε γαμημένη ελευθερία. Στο όνομά σου σκλαβωνόμαστε οι υπόλοιποι...)

Το χειρότερο πράγμα στην ζωή είναι να μην έχεις δέκα γαμημένα λεπτά την ημέρα για να χαλαρώσεις και να ηρεμήσεις από την ένταση της ημέρας. Που θα μου πας ρε κόσμε, θα σε αλλάξω είτε το θες είτε όχι. Πολλά λόγια λέμε, τα περισσότερα ψεύτικα. Τα πιο αληθινά τα λένε τα τραγούδια. Κι είναι εκείνες οι ώρες που νιώθεις ένα μαχαίρι να βγαίνει βίαια από την πληγή. Και τότε σε πονάει περισσότερο. Γαμημένη ζωή. Γαμημένε θάνατε. Εσύ που αποφασίζεις άδικα ποιον θα πάρεις μαζί σου και ποιον θα αφήσεις. Γαμημένο νήμα, που κόβεσαι μεμιάς κι αφήνεις άφωνους και άναυδους τους λοιπούς, όχι συγγενείς, μα φίλους και μαθητές. Γαμημένη Άτροπος, με το δικό σου ψαλίδι θα κόψω το δικό σου νήμα και τότε θα δούμε ποιος είναι πιο μάγκας. Γαμημένες αναμνήσεις.

(Format ή reset? Reset ή format?)

Όταν ξεφτυλίζουμε κάποιον το κάνουμε δημόσια, μπροστά σε όλους, για να δουν τι ωραία που τον ξεμπροστιάζουμε. Όταν του ζητάμε συγγνώμη τον πηγαίνουμε απόμερα, να μην μας βλέπουν που χαμηλώνουμε το βλέμμα μας, να μην μας βλέπουν την ώρα της ντροπής.

(Όταν σε ένα μέρος της γης χτίζεται μια φιλία σε ένα άλλο πεθαίνουν άλλες πέντε. Άδικη ανταλλαγή...)

Μου την δίνει όταν μερικοί άνθρωποι προσπαθούν να σε πείσουν ότι το ποτήρι δεν είναι ποτήρι. Όχι ρε φίλε, δεν είναι. Είναι μια στιγμή έμπνευσης του υαλοπώλη, του υαλοποιού, του επιχειρηματία και του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει. Άντε μου στο διάολο βραδιάτικα, μην ακούσεις κανένα μαρξιστικό υπονοούμενο, παπάρα...

(Ουφ, ξεθύμανα, σαν προχθεσινή κοκα κολα!)

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Προπαντός μη δειλιάσεις...


Από τη μια ένας κόσμος μίζερος, βρεγμένος, ξεθωριασμένος. Τρέχει να προλάβει τους πάντες και τα πάντα, το στόμα του ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα, μιλάει λες και ουρλιάζει. Κόρνες μπλεγμένες με ήχους φρένων συνήθως, αλλά κάποιες φορές υπερκαλύπτονται από τα beat της νέας hip-hop-μόδας, αναταράζουν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Όχι βέβαια αυτή των νεοελλήνων, αλλά εκείνη των απελευθερωτών. Η πλατεία μόνο Σύνταγμα δε φέρνει. Εγώ στο παράθυρο των MacDonalds καταναλώνομαι καταναλώνοντας ένα chickenburger και προσπαθώ να θυμηθώ πότε πέρασα τη νοητή γραμμή μου, πότε άλλαξα τα όρια, πότε άνοιξα την πόρτα.

Από την άλλη, ένας κόσμος λαμπερός, χάνεται σε συναυλίες, σε τσιπουράδικα, ροκάδικα, μεταλάδικα και όλα τα εις άδικα. Το έντεχνο αναμοχλεύεται με το τζαζ υπό τις μυρωδιές του γλυκάνισου. Το άδικο παρέα με το άνισο. Ο ουρανός παραμένει μπλε, τα σύννεφα βαράνε υπερωρίες και ο ήλιος πηγαινοέρχεται από τη μια μαυρίλα στην άλλη. Η μάνα κοιμάται στο δωμάτιο, ο Ρίκο τρώει τα σποράκια του, εγώ στον υπολογιστή, αναμοχλεύω και πάλι το πάθος, το λάθος και το βάθος. Μόνο η Σκιάθος μένει ξεκρέμαστη στη νοητή ευθεία του Άθου.

