Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

ΜΕΡΟΣ 1ο: Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω?


Μπήκες μέσα στο σπίτι. Εγώ ήμουν στην κουζίνα και πετάχτηκα τρομαγμένη. Σπάνια άκουγα κλειδιά στην πόρτα μου. Συγκεκριμένα, δε νομίζω να άκουσα ποτέ το κλειδί να γυρνάει κι εγώ να είμαι μέσα. Βγήκα στον διάδρομο και σε είδα να περπατάς. Πήγες κατευθείαν στο δωμάτιό σου. Η έκπληξή μου ήταν τόση που δεν πρόλαβα στιγμή να σε ρωτήσω γιατί γύρισες. Βγήκες από το δωμάτιο και νευριασμένος φώναξες “αμάν πια με αυτά τα τριαντάφυλλα, δεν βαρέθηκες?”. Ήθελα τόσο να σου εξηγήσω ότι δεν βαρέθηκα, αλλά δεν βρήκα λόγια να στο πω. Έχασα την ψυχραιμία μου. Ήρθες στην κουζίνα, κάθισες στο τραπέζι και στον ίδιο τόνο μου είπες να σου βάλω να φας. Έμεινα να σε κοιτάζω, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε γίνει. Ούτε ένα “γεια” ούτε ένα “τι κάνεις”, τίποτα. Μόνο νεύρα και διαταγές. “Πάψε να με κοιτάς και βάλε μου να φάω, δεν θα το ξημερώσουμε, θέλω να κοιμηθώ”, μου είπες και κοίταξες αλλού.

Σου έβαλα να φας, πήγα άναψα το θερμοσίφωνο και ξάπλωσα στο δωμάτιό μου. Άνοιξα την τηλεόραση μόνο για να υπάρχει φως και πήρα ένα βιβλίο να διαβάσω. Μόλις έφαγες σηκώθηκες από το τραπέζι κι ήρθες δίπλα μου και ξάπλωσες. “Ελπίζω να μην θες να δεις όλη τη νύχτα τηλεόραση, νυστάζω, πρέπει να κοιμηθώ. Άντε, κλείστην και ξάπλωσε κι εσύ.” Την έκλεισα, άφησα και το βιβλίο στο κομοδίνο, γύρισα να σε αγκαλιάσω, αλλά εσύ μου γύρισες την πλάτη. Δεν σε ακούμπησα, σε άφησα εκεί. Σκέφτηκα πως αν ήθελες μια αγκαλιά θα γυρνούσες να με πάρεις εσύ. Μου είχες λείψει τόσο, μα δεν μπόρεσα να πω ούτε μία κουβέντα. Απλά σκέφτηκα πόσο όμορφα ήταν τότε που πονούσες και αναζητούσες την αγκαλιά μου. Τότε που κάθε βράδυ με περίμενες υπομονετικά να ξαπλώσω και με αγκάλιαζες λες και το πρωί θα με έχανες. Δεν ήταν μόνο όμορφα, αλλά μου έδειχνες την αγάπη σου χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις μία λέξη.

Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Μόλις άνοιξα την πόρτα σε άκουσα να παραπονιέσαι: “Δεν μπορείς μια φορά να σηκωθείς χωρίς να κάνεις φασαρία?” Πήγα μέσα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέδες. Μάζεψα το πιάτο από χθες και άρχισα να το πλένω. Έκανα τις δουλειές που κάνω κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά. Κάθισα στο τραπέζι, άναψα ένα τσιγάρο και άρχισα ήρεμα να πίνω τον καφέ μου. Μετά από λίγα λεπτά ήρθες κι εσύ μέσα. Κάθισες σε μια καρέκλα απέναντί μου και άρχισες να πίνεις τον καφέ σου χωρίς να μιλάς. Μόνο προς το τέλος γύρισες και μου είπες να σβήσω τον θερμοσίφωνα γιατί τον είχα αφήσει ανοιχτό από το προηγούμενο βράδυ και να μην σου ξαναφτιάξω καφέ, γιατί τον κάνω χάλια. Πήγα μέσα και ντύθηκα, πήρα τα κλειδιά κι έφυγα. Όταν έφτασα στο γραφείο σου έστειλα ένα μήνυμα που έλεγε ότι αν χρειαστείς λεφτά έχω στο πρώτο συρτάρι του γραφείου μου.

Όλη τη μέρα στη δουλειά σε σκεφτόμουν. Έγραφα επιστολές κι έβαζα παραλήπτη εσένα. Τηλεφωνούσα σε πελάτες και ζητούσα εσένα. Δεν είναι ότι μου έγινες έμμονη ιδέα, είναι ότι δεν μπορούσα να καταλάβω την συμπεριφορά σου, την οργή σου, την επίθεσή σου. Είπα να ξεχαστώ λίγο, να σε βγάλω κάπως από το μυαλό μου. Βγήκα και πήγα στις τράπεζες, πλήρωσα γραμμάτια, δάνεια, μισθούς. Όταν επέστρεψα στο γραφείο βρήκα ένα μήνυμά σου στον τηλεφωνητή. “Που είσαι πάλι? Όλο σε μηχανήματα θα μιλάω? Τέλος πάντων. Βαριόμουν να μαγειρέψω, καθώς θα έρχεσαι φέρε κάτι να φάω. Και μην αργήσεις γιατί πεινάω.” Αναρωτιόμουν γιατί δεν σου απαντάω. Γιατί δεν σου λέω ένα “άντε γαμήσου” και να πετάξω τα πράγματά σου έξω. Να δεις πως είναι να σε διώχνουν. Απάντηση δεν πήρα, αλλά ξέρω πως όσο το μυαλό μου, μου έλεγε να στο πω, άλλο τόσο η καρδιά μου, μου έφραζε το στόμα. Λες και ήξερα ότι δεν έπρεπε όχι μόνο να σε βρίσω, αλλά ούτε να σου απαντήσω.

Γύρισα σπίτι και έφερα φαΐ. Καθίσαμε μαζί στο τραπέζι. Περίμενα να σηκωθείς να βγάλεις τα πιρούνια, αλλά εις μάτην, μέχρι που γύρισες νευριασμένος και μου είπες ότι έχεις πάψει να τρως με τα χέρια από τα τρία σου. Άνοιξα το συρτάρι, έβγαλα μαχαιροπίρουνα και κάθισα πάλι στο τραπέζι. Τρώγαμε αμίλητοι, λες και οι λέξεις ήταν εκείνη την ώρα τόσο ασήμαντες, λες και αν μιλούσαμε θα καταστρέφαμε την αιώνια σιωπή, λες και παίζαμε μουγκοθόδωρο. Μόλις τελειώσαμε μου είπες να σου φέρω ένα τσιγάρο και να κάτσω γιατί ήθελες να μου μιλήσεις. “Επιτέλους”, σκέφτηκα, “θα αρχίσει να μου μιλάει.” Άρχισες να μιλάς. Το μόνο που πετούσες ήταν κατηγορίες. Ότι δεν μιλάω, ότι έπαψα να λέω τι σκέφτομαι, ότι έτσι όπως είναι τα πράγματα θα χρειαστεί να φύγεις. Το μόνο που σκέφτηκα να πω είναι ότι δεν σου ζήτησα εγώ να γυρίσεις, αλλά και πάλι το έπνιξα. Εσύ δεν κατάλαβες τίποτα από τις σκέψεις μου. Μόνο μιλούσες και με κατηγορούσες. Έλεγες, έλεγες, έλεγες...

Έλεγες για πράγματα ακατανόητα. Δεν ήξερα και δεν καταλάβαινα πως προέκυψαν όλα αυτά σε μια μέρα. Με ρώτησες γιατί δεν σε αγκάλιασα το βράδυ, γιατί δεν σου έδωσα ένα φιλί όταν ήρθες, γιατί δεν σου έφερα σήμερα ένα καινούριο τριαντάφυλλο. Μίλαγες, φώναζες και κάπνιζες. Κάπνιζες ασταμάτητα. Φώναζες χωρίς συναίσθηση. Και μιλούσες ακατάπαυστα. Κάποια στιγμή με κοίταξες. Εγώ είχα σκύψει το κεφάλι και σε άκουγα, δεν έλεγα λέξη. Μου είπες ότι πας στην τουαλέτα και σηκώθηκες. Μόλις άκουσα το κλειδί να γυρίζει δυο φορές στην κλειδαριά ήρθα κι έστησα αυτί. Σε άκουσα μέσα να κλαις, να κλαις ασταμάτητα. Σοκαρίστηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χτυπήσω την πόρτα να μου ανοίξεις ή αν έπρεπε να σου μιλήσω. Δεν έκανα τίποτα από τα δύο, πήγα στην κουζίνα και ξανακάθισα στο τραπέζι. Σε άκουσα να βγαίνεις. Ήρθες πάλι μέσα. Κάθισες κι εσύ και άρχισες να μιλάς πάλι. Μιλούσες, έβριζες, φώναζες. Δεν σταματούσες, δεν ηρεμούσες. Είχες βγει εκτός εαυτού. Άρχισες πάλι τις κατηγορίες. Αυτή τη φορά ήσουν πιο σκληρός.

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω? Γιατί με κάνεις να νιώθω σαν μαλάκας και σαν ηλίθιος? Πες μου τώρα τι σου έχω κάνει. Έχεις την ευκαιρία σου. Μπορείς να πεις ό,τι θες. Έλα, πες μου όσα έχεις μέσα σου, βγάλτα. Μόνο σταμάτα να με κάνεις να νιώθω σαν κάποιος που σου καταστρέφει την ζωή. Πάλι δεν μιλάς? Ως πότε θα τραβήξει αυτό? Σταμάτα τώρα, δεν βλέπεις που φτάσαμε? Δεν βλέπεις πως ζούμε? Σου αρέσει όλο αυτό που γίνεται? Πες μου, σου αρέσει? Μα καλά, τόσο ηλίθια είσαι? Δεν μπορείς τίποτα να καταλάβεις πια? Τι έχει μέσα το κεφάλι σου? Πίτουρα? Ένα παιδάκι δύο ετών είναι πιο έξυπνο από σένα, θα πει μια λέξη, θα πει κάτι. Θα βάλει έστω τα κλάματα. Εσύ όμως όχι. Εκεί στέκεις αναίσθητη. Το παίζεις ψύχραιμη, μα μέσα σου βράζεις.” Πλησίασα και σε αγκάλιασα, άρχισα να κλαίω, έκλαψες κι εσύ. Μόνο κάποια στιγμή ψέλλισα ξεψυχισμένα “όχι αγάπη μου, όχι”. “Επιτέλους”, μου είπες και με έσφιξες περισσότερο.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Κόπιασε κόρη μες στου ονείρου μου τ’ αλώνι...


Τι είναι αυτό που μας κάνει να πονάμε? Τι είναι εκείνο που μας ρίχνει πιο βαθιά και από την άβυσσο? Γιατί αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο στα θηρία? Γιατί δεχόμαστε τόσο εύκολα να κατασπαραχτούμε από ύαινες και λύκους και μαχόμαστε δυναμικά τα λιοντάρια? Χιλιάδες οι ερωτήσεις μέσα μου και μπορώ να δώσω αμέτρητες απαντήσεις, μπορώ να βρω δισεκατομμύρια απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, μα ξέρω πως σε κάθε μία απάντηση θα μου γεννιέται ένα καινούριο ερώτημα. Και ο κυκεώνας δεν θα έχει τέλος, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις θα πηγαινοέρχονται κι εγώ εις μάτην θα προσπαθώ να βρω τέλος μέσα στην άβυσσο και μέσα στον κυκλώνα του νου μου. Μα να, ξεπηδά από μέσα μου ένα παιδί, ένας μικρός κρατώντας στο χέρι του ένα κοριτσάκι και προχωρούν, περπατάνε ήρεμα, βαδίζουν χωρίς να λένε πολλά, απλώς τους βλέπω να έρχονται. Δεν μπορώ να διακρίνω πρόσωπα, αδυνατώ. Η απόσταση είναι τεράστια και προτιμώ να κάτσω εδώ στον βράχο μου, προτιμώ να τους ακούσω όταν θα πλησιάσουν. Τους βλέπω όμως και τους χαίρομαι. Είναι τόσο μικροί, τόσο απαίδευτοι, δεν ξέρουν γιατί κρατιούνται από το χέρι, δεν ξέρουν γιατί μαζί βαδίζουν, μα είναι εκστατικό να τους βλέπεις.

Φτάνουν κοντά μου, κάθονται κάτω, αδιαφορούν για την ύπαρξή μου. Τώρα μπορώ να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Εκείνος είναι μελαχρινός, κάπως αδύνατος, αγύμναστος. Το πρόσωπό του δεν έχει σημάδια, παρά μόνο ένα στο κούτελο. Ο λαιμός του είναι κανονικός, τα χέρια του μακριά και τα δάχτυλά του κανονικά. Τα νύχια του κάπως περίεργα, αντιαισθητικά θα τα έλεγα, μα δεν δείχνει να τον ενοχλεί. Φοράει ένα πορτοκαλί πουλόβερ και ένα ανοιχτό μπλε τζιν παντελόνι. Τα μάτια του είναι συνηθισμένα, καστανά, αλλά πλήρως μελαγχολικά. Το στόμα του κανονικό και τα χείλη του λίγο σαρκώδη. Δεν δείχνει διαφορετικός, μάλλον συνηθισμένο θα τον έλεγα. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Η κοπέλα είναι εκθαμβωτική. Έχουν το ίδιο ύψος περίπου, καστανόξανθη με καρέ μαλλιά, μάτια ανοιχτά, αδύνατο σώμα, χέρια κανονικά και νύχια μακριά. Έχει ψηλό λαιμό και είναι ντυμένη απλά αλλά ταυτόχρονα σου τραβάει την προσοχή. Είναι από τους ανθρώπους που είτε το θες είτε όχι τους παρατηρείς.

Δεν μιλάνε. Είναι σιωπηλοί. Κοιτάζονται. Εκείνος σηκώνει το χέρι του, την χαϊδεύει στο πρόσωπο, πιάνει το χέρι της και χαϊδεύει το εσωτερικό της παλάμης της. Την αγγίζει ήρεμα, σα να περιεργάζεται το δέρμα της. Εκείνη τον κοιτάζει και μετά κοιτάζει κάτω, χαμογελάει αινιγματικά. Προσπαθώ να μαντέψω την σκέψη της, αλλά συγχρόνως φοβάμαι ότι δεν θέλω να ξέρω τι σκέφτεται. Δεν μιλάνε, δεν φιλιούνται, απλώς αγγίζουν ο ένας τον άλλο. Κοιτιούνται στα μάτια, ώρα ολόκληρη. Χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, μιλάνε περισσότερο με τα μάτια. Τα λόγια τούτη τη στιγμή μοιάζουν φτωχά. Εκείνος σηκώνεται, πλησιάζει προς το μέρος μου. Νιώθω αμήχανα. “Μήπως έχετε ένα μολύβι κι ένα χαρτί?” Βγάζω και του δίνω το ημερολόγιό μου και το στυλό. Το κοιτάει, το περιεργάζεται, σκίζει δύο φύλα και μου το επιστρέφει. “Σε λίγο θα σας φέρω και το στυλό”, μου λέει κι επιστρέφει στην κοπέλα. Αρχίζει να γράφει. Γράφει ασταμάτητα. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να γράψει ετούτος ο πιτσιρικάς, πως μπορεί να θαμπώσει αυτή την κοπέλα. Θα έχει ακούσει χιλιάδες λόγια και θα έπαψε να πιστεύει έτσι απλά τους ανθρώπους. Τελειώνει το γράψιμο, της δίνει το χαρτί και επιστρέφει σε μένα. Μου δίνει το στυλό και φεύγει. Επιστρέφει πάλι στην κοπέλα. Την αγκαλιάζει, τη σηκώνει και φεύγουν.

Τους κοιτάζω να απομακρύνονται, να χάνονται στο βάθος. Ο ορίζοντας μου απαγορεύει να δω το περπάτημά τους και τελικά εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο. Αφού σιγουρεύτηκα ότι χάθηκαν, αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν θα επιστρέψουν σηκώνομαι και πλησιάζω το σημείο που καθόντουσαν. Βρίσκω κάτω τα δυο φύλα που εκείνος της έδωσε. Τα σηκώνω, κοιτάζω γύρω μου μήπως επέστρεψαν και τα αναζητούν. Δεν θέλω να φανώ αδιάκριτος. Δεν βλέπω κανέναν και αρχίζω να τα διαβάζω. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Ας δανειστώ λίγες στιγμές ευτυχίας από κάποιον άλλο, ας δανειστώ λίγη ψευδαίσθηση, δεν με πειράζει. Νομίζω ότι κι εκείνος που το έγραψε θα χαιρόταν αν έδινε χαρά σε κάποιον άλλο εκτός του αποδέκτη. Σε κάποιον τυχαίο.

“Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι είναι εκείνο που με κάνει να σε αναζητώ. Πολλές φορές απόρησα γιατί ενώ τσακωνόμαστε συνέχεια, γιατί ενώ μαλώνουμε αδιάκοπα κι αδιάλειπτα μένουμε ο ένας κοντά στον άλλο. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι μόνο μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. Απαντήσεις ανύπαρκτες κι ερωτήσεις χιλιάδες. Ξέρω μόνο πως όταν μένω μόνος μου στο σκοτάδι σε αναζητώ, αναζητώ μια σου λέξη, μια αγκαλιά σου, έναν από εκείνους τους λόγους σου που με κάνουν να ορθοποδώ και να προχωρώ μπροστά. Δεν θέλω να είμαι ο κλέφτης της ψυχής σου, θέλω να είμαι εκείνος που σου κρατάει το χέρι όταν πας να πέσεις. Λατρεύω τον τρόπο που μου μιλάς, που με αγγίζεις, που με αναζητάς. Λατρεύω όταν σε ακούω να με αποκαλείς μικρό, όταν εκεί που καταλαβαίνω πόσο μόνος είμαι έρχεσαι δίπλα μου και μου επιβεβαιώνεις ότι η μοναξιά είναι πάντα μέσα στο μυαλό μου.