Ο πατέρας έγινε μια φιγούρα σε κουρνίζα, με ένα χαμόγελο που στέκει σα βαλτωμένος στρατιώτης. Η ίδια φωτογραφία σε κάθε σημείο, λες και οι αναμνήσεις είναι μόνο αυτό το χαμόγελο. Το σπίτι θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Η γιαγιά ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Λέω να βγω, να αλλάξω παραστάσεις. Μα η πόλη είναι ίδια τα τελευταία τρία χρόνια. Χαζεύω το παρελθόν μου. Ευτυχώς που τα γραπτά μένουν, γιατί αλλιώς...

Η Αγγελική παζαρεύει το μυαλό της. Το χιούμορ της είναι το όπλο της. Μικρές δόσεις κακίας διανθίζουν το κείμενό της. Τόσο μικρές, που ο άλλος πρέπει να είναι γατόνι για να τις ξεθάψει. Έμαθε να ξεχνάει κι ας ισχυρίζεται ότι ξέχασε όσα έμαθε. Φεύγει κι επιστρέφει. Γράφει και σβήνει. Ο Άλεξ γέμισε κοτσιδάκια, ενώ μπροστά μου ένας πίνακας με φρούτα έχει την υπογραφή του. Ο ήλιος τρυπωνει απ’ όπου βρει. Δε θυμάται, δε θέλει να θυμάται. Τα όνειρα επέστρεψαν. Σε λιγό θα φανούν κι οι εφιάλτες. Προπαντώς μην τους ξορκίσεις. Γράφτους, μην τους ξεχνάς. Τι κι αν πονούν. Ο πόνος πάντα θα βρίσκει μια χαραμάδα να τρυπώσει, το ίδιο κι η κατάθλιψη. Κι αν σου κατσικωθεί την έκατσες. Θα γίνεις φίλος της χωρίς να το καταλάβεις.

Η Ελένη διωγμένη. Η σκιά του κακού παραμονεύει. Δε θέλει πολύ για να ξετρυπώσει. Ένα τσακ και θα εμφανιστεί. Προπαντός μη δειλιάσεις. Παρηγοριά στον άρρωστο. Η ρίζα του κακού. Όταν θα θέλω κάποιον να κατηγορήσω –πέρα από εμένα- θα τη φωνάζω. Δε θα ακούει, αλλά δε με νοιάζει. Ξέρω ποιος φταίει. Τι κι αν δεν το λέω. Τουλάχιστον το δέχομαι. Το τηλέφωνο σωπαίνει. Πρώτα τους διώχνεις και μετά τους καλείς. Το χειρότερο είναι ότι περιμένεις να είναι παρόντες όποτε εσύ το θες. Λες κι είναι ρομποτάκια. Ναι, αλλά εσύ γιατί είσαι? Μη μου πεις ότι είσαι ο μαλάκας της υπόθεσης! Έχω δει πολλούς μαλάκες στην υπόθεση κι εσύ απέχεις παρασάγγας.

Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα? Πόσες φορές ακόμα θα τριβελλίζεις το μυαλουδάκι σου? Πάνε, τελειώσαν αυτά. Το ξέρεις εδώ και καιρό. Άηντε παρακάτω λοιπόν και μη μας τα κάνεις ζέππελιν. Ερωτεύεσαι δήθεν σε μια νύχτα και περιμένεις ο άλλος να το δεχτεί. Τι λε ρε φίλε? Πως την είδες πάλι? Τα όρισες όπως ήθελες και τώρα περιμένεις να σε ακούσουν? Αλήθεια? Κι ο άλλος τι είναι? Σε ξαναρώτησα, ε? Μάλλον δε θα μου έδωσες απάντηση. Αλλά γιατί να τη δώσεις? Σάμπως ξέρεις κι εσύ?

-Δε γαμιέται, θα πάω για καφέ...
~Εμ, δε γαμιέται, γι αυτό θα πας για καφέ...