Θυμάμαι τη μέρα που σε γνώρισα, τη μέρα που σου μίλησα. Σε είχα στήσει απέναντι και ετοιμαζόμουν να σε λιθοβολήσω. Αργότερα αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο, να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, να νιώθουμε τις αδυναμίες του. Μου ζήτησες να σε αγαπάω τώρα που είμαστε νέοι και μπορούμε να κάνουμε θαύματα, σου ζητάω να με αγαπάς μέχρι να γεράσουμε και τα θαύματα θα τα βλέπουμε σαν στιγμές στο παρελθόν. Δεν είναι ότι φοβάμαι εσένα, φοβάμαι όμως τα σημάδια μου πάνω σου. Όσες φορές κι αν σε χάσω, όσες φορές κι αν σε διώξω, άλλες τόσες θα σε κυνηγήσω, θα σε ψάξω, θα κινήσω γη και ουρανό για να σε βρω. Κοίτα πίσω σου, κοίτα το παρελθόν μας, άσε το νου σου ελεύθερο από σκέψεις και θυμήσου πόσες φορές σε έψαξα, σε αναζήτησα, σε ακολούθησα. Κοίτα πίσω μας και θα δεις όλη την αλήθεια που τα λόγια μου και οι πράξεις μου κρύβουν. Πίστεψέ με και αν με πιστεύεις πραγματικά, άσε τούτα εδώ τα χαρτιά κάτω, άστα να τα πάρει ο αέρας και να τα βρει κάποιος άλλος, που θα καταλάβει ότι στον κόσμο μπορείς να αγαπάς ή να φοβάσαι. Αν αγαπάς θα διώξεις κάθε φόβο, αν φοβάσαι θα κρυφτείς από την αγάπη. Ακολούθησέ με και άσε τούτες τις σκέψεις να τις βρει κάποιος άλλος και να καταλάβει ότι όταν θέλουμε κάτι, το μπορούμε.”

Τα αφήνω κι εγώ κάτω. Τρομάζω στην σκέψη ότι κάποιος μπορεί με τόση δύναμη και τόση απλότητα να ακολουθήσει κάποιον άλλο. Προχωρώ μακριά, σκέφτομαι αν έπρεπε να πάρω μαζί μου τούτα τα χαρτιά, να τα δείξω σε σένα, να στα χαρίσω. Ένας μικρός είπε όσα εγώ δεν μπορώ να σου δείξω. Ένας μικρός αποδείχτηκε μεγαλύτερος από μένα. Ένας μικρός με έκανε να νιώσω μικρότερος κι από βρέφος. Γιατί τόσοι φόβοι θεέ μου? Γιατί τόσος τρόμος να με περικλείει? Κρατάω μόνο την τελευταία πρόταση που εκείνος ο πιτσιρίκας έγραψε: “Κόπιασε κόρη μες στου ονείρου μου τ’ αλώνι”...

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια...


Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 2008, ώρα 10.51 το πρωί. Έξω κάνει κρύο. Παρακαλάω να δω λίγο χιόνι, να αρχίσει πάλι να χιονίζει, να βρω λόγους να κλειστώ στον εαυτό μου, να βρω λόγους να κλειστώ σπίτι μου. Να μην βγω έξω ούτε για να πάρω τσιγάρα. Ψάχνω να βρω λόγους να μείνω εδώ, μα κάθε φορά που μένω μόνος βρίσκω χιλιάδες λόγους να αποβάλλω τη μοναξιά. Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι σαν εμένα, το ξέρω ότι ακούγεται εγωιστικό ή υπεροπτικό, αλλά αυτή είναι η μοναδική αλήθεια. Σήμερα είναι δύσκολο να βρεις εύκολα τους ανθρώπους εκείνους που κοιτάζοντας τον εαυτό τους θα μπορέσουν να σε καταλάβουν. Ψαρεύω λίγη σιωπή, δανείζομαι στιχάκια, κρύβομαι σε ποιήματα και όταν οι λέξεις φουντώνουν τις σκέψεις μου, όταν τα σημεία στίξης κυνηγούν το μυαλό μου κρύβομαι κάτω από σκεπάσματα, κουλουριάζομαι και αγκαλιάζω τα μαξιλάρια. Γίνομαι ένα με τους φόβους μου, τους αφήνω να με κυριεύσουν, τους αφήνω να με κυκλώσουν, τους αφήνω να με κατασπαράξουν.

Κοιτάζω τις ξεσκισμένες μου σάρκες. Οι πληγές δεν επουλώνονται, δεν προσπαθώ να τις κλείσω, δεν έμαθα να επουλώνω πληγές. Μόνο να τις συντηρώ και μερικές φορές να ανοίγω καινούριες. Δεν έμαθα καν να τις χαϊδεύω ή να τις αγαπάω. Δεν τις κουβαλάω σταυρό πάνω μου, δεν τις έχω για να τονίζω την διαφορά μου. Οι πληγές μου, οι πόνοι μου, οι λόγοι που πληγώνομαι, οι αιτίες που κρύβομαι, που εξαφανίζομαι, που χάνομαι δεν είναι λόγοι και αιτίες φευγιού, αλλά λόγοι και αιτίες σιωπής. Προτιμώ να σωπαίνω, παρά να ουρλιάζω. Προτιμώ να γελάω, παρά να δακρύζω. Προτιμώ να φανερώνομαι, παρά να κρύβομαι. Προτιμώ να αγαπάω, παρά να μισώ. Και κάθε φορά που συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά που προτιμώ να κάνω καταφέρνω να μην τα κάνω, τότε θέλω να το βάλω στα πόδια, να χαθώ από προσώπου γης, να πάψω να ενοχλώ με την ύπαρξή μου.

Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένας άνθρωπος με σκέψεις, δεν είμαι κάτι παραπάνω από αυτό που οι άλλοι βλέπουν στον καθρέφτη. Είμαι αυτό ακριβώς που όλοι οι άνθρωποι μισούν, είμαι αυτό ακριβώς που όλοι οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν, είμαι ακριβώς αυτό που όλοι οι άλλοι βλέπουν μέσα τους. Θα αφήνω πάντα τους άλλους να καρφώνουν καρφιά στο κορμί μου, θα τους αφήνω να ρίχνουν μέσα μου δηλητήριο, θα τους αφήνω να με πονάνε και μετά θα ικετεύω να γιατρέψουν τις πληγές που εκείνοι άνοιξαν πάνω μου, θα τους αφήνω να έχουν την ψευδαίσθηση ότι είναι γιατροί πάνω στην ψυχή μου. Ίσως κάποτε, κάποιος, κάπου, να καταλάβει ότι δεν γιατρεύει τις δικές μου πληγές, αλλά τις δικές του προσπαθεί να κλείσει. Δεν με τρομάζουν οι λέξεις μου, δεν με τρομάζουν τα συναισθήματά μου, δεν με τρομάζουν καν οι σκέψεις των άλλων. Αυτό που με τρομάζει είναι όταν οι άλλοι δεν βλέπουν τις πληγές τους πάνω μου, αλλά τις πληγές μου πάνω τους.

Είμαι μικρός για να αμφιβάλλω για τα συναισθήματα των άλλων, είμαι μεγάλος για να πιστέψω έτσι εύκολα τα λόγια που όλοι ξεστομίζουν. Είμαι όμως έτοιμος να αναιρέσω τα λόγια μου, να αλλάξω τον τρόπο που σκέφτομαι, να κάνω χιλιάδες βήματα πίσω και να ξεκινήσω από την αρχή. Να μετατρέψω τα σωστά σε λάθη και τα λάθη σε σωστά. Είμαι έτοιμος να δημιουργήσω νέες ανάγκες, νέα όνειρα. Είμαι έτοιμος να ανακαλύψω και πάλι νέους τρόπους έκφρασης και νέες αιτίες φευγιού. Είμαι έτοιμος να πάψω να κρύβομαι, είμαι έτοιμος να λιθοβοληθώ για αυτά που νιώθω, για αυτά που σκέφτομαι, για αυτά που λέω. Είμαι έτοιμος να αγαπήσω με άλλους τρόπους, είμαι έτοιμος να τα αλλάξω όλα. Όχι γιατί βαρέθηκα το σήμερα ούτε γιατί το χθες με χτυπάει ούτε βέβαια γιατί το αύριο με τρομάζει, αλλά γιατί το χθες το βαρέθηκα, το σήμερα με τρομάζει και το αύριο είναι πιο αβέβαιο και από το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα.

Από μικρός έμαθα ότι όσοι δεν αλλάζουν δεν είναι άνθρωποι, μα δεινόσαυροι και ότι με μαθηματική ακρίβεια θα εξαφανιστούν. Προτού χαθώ στη λήθη λοιπόν, προτού γίνω παραμύθι ή μύθος ή παράδειγμα προς αποφυγήν, προτού βουλιάξω μέσα σε κινούμενη άμμο θα αναζητήσω όχι την έξοδο κινδύνου ούτε παράθυρο διαφυγής, αλλά την Κερκόπορτα για να εισβάλλω σε νέα επίπεδα σκέψης και ηρεμίας, σε νέες μεθόδους ψυχραιμίας. Δεν είμαι τέλειος μήτε αλάνθαστος, είμαι όμως άνθρωπος κι είμαι έτοιμος να κάνω λάθη, να πονέσω και να κλάψω. Μα είμαι έτοιμος και να γελάσω, να χαρώ και να χορέψω. Κι ας μην ξέρω να χορεύω.

Αν αυτό το λάθος που λέγεται ζωή το ζω εγώ, αν αυτό το λάθος που λέγεται αγάπη το νιώθω εγώ, αν αυτό το μικρό παιδί μέσα μου θέλει να τρέξει σε ένα λιβάδι, θέλει να μαζέψει μαργαρίτες, θέλει να γελάσει, θέλει να πονέσει, αν αυτό το μικρό παιδί θέλει να υπάρξει στη σιωπή, εγώ θα το κεράσω, θα το αφήσω να κολυμπήσει και θα το κάνω να πετάξει. Δεν είναι που το παιδάκι θέλει να ξεφύγει, δεν είναι που θέλει να ουρλιάξει, είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια. Κι όσο θα ονειρεύεται, τόσο καρφωμένο στα ίδια μέρη θα μένει. Για αρχή λοιπόν, φεύγω, έρχεσαι?

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Ο καθρέφτης...


-Σκάσε. Εσύ δεν ξέρεις. Εσύ δεν τόλμησες ποτέ σου να γνωρίσεις και να μάθεις. Έπραττες πάντα με εκείνη τη δόση σιγουριάς που σε έκανε να νιώθεις ότι όλα θα πάνε καλύτερα απ' ό,τι μέχρι σήμερα ήταν, έβγαζες λόγους στεντόρειους, χρησιμοποιούσες λέξεις με διφορούμενα νοήματα, μάγευες και παίδευες μυαλά για να καταλήξεις στο συμπέρασμα που εσύ πάντα ήθελες. Χρησιμοποιούσες την αλήθεια με όποιο τρόπο ήθελες και στο όνομα αυτής γινόσουν λυτρωτής και μεσσίας. Μα τώρα ζητάς απεγνωσμένα κάποιον να σε λυτρώσει, κάποιον να έρθει να σε τραβήξει από το χέρι. Ποτέ δεν έμαθες να πολεμάς, να προσπαθείς, δεν αποδέχτηκες την ήττα. Ποτέ δεν σε ένοιαξε τι θυσίασες για να φτάσεις εδώ, πόσα πτώματα σκόρπισες στο διάβα σου μόνο και μόνο για να νομίζεις ότι έφτασες εδώ με την αξία σου. Έλα, μεταξύ μας είμαστε, παραδέξου τα...

~Ξέρεις, δεν είναι ακριβώς έτσι....

-Πως τολμάς και αντιμιλάς? Ποιος θαρρείς ότι είσαι? Σε μένα τα χρωστάς όλα. Κοίτα με κατάματα και πες μου όλη την αλήθεια. Δεν θα σε μαλώσω, δεν θα σε κατηγορήσω, απλά πες μου όλη την αλήθεια. Θα σε ανακουφίσει, θα δεις. Κοίτα με στα μάτια και πες μου ότι μέχρι σήμερα δεν είπες ούτε ένα ψέμα, ότι έφτασες εδώ που είσαι επειδή το άξιζες, ότι το σώμα σου περιπλανήθηκε τυχαία σε κρεβάτια και αγκαλιές και πως τώρα είσαι πάλι αυτός που νομίζεις ότι είσαι. Ηθικός, σωστός απέναντι στους άλλους, δυνατός χαρακτήρας και χωρίς να κάνεις κανένα να πονάει. Πες μου ότι δεν πλήγωσες ανθρώπους για να νιώσεις εσύ καλύτερα. Ξέρεις όμως ότι κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, αράδιαζες χιλιάδες ψέματα, έπλεκες συνωμοσίες, έπαιζες με τα συναισθήματα των ανθρώπων μόνο και μόνο για να καλύψεις τον εγωισμό σου, για να φανείς Θεός στα μάτια σου, για να νιώσεις άνθρωπος. Μα κάθε φορά βυθιζόσουν πιο βαθιά, αγνοώντας τις φωνές των άλλων που πάταγες χωρίς ίχνος ανθρωπιάς.

~Νομίζω ότι κάνεις λάθος...

-Τι? Συνεχίζεις να λες ψέματα για να σώσεις το τομάρι σου. Συνεχίζεις να κρύβεις αλήθειες, να κατασκευάζεις ιστορίες για να φανείς διαφορετικός, συνεχίζεις να κρύβεσαι πίσω από λέξεις που για σένα δεν έχουν νόημα. Συνεχίζεις να μαζεύεις ιστορίες άλλων για να δημιουργήσεις μια δική σου δακρύβρεχτη και πονεμένη ιστορία. Ποιος νομίζεις ότι είσαι? Γιατί δεν σταματάς λίγο να δεις τι νιώθουν οι άλλοι? Γιατί δεν αφήνεις στην άκρη τον άκρατο εγωισμό σου για να νιώσεις πως πονούν οι άλλοι. Δεν είσαι μόνος σου σ' αυτή τη γη, δεν πατάς μόνο εσύ αυτό το χώμα, δεν περπατάς μόνος μέσα σε χιλιάδες. Πάψε να κλέβεις ιστορίες, πάψε να δημιουργείς εντυπώσεις. Κι άλλοι πονούν κι άλλοι κλαίνε κρυφά τις νύχτες, μόνο που εκείνοι ξυπνούν το πρωί και δεν θέλουν να πονέσουν κανένα. Μην παραμυθιάζεσαι άλλο, μην παραμυθιάζεις άλλο. Νιώσε αυτό που κρύβεται πίσω από τη μάσκα που σου παρουσιάζουν οι άλλοι. Αποδέξου τις πράξεις σου...

~Άφησέ με να σου μιλήσω, άσε με να δικαιολογήσω λίγο τον εαυτό μου...

-Πάλι θες να δικαιολογηθείς? Πάλι θες να κάνεις τον εαυτό σου θύμα? Νομίζεις ότι πάντα εσύ θα είσαι ο αδικημένος? Νομίζεις πάλι ότι σε πολεμάνε? Όχι φίλε μου. Καιρός να μάθεις ότι είσαι υπεύθυνος χιλιάδων πράξεων, χιλιάδων ατιμώρητων εγκλημάτων και πρέπει απόψε να φυλακιστείς, πρέπει απόψε να πιεις το κώνειο χωρίς να προσπαθήσεις να διαφύγεις. Πάψε να το παίζεις ήρωας ενός θλιμμένου δράματος. Δεν είσαι πρωταγωνιστής σε τραγωδία, μην περιμένεις να έρθει η λύτρωση στο τέλος, μα δέξου τον πόνο που δημιούργησες και κάνε κάτι να το αλλάξεις. Για μια φορά στη ζωή σου κάνε κάτι καλό σε κάποιον. Άφησε στην άκρη τον εγωισμό σου, τον κρυμμένο σου εαυτό και περπάτα μπροστά χωρίς να τρέμεις το βήμα σου. Φύγε μακριά από όσους πληγώνεις, φύγε όσο πιο μακριά μπορείς. Κάνε στην άκρη και δεν θα χάσεις. Πάψε να πατάς πάνω στους άλλους.

~Τελικά έχεις δίκιο. Ναι, πάτησα πάνω σε πτώματα, εκμεταλλεύτηκα χιλιάδες καταστάσεις, έκλεψα ιστορίες, έγινα και έκανα όσα μου πετάς στα μούτρα. Εκμεταλλεύτηκα συνειδήσεις. Πλήγωσα ανθρώπους, έγινα σαν το πορτραίτο του Ντοριαν Γκρεϋ. Πρώτα απ' όλα όμως πλήγωσα εμένα, κατέστρεψα εμένα, με σκότωσα τόσες χιλιάδες φορές ώστε να σου δώσω εσένα το δικαίωμα σήμερα να με χτυπάς χωρίς να ρωτάς, να με πονάς χωρίς να βλέπεις το αίμα μου, χωρίς να σε νοιάζει αν η πληγή που τρέχει μένει χρόνια ανοιχτή ή αν άνοιξε μόλις τώρα. Έκανα τόσα, για να επιβεβαιώσω σήμερα σε σένα, ότι δεν είμαι αυτό που νόμιζες, αλλά αυτό που η φαντασία σου θέλει να χτυπήσει. Άφησέ με λοιπόν. Αν είμαι τόσο σκάρτος όσο λες, δεν θα σου λείψω. Το μόνο που θα σου λείψει είναι ένας ακόμη νεκρός...

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Πάρε με...


Σαν δυο φωτάκια βραδινού αεροπλάνου είμαστε. Ίδια πορεία, ίδιος προορισμός, πολλές φορές ίδιες σκέψεις. Σα να περπατάμε εμείς οι δυο μαζί και από πίσω να μας ακολουθούν χιλιάδες, χωρίς να το ξέρουν. Πιλότοι στις ζωές μας και στις ζωές τους και όλοι οι άλλοι ούτε καν συνταξιδιώτες. Ξέρω, είναι εγωιστικό και υπεροπτικό να το λέω αυτό, μα αυτή την αλήθεια βιώνω τώρα και δεν θέλω να την κρύψω ούτε να την κρατήσω μέσα μου, θέλω να την φωνάξω να με ακούσουν όλοι και να χαρούν μαζί μου. Αν και ξέρω πως αμέσως μόλις την φωνάξω δεν θα χαρούν, αλλά θα μας καταραστούν να μην ευτυχήσουμε ποτέ ξανά. Γιατί οι άνθρωποι τις χαρές μας δεν τις νιώθουν, μόνο στις λύπες έρχονται δίπλα κι όταν είμαστε χαρούμενοι μας αφήνουν μόνους να γελάμε και να πετάμε στα σύννεφα. Κι αν γκρεμοτσακιστούμε, θα έρθουν δίπλα μας με ένα βλέμμα συμπόνιας και οίκτου, σα να είμαστε ζητιάνοι στα φανάρια. Μόνο τα δικά σου μάτια έρχονται πάντα για να με αγκαλιάσουν, τα δυο σου μάτια και χαράζουν τον αέρα...

Η αγκαλιά σου είναι η Σκάλα του Μιλάνου και εγώ την αναζητώ νυχθημερόν. Ψάχνω να την βρω μέσα σε δεδομένα, σε τιμολογήσεις και σε επιστολές που μιλούν για θερμογόνο δύναμη και για νέες εγκαταστάσεις. Τραγουδώ για σένα δυνατά, τραγουδώ μαζί σου μουσικές και στίχους ξεχασμένους, που τους ανακαλύπτω όταν ξεκινώ να σου γράψω κάτι. Και τις ώρες που σου γράφω μπαίνουν όλα στην άκρη. Σε φαντάζομαι τώρα στο γραφείο σου, να με διαβάζεις, τα μάτια σχεδόν κολλημένα στην οθόνη, μισόκλειστα, αφοσιωμένα. Δεν ξέρω αν πέφτω μέσα, ξέρω όμως ότι με έμαθες να αγαπάω αυτό το βλέμμα που κάποτε θεωρούσα μυστήριο και πλέον είναι γεμάτο αγάπη, με έμαθες να το διακρίνω, να βλέπω μέσα του και να το αναζητώ. Ζω ένα έργο ονειρικό, μοναδικό, ένα έργο που κάποτε δεν περίμενα να ζήσω κι εγώ απόψε έχω επίσημη πρεμιέρα, όπως κάθε μέρα...

Θέλω να δω το πρόσωπό σου ανθισμένο χωρίς κανένας να μπορεί να το κάνει να μαραθεί. Σαν εκείνο το κίτρινο τριαντάφυλλο που σου είχα αφιερώσει. Σαν εκείνα τα τραγούδια που αν και πέρασαν δεκαετίες τα ακούμε ακόμα. Κλείνω τα μάτια μου, φέρνω στο μυαλό μου την πρόσφατη αγκαλιά σου, νιώθω πάνω μου τα χέρια σου, να με κυκλώνουν, όχι απειλητικά, μα στοργικά, γεμάτα αγάπη, να γιατρεύουν τις χιλιάδες πληγές μου και να γιατρεύουν τις δικές σου. Εσύ, η ίαση μας, η πανάκεια για όλες μας τις αρρώστιες, για όλες τις μαύρες σκέψεις που κατακλύζουν τις νύχτες και τα όνειρα, να με φιλάς όλη τη νύχτα, όσο αντέξεις και να ξυπνάμε κι οι δύο το πρωί με ην ίδια δύναμη, σα να είμαστε δυο κομμάτια που κάποτε έσπασαν κι έπρεπε να περάσουν χρόνια και κύματα για να μας βρουν και να μας ενώσουν...

Σαν φλιπεράκι γελαστό, ξετρελαμένο σε βλέπω να ανοίγεις την πόρτα του αυτοκινήτου και να μπαίνεις μέσα. Να με κοιτάς χαμογελαστή, να με χαιρετάς, να χαίρεσαι που και σήμερα καταφέραμε να βρεθούμε. Ένα φιλί σου στο μάγουλο, ένα δικό μου στο δικό σου, ένα άγγιγμα με τις άκρες των δαχτύλων σου, να σκύβω εγώ να μυρίσω το λαιμό σου, να νιώσω μέσα μου όλα τα αρώματα που το κορμί σου μου χαρίζει. Όπως χαρίζει ένας μεγάλος σε ένα παιδί ένα μάτσο μπίλιες να παίζει, έτσι κι εγώ ακούω το σώμα σου να μου λέει σου δίνω ακόμα μία μπίλια για να παίξεις. Λατρεύω τη γενναιοδωρία σου, λατρεύω όσα απλόχερα μου χαρίζεις τις ώρες που δεν με φοβάσαι, που αφήνεσαι πάνω μου, που με κάνεις να αφήνομαι κάθε μέρα πιο πολύ, πιο δυνατά, πιο βαθιά. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, εσύ κι εγώ και όλοι οι άλλοι πολύ πίσω, πολύ μακριά, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν, χωρίς να μπορούν να δουν και να νιώσουν όλο αυτό το ξεχωριστό που ζούμε...

Κι ύστερα ξάπλωσε κοντά μου και κοιμήσου, κοιμήσου μαζί μου, άσε τα όνειρά μας να μπλεχτούν, άσε με να μπω στους εφιάλτες σου και να σε τραβήξω μακριά, άσε με να φέρω το φως τις ώρες που το σκοτάδι σε βουλιάζει. Εγώ θα πιάσω μια γωνίτσα στο κρεβάτι κι όταν με χρειαστείς θα το νιώσω, δεν θα πρέπει να μου μιλήσεις, να με ξυπνήσεις ή να με αγγίξεις, θα το νιώσω, όπως το ένιωθα κάποτε, παλιά, σχεδόν πριν ένα χρόνο. Όχι πως έχω το κλειδί του παραδείσου, μα σ’ αγαπάω κι αυτό νομίζω είναι κάτι. Κάτι περισσότερο από αυτό που νομίζουμε, από αυτό που οι άλλοι νομίζουν, από αυτό που μας έμαθαν. Εμείς ξέρουμε καλύτερα, εμείς μπορούμε να τους δείξουμε, εμείς μπορούμε να μάθουμε σε όλο τον κόσμο πως είναι η αγάπη, πως είναι να νιώθεις και να ξέρεις ότι δίπλα σου υπάρχει κάποιος που σε αγαπάει...

Άσε με μέσα σου να κρυφτώ, να αισθανθώ τους φόβους σου, να τους ζήσω και να τους απαλύνω, όπως κάνεις εσύ. Έχεις τόση κυριαρχία επάνω μου, στο μυαλό μου, στην καρδιά μου, στο κορμί μου που αφήνομαι σε σένα χωρίς δεύτερη σκέψη, που είναι σα να μην έζησα πριν απ’ το βράδυ αυτό που σε γνώρισα, είναι σα να γεννήθηκα εκείνη τη νύχτα, είναι σα να ήρθες μόνο για μένα. Κι αν όλα αυτά είναι μια αυταπάτη δεν πονάω που την ζω, θα έχω τουλάχιστον αν λέω στον εαυτό μου ότι έζησα κι εγώ κάποτε ένα παραμύθι, που όταν θα γεράσω θα μιλάω γι αυτό σα να το ζω ακόμα και όταν πεθάνω θα συνεχίσει αυτό να ζει, ξεχωριστά από μένα, γιατί πρώτα φτιάχτηκε το παραμύθι και μετά γεννήθηκα εγώ. Πρώτα ειπώθηκε το "ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κοριτσάκι" και μετά μπήκε μέσα το αγοράκι...

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Κάθε μου σκέψη...


Πως να αρχίσω? Πως να ξεκινήσω να σου πω όσα με τρόπο σου δείχνω. Δεν είμαι καλός σ' αυτά, ποτέ δεν ήμουν. Ξέρω ότι όλα αυτά που νιώθω είναι δυνατά και προσπαθώ να βρω τρόπους να στο δείξω, συνεχώς ανακαλύπτω νέους, συνεχώς αναζητώ νέους. Δεν ξέρω αν θα τα πιστέψεις καν, φοβάμαι ότι σε πλήγωσαν τόσοι που τα δικά μου λόγια πέφτουν στο κενό. Δεν είναι ότι δεν ξέρω την αλήθεια, δεν είναι ότι δεν την βλέπω, δεν είναι ότι δεν τη νιώθω, είναι ότι φοβάμαι πιο πολύ κι από μικρό παιδί μήπως χαθούν όλα εκείνα που έψαχνα από τη μέρα που γεννήθηκα, μήπως εξαφανιστούν όλα εκείνα που κυνηγούσα, όλα εκείνα που ονειρευόμουν. Δεν θέλω να σε χάσω και κάθε μέρα που περνάει φοβάμαι περισσότερο μη σε χάσω. Είναι κι αυτή η σιωπή σου που με τρομάζει τόσο, που όσο κι αν την αναζητώ τόσο τη φοβάμαι.

Κλείνω τα μάτια μου και σε σκέφτομαι. Σε σκέφτομαι συνέχεια. Κοιτάζω τους τοίχους και βλέπω τα μαλλιά σου, εκείνα τα όμορφα μαλλιά που λατρεύω να τα αγγίζω, που μέσα τους βλέπω μια ολόκληρη ιστορία. Οι ανταύγειές σου είναι οι δρόμοι που θέλω να ταξιδέψουμε μαζί και τα υπόλοιπα είναι οι κάμποι που τους κοιτάζουμε για να μη χαθούμε στο ταξίδι. Κάθε που τα αγγίζω φεύγω μακριά, σε όλους εκείνους τους δρόμους που θέλω να περπατήσω, σε όλα εκείνα τα μέρη που θέλω να σε πάω, που θέλω να σου δείξω. Άλλες φορές πάλι νομίζω ότι είναι καταρράκτες κι ότι το τα νερά τους με δροσίζουν, με κάνουν να κολυμπώ μέσα τους, με λούζουν μέχρι να μουλιάσει το σώμα μου κι εσύ να έρθεις να το σκουπίσεις με τα φιλιά σου.

Σκέφτομαι τα δάχτυλά σου, τα νιώθω να τρέχουν πάνω στο σώμα μου, να ταξιδεύουν πάνω μου και να ανατριχιάζω ολόκληρος. Τα νιώθω να ανακαλύπτουν κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και να ανεβαίνουν μέχρι τα χείλη μου. Κάθε δάχτυλο μια άλλη ιστορία. Τις γεύομαι αργά, τις αφήνω να γίνουν ένα με μένα. Τις αισθάνομαι όλες μέσα μου και ριγώ. Είναι όλα εκείνα που ήθελες να πεις, όλα εκείνα που θες να καταλάβω και όλα εκείνα που προσπαθείς να μου κρύψεις, αλλά με τρόπο εγώ τα μαθαίνω. Ξεκινώ με τον αντίχειρά σου, με την άκρη ων δαχτύλων σου, που εκτός από το να κρατάει ποτήρια και μολύβια είναι και μια μεγάλη πύλη για το υπόλοιπο χέρι σου. Κι ο δείκτης σου, που είναι σα να δείχνει την ηδονή όταν τον γεύομαι, εκείνος ο δείκτης που με κάνει να μπαίνω όλο και πιο βαθιά μέσα σου. Κατεβαίνω και φιλάω τις φλέβες σου, τις δαγκώνω, τις πιπιλάω και μετά τις ξαναφιλάω, μέχρι να ακούσω την ηδονή σου.

Ανακαλώ από τη μνήμη μου τα χείλη σου. Αχ, αυτά τα χείλη σου, όταν αγγίζουν τα δικά μου είναι σα να ήρθες για μένα. Μου αρέσει απλά να τα αγγίζω με τα δικά μου, να τα νιώθω πάνω στα χείλια μου και με κλειστά τα μάτια να ξεφεύγω από κάθε μαύρη σκέψη, να πηγαίνω σε έναν κόσμο όπου μόνο εσύ υπάρχεις και κανείς άλλος. Μόνο εσύ κι εγώ. Και ζούμε σε αυτό το κόσμο, μόνοι μας, χωρίς να έχουμε κανέναν άλλον ανάγκη. Ζούμε αυτό τον κόσμο μέσα από τα χείλη σου. Ταξιδεύουμε μέσα σ' αυτό τον κόσμο. Βρίσκουμε νέες πολιτείες, βρίσκουμε άλλους τρόπους έκφρασης, βρίσκουμε άλλους τρόπους να ηρεμήσουμε. Με ένα φιλί, με ένα άγγιγμα. Με μια λέξη που μπορεί να αφήσουμε την ώρα που αγγιζόμαστε, την ώρα που ενώνονται οι γλώσσες μας, την ώρα που τα υγρά μας αλλάζουν μέσα στα στόματά μας.

Σε φιλάω πίσω από το αυτί. Είναι σα να σου ψιθυρίζω λέξεις. Νομίζω ότι σε ακούω κιόλας να μου απαντάς. Νομίζω ότι σε ακούω να φωνάζεις με κλειστά τα μάτια. Αφήνω τη γλώσσα μου να παίξει με το λοβό του αυτιού σου. Αφήνω τα χείλη μου να φιλήσουν όλο σου το πτερύγιο και σε ακούω να αναστενάζεις. Μυρίζω όλα τα υγρά του σώματός σου. Γεύομαι όλο το άρωμα που αναδύει το κορμί σου. Το αφήνω να με γεμίσει, να με μεθύσει. Είναι σα να έχεις βάλει σε ένα μπουκάλι φύλλα από τριαντάφυλλα, από ορχιδέες, λίγο κόκκινο κρασί και τη μυρωδιά της άνοιξης. Κάθε που σε μυρίζω νομίζω ότι θα βρω μαργαρίτες και παπαρούνες σπαρμένες σε όλο σου το κορμί, νομίζω ότι θα βρω ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια, διαφορετικά λουλούδια. Το άρωμά σου μπορεί να κάνει και τον πιο φτωχό να γεμίσει λίρες τα μπαούλα του, μπορεί να κάνει τον πιο πλούσιο να χαρίσει τα λεφτά του, μπορεί να κάνει εμένα να σωπάσω για μέρες, για χρόνια, αρκεί να σε μυρίζω και να μεθάω.

Δεν ξέρω αν μπορώ να πω άλλα, δεν ξέρω αν το θέλω. Ξέρω μόνο ότι κάθε φορά που σε γεύομαι, κάθε φορά που σε νιώθω, κάθε φορά που τα υγρά σου κολλάνε πάνω μου, ανασταίνομαι. Ταξιδεύω πιο μακριά και από τα αστέρια. Ανακαλύπτω ένα νέο σύμπαν, ένα νέο κόσμο που μαζί ζούμε. Δεν θέλω να σταματήσω να σου μιλάω, αλλά δεν θέλω και να στερέψω. Και κάθε φορά που νομίζω ότι δεν έχω τίποτε άλλο να πω, μου λες μια λέξη, με κοιτάς με ένα βλέμμα, αναδύεις μία νέα μυρωδιά που μου γεννάει χίλιες δυο νέες λέξεις, με κάνει να δημιουργώ νέες λέξεις, με κάνει να θέλω να μάθω νέες λέξεις, σαν αυτές που εσύ ξεστομίζεις σε άσχετες στιγμές και με κρατάς πάλι κοντά σου, πάλι δίπλα σου, με τραβάς μέσα σου, με αφήνεις να μπω μέσα σου και να ακούω κάθε σου σκέψη, να ακούς κάθε μου σκέψη και να με κοιτάς με εκείνο το ανεξήγητο και μυστήριο βλέμμα που με τίποτα στον κόσμο δεν θα άλλαζα. Ούτε με τη ζωή μου.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Θυμάμαι απόψε που τ' αστέρια με κυκλώσανε...


ΕΚΕΙΝΟΣ: Θυμάμαι απόψε που τ' αστέρια με κυκλώσανε εσένα να με κοιτάς με αυτά τα πελώρια παιδικά σου μάτια και να βάζεις το χέρι σου στο μάγουλό μου. Να ακουμπάει όλη η παλάμη σου και με τον αντίχειρά σου να με χαϊδεύεις. Εκείνη τη στιγμή λες όσα ποθώ να ακούσω, παίρνεις μακριά μου όλους τους φόβους και με κάνεις να πηγαίνω πάντα μπροστά. Είναι η στιγμή που δεν θέλω με τίποτα να φύγει, είναι η στιγμή που φοβάμαι πως αν τελειώσει θα με ξεχάσεις και θα με αφήσεις εδώ να καίγομαι και να φουντώνω για σένα. Το χέρι σου όμως, η αίσθηση της αφής σου, η ανάσα σου που μπλέκεται με τη δική μου είναι όλα εκείνα τα λόγια που λαχταρώ, που αγαπάω, που λατρεύω να ακούω, που φοβάμαι μην τα χάσω. Εκείνες τις στιγμές νιώθω ότι μπορώ να πετύχω τα πάντα. Όσο το χέρι σου θα υπάρχει στο μάγουλό μου, εγώ θα μπορώ να πετύχω τα πάντα.

ΕΚΕΙΝΗ: Φοβάμαι ότι αν σταματήσω να σε χαϊδεύω, θα σε χάσω. Δεν έχω πάψει στιγμή να σε αναζητώ, να σε ψάχνω μέσα στα σεντόνια μου, να παίρνω αγκαλιά τα μαξιλάρια και να κοιμάμαι ήρεμη, γαλήνια. Το χέρι μου επάνω σου, δεν είναι μια απλή πράξη αγάπης, είναι ο κόσμος μου, που ξεκουράζεται πάνω σου και για λίγο ηρεμεί. Είναι η σκέψη μου που αδειάζει και χαλαρώνει μέχρι να έρθει το επόμενο πρωί και να γεμίσει με λέξεις που θέλω να διώξω. Είναι τα λόγια που φοβάμαι πως αν τα ξεστομίσω θα γίνουν πέτρες και θα με λιθοβολήσουν. Είναι το μεταξύ μας κενό, που περιέχει όσα θέλω να σου πω, όσα θέλω να σου κάνω. Νιώθω σαν μικρό όταν το χέρι μου αφουγκράζεται την ανάσα σου, νιώθω σαν μικρό παιδί όταν η σκέψη μου μπλέκει με την δική σου και λες όσα θέλω να πω. Νιώθω απροστάτευτη και σε φοβάμαι τόσο που προτιμώ να σε χάσω, παρά να σε έχω.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Με τρομάζεις όταν λες εκείνα που εγώ θέλω να σου πω. Όταν μου χαρίζεις αυτά που θέλω να σου χαρίσω. Δεν το έζησα ξανά ποτέ στη ζωή μου και κάθε τι καινούριο με τρομάζει. Δεν θέλω όμως να το χάσω. Αν χάσω αυτή την επαφή μαζί σου θα χάσω το μυαλό μου. Σε βλέπω να προχωράς κα σε χαίρομαι. Βλέπω το βήμα σου, αυτό το σταθερό σου βήμα που με κάνει να βαδίζω δίπλα σου, βλέπω αυτή τη σιγουριά που με κάνει να είμαι πιο σίγουρος. Και ξέρω πως αν στο δρόμο μου πεταχτούν φίδια και δράκοι, μαζί θα πολεμήσουμε, γιατί μέχρι σήμερα μαζί πολεμάμε και μαζί αναζητούμε τρόπους να αφήσουμε όλα εκείνα που μπορούν να μας καταστρέψουν έξω από εμάς.

ΕΚΕΙΝΗ: Νιώθω σα να χτίζουμε ένα σπίτι, ένα κάστρο που θα μείνουμε οι δυο μας και δεν θα αφήσουμε άλλους να μπουν εκεί μέσα. Το βλέπω το παλάτι ετούτο. Δεν έχει πεντακόσια σκαλοπάτια, μα είμαι σίγουρη πως ακόμα κι αν είχε, εσύ θα έβρισκες τρόπους να μην τα ανέβουμε ποτέ. Μου αρέσει που αφήνομαι πάνω σου και δεν φοβάμαι άλλο πια. Είναι όμορφο τελικά να γυρίζεις το βράδυ σπίτι σου και να πέφτεις για ύπνο έχοντας έναν άνθρωπο να σε κάνει να κοιμηθείς και να πάρει μακριά όλο το άγχος και όλη την σκέψη. Είναι όμορφο να κάνεις όλα εκείνα τα μικρά και καθημερινά που σε αναζωογονούν και δείχνουν πόσο όμορφη είναι η ζωή. Είναι όμορφο να μπορείς να πηγαίνεις κάθε μέρα λίγο πιο μπροστά και στο τέλος να ξέρεις ότι διένυσες μια ολόκληρη έρημο. Αν υπάρχει Θεός που βρίσκεται τώρα?

ΕΚΕΙΝΟΣ: Εδώ είναι, δεν τον βλέπεις?

ΕΚΕΙΝΗ: Που?

ΕΚΕΙΝΟΣ: Εδώ...

(Έσκυψε και την φίλησε...)

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Σικέ...


Έφτασε στο σπίτι του. Πάρκαρε με προσεκτικές κινήσεις το αμάξι του, έκλεισε τα φώτα και την μουσική, έσβησε τη μηχανή και μάζεψε τα πράγματά του. Βγήκε από τ' αμάξι και το κλείδωσε. Προχώρησε προς την πολυκατοικία, άνοιξε την καγκελόπορτα και την άφησε πίσω του μισάνοιχτη. Ανέβηκε τα σκαλιά με αργό βήμα, κάπως βαριεστημένο και πλησίασε στην είσοδο. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άφησε να κλείσει πίσω του μόνη της. Περνώντας μπροστά από τον καθρέπτη κοντοστάθηκε και κοίταξε για μια στιγμή τον εαυτό του. Δεν κάθισε πολύ όμως εκεί και συνέχισε προς το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί και περίμενε να κατέβει από τον τρίτο. Μόλις έφτασε άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα κοιτάζοντας και πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη. Πάτησε το κουμπί να τον πάει στον δεύτερο και άρχισε να κοιτάει τα κλειδιά του από αμηχανία, περιμένοντας να φτάσει έξω από την εξώπορτα. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. Μπήκε μέσα και κλείδωσε βγάζοντας όμως το κλειδί, λες και περίμενε κάποιον να έρθει να την ξεκλειδώσει ή λες και μαζί με την πόρτα του σπιτιού θα ξεκλείδωνε και την ψυχή του.

Προχώρησε στον διάδρομο κι έκανε μια μικρή στάση στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, το κοίταξε σα να έβλεπε τηλεόραση και τελικά έβγαλε ένα μπουκάλι με νερό. Έσβησε το φως της κουζίνας και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Άνοιξε την πόρτα και το φως. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε ένα σορτσάκι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έστριψε ένα τσιγάρο κι έσβησε το φως. Άναψε την τηλεόραση. Πέρασε τα κανάλια γρήγορα, έφτασε στην αρχή και μετά τα ξαναπέρασε δύο και τρεις φορές. Ρουφούσε το τσιγάρο του σα να ήταν οξυγόνο και φυσούσε τον καπνό σα να απελευθέρωνε όλη την ένταση της ημέρας. Ήπιε δυο γουλιές από το κρύο νερό και άφησε το μπουκάλι ανοιχτό στο κομοδίνο του. Συνέχισε να καπνίζει και να αλλάζει τα κανάλια με μανία. Το ένα είχε δυο πολιτικούς που μάλωναν για το ασφαλιστικό. Στο άλλο έδειχνε μια ταινία δράσης, από αυτές που ο ήρωας τρέχει και το χάρτινο σκηνικό που βρίσκεται πίσω του ανατινάζεται. Στο παρακάτω κανάλι κάποιοι άλλοι δικαίωναν τη ρήση του Αντυ Γουορχολ κρατώντας ένα μικρόφωνο στο χέρι. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και το έσβησε, σα να έσβηνε όλα εκείνα που από το πρωί τον κατέτρεχαν.

Κάποιο άλλο κανάλι έπαιζε μια ερωτική ταινία. Ο άντρας έγδυνε την γυναίκα και τη φιλούσε στην αρχή στο λαιμό. Έπειτα κατέβηκε στο στήθος και όταν έφτασε πιο χαμηλά εκείνη τον σταμάτησε. Τον φίλησε στο στόμα και μετά άρχισε να τον φιλάει στο λαιμό, ύστερα πίσω από το αυτί και σιγά σιγά κατέβηκε στους ώμους του. Ανέβηκε πάνω του και άρχισε να κουνιέται κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος της ανταπέδιδε το βλέμμα, προδίδοντας όσα δεν μπορούσε μερικά λεπτά πριν να της εκφράσει με λέξεις. Την γύρισε ανάποδα και μπήκε από πίσω της, ενώ εκείνη έδειχνε πόσο πολύ απολάμβανε την στιγμή κρατώντας τον από τον αυχένα και κολλώντας το σώμα της πάνω του. Της άγγιξε το στήθος και την φίλησε στο στόμα, ενώ κόλλησε με μεγαλύτερη δύναμη και ηδονή πάνω της. Άφησε το τηλεχειριστήριο στην άκρη και πέρασε το χέρι του μέσα από το εσώρουχό του. Άρχισε να αυνανίζεται. Στην αρχή αργά και κάπως βαριεστημένα, σα να μη το ένιωθε, σα να μην το ήθελε, αλλά να το έκανε κάπως σαν αγγαρεία. Αργότερα ένιωσε την στύση του στο χέρι του και άρχισε να το κουνάει πιο γρήγορα. Τέλειωσε στο πάτωμα και το σκούπισε με μια χαρτοπετσέτα. Την πέταξε στα σκουπίδια και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του. Κουκουλώθηκε και αγκάλιασε τα μαξιλάρια προσπαθώντας να αγκαλιάσει τη μοναξιά του.

Δεν τον πειράζει που άλλη μια νύχτα έριξε τις αποδείξεις του στα σκουπίδια. Δεν τον πειράζει ούτε που έχει ονομάσει τα μαξιλάρια του. Δεν τον πειράζει που θα κοιμηθεί με τύψεις και ντροπή. Τον πειράζει που το πρωί θα ξυπνήσει και θα το έχει ξεχάσει. Που χιλιάδες άλλοι και άλλες θα αναζητούν μια αγκαλιά και θα συνεχίσουν να δίνουν ονόματα στα μαξιλάρια. Τον πειράζει που σαν θα βγει έξω θα δει κόσμο να γελάει δυνατά, δήθεν ευτυχισμένος. Τον πειράζει που μόνο εκείνος δείχνει τρωτός κι ας ξέρει ότι δεν είναι. Τον πειράζει που όλοι οι άλλοι θα τσεκάρουν την επιφάνεια και θα απορρίψουν το φαίνεσθε, χωρίς ποτέ να δώσουν σημασία στο είναι. Τον πειράζει που άρχισε να μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, σα να είναι κάποιος άλλος. Σα να έγινε κάποιος άλλος. Λες να έγινε κάποιος άλλος? Λες να έγινα αυτός ο άλλος?

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Σιωπή...


Βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε, αρπάξαμε το πλέγμα της ζωής, νομίζαμε πως ήταν τριαντάφυλλο και γεμίσαμε τα νιάτα μας πληγές. Τώρα βολοδέρνουμε δεξιά κι αριστερά. Αναζητούμε έρωτες, βουλιάζουμε σε αγκαλιές που μας κλωτσούν και γεμίζουμε την ποτίστρα μας με αιτίες φευγιού. Κάθε μέρα κι ένας δρόμος, κάθε δρόμος κι ένα αδιέξοδο, κάθε αδιέξοδο κι ένας τοίχος. Σε αυτό τον τοίχο χαράξαμε μια καρδιά και τ' όνομά μας. Τα αφήσαμε εκεί να μένουν αιώνια. Όσους όρκους δεν μπορούμε εμείς να κρατήσουμε τους χαράζουμε σε τοίχους, παγκάκια και τσιμεντένια δάπεδα. Δεν σκέφτηκε κανείς όμως ότι όλα τούτα είναι αναλώσιμα. Ο τοίχος θα πέσει, το παγκάκι θα το αλλάξουν όταν περάσει η μόδα του και πάνω στο τσιμέντο θα στρωθούν μάρμαρα ή πλάκες. Θα ψάχνουμε στα τούβλα να βρούμε τους όρκους μας, στις χωματερές να βρούμε το παγκάκι μας ή θα αφήνουμε λουλούδια σα μνημόσυνο πάνω από το μάρμαρο, που στολίζει τώρα το πεζοδρόμιο.

Και τα χρόνια θα περάσουν. Κανείς μας ποτέ δεν θα καταλάβει τα λόγια. Θα ήθελα να ήμουν λογοτέχνης, να γράφω ένα κείμενο και να φεύγει από μένα, να μην είναι πλέον δικό μου, να το κάνει ο καθένας ό,τι θέλει κι εγώ να καμαρώνω που είμαι ο πατέρας του. Δεν είμαι όμως και με πονάει να βλέπω να συμπεριφέρονται έτσι στα κομμάτια της ψυχής μου. Αντιμετωπίζουν τις λέξεις μου σαν αποκυήματα της φαντασίας μου, αλλά κανείς δεν αναζητά την ανάγκη μου να εκφραστώ. Αφού ο κάθε ένας καταλαβαίνει ό,τι εκείνος θέλει, αφού ο κάθε ένας παίρνει το δικό του κομμάτι, γιατί εγώ να μιλάω? Γιατί εγώ παιδεύομαι να βγάλω την ψυχή μου στη φόρα και κανείς δεν το καταλαβαίνει? Διαλέγω λοιπόν την σιωπή κι όσα λόγια θελήσω να πω θα τα πω αλλού, θα βρω άλλους τρόπους. Εκεί τουλάχιστον θα είμαι σίγουρος ότι ο καθένας θα καταλαβαίνει εκείνο που θέλει.

Αγαπώ σημαίνει ζω, αγαπιέμαι σημαίνει αξίζω, αγαπώ και αγαπιέμαι σημαίνει αξίζει να ζω. Αν λείπει ένα από τα δύο στοιχεία τότε κάθε σχέση είναι άδεια, ανολοκλήρωτη και χωρίς κανένα μέλλον. Κάθε σχέση γεμίζει αδιέξοδα, αν κάποιος δε νιώθει κάποιο από τα δύο. Δε με νοιάζει λοιπόν πλέον αν ζω ή αν αξίζω, δε με νοιάζει αν αξίζει να ζω. Δε με νοιάζουν τα λόγια εκείνων που μιλούν για αγάπη, την ένιωσα μέσα μου από όλους, τη νιώθω και θα συνεχίσω να τη νιώθω. Δε με νοιάζουν οι λέξεις που θα καταπραΰνουν τις στιγμές μου, δε με νοιάζουν ούτε οι αγκαλιές που θα ξορκίσουν τις σκέψεις μου. Δε με νοιάζει αν ο ήλιος θα ανατείλει το πρωί κι εγώ θα βουλιάζω σε σιωπές που δεν επέλεξα. Δε με νοιάζει αν θα έρθει κάποιος γεμάτος λουλούδια να με ξυπνήσει το πρωί. Με νοιάζει αν τα λουλούδια αυτά θα έχουν αγκάθια, με νοιάζει αν ο ήλιος θα δύσει, με νοιάζει αν οι αγκαλιές θα είναι επειδή νιώθουν τις σκέψεις μου, αν οι λέξεις θα πουν αυτό που σκέφτομαι.

Κάθε μέρα βλέπω το τέλος να πλησιάζει. Το αποφεύγω προσπαθώντας να το αλλάξω, αν αφεθώ θα βουλιάξω μαζί του στην άβυσσο που τη νιώθω να με παρασέρνει. Βαρέθηκα να εκμεταλλεύονται τα λόγια μου, βαρέθηκα να μιλάω και να χτυπάω σε τοίχο, βαρέθηκα να τρακάρω κάθε νύχτα και το πρωί να ξεκλειδώνω το αμάξι μου. Βαρέθηκα να πληγώνω τα χέρια μου με αγκάθια, βαρέθηκα. Θέλω να σωπάσω, θέλω να κρεμάσω ένα χαρτάκι στην πόρτα μου που να γράφει "do not disturb" και να κλειστώ εκεί μέσα μόνος μου, όπως ήμουν πριν, όπως ήμασταν όλοι μας πριν. Ξέρω ότι δεν θα το κάνω, ξέρω ότι κανείς δεν θα μπορέσει να νιώσει τα ψήγματα που με κόπο προσπαθώ να του δώσω, ξέρω ότι ούτε εγώ μπορώ να νιώσω τα ψήγματα που μου δίνουν. Θα αφεθώ λοιπόν στην αυτοκαταστροφή μου και στις τάσεις φυγής κι όποιος πιστός ακολουθεί. Σιωπή, μόνο αυτό έμεινε, σιωπή...

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου...


Βράδυ Σαββάτου. Η Αθήνα άναψε τα μεγάλα φώτα. Κόσμος στα αυτοκίνητα στριμώχνεται στους δρόμους, κορνάρει, τα φλας αναβοσβήνουν και και οι οδηγοί χώνονται βιαστικά χωρίς μια συγγνώμη ή ένα νεύμα του κεφαλιού. Οι μηχανές σφηνώνουν ανάμεσα σε καθρέφτες αυτοκινήτων και χέρια κρεμασμένα στα παράθυρα, που μερικές φορές κρατούν ένα τσιγάρο, νομίζοντας έτσι ότι διατηρούν τη φωτιά που έκαιγε κάποτε μέσα τους. Τα λεωφορεία μεταφέρουν κόσμο και οι επιβάτες χαζεύουν από τα παράθυρα. Οι ταξιτζήδες αμίλητοι κοιτάζουν τον δρόμο. Αν κάποιο φανάρι γίνει κόκκινο, όλοι σταματούν και κοιτούν τα άλλα αυτοκίνητα, δεν κοιτάζουν γύρω τους, δεν αγκαλιάζουν την ψυχή του άλλου, παρά προτιμούν να ξύσουν την μύτη τους, το αυτί τους ή το κεφάλι τους. Περιμένουν βασανιστικά να ανάψει το πράσινο και να ασχοληθούν με τον λεβιέ των ταχυτήτων, δήθεν ότι τα χέρια τους έχουν άλλη δουλειά τώρα. Αφήνουν το βάρος στον συνοδηγό. Προσπερνούν ένα ζευγάρι που περπατάει χέρι χέρι και το κοιτούν για μια στιγμή νωχελικά, θυμούνται πως ήταν στην αρχή και πως έγιναν σήμερα. Μα δεν θα αλλάξουν τίποτα. Στο επόμενο φανάρι θα προτιμήσουν να καθαρίσουν την μύτη τους, παρά την ψυχή τους.

Βράδυ Σαββάτου. Ανηφορίζω πεζός τον δρόμο. Από τις λίγες φορές που προτιμώ τα πόδια μου από το αυτοκίνητο. Χαζεύω τις βιτρίνες, τους περαστικούς, τους οδηγούς. Σε μια πόλη με πέντε εκατομμύρια κατοίκους η μοναξιά μου μοιάζει πριγκιπική και συγχρόνως επιβαλλόμενη. Όχι, δεν την διάλεξα τέτοια μοναξιά, μου επιβλήθηκε και δεν μπορώ πλέον να την αποχωριστώ ούτε την αγκαλιάζω, απλώς συνυπάρχουμε. Οι δρόμοι μας δεν είναι κοινοί. Εγώ τον δικό μου, εκείνη τον δικό της. Απλά μερικές φορές με επισκέπτεται, μπαίνει στο μονοπάτι μου, με καταδιώκει μέχρι να με γεμίσει σημάδια και πληγές και μετά φεύγει, με αφήνει να τις γιατρέψω, μέχρι να έρθει να με κατασπαράξει. Αετός του Δία εκείνη κι εγώ ο Προμηθέας. Κι όλα αυτά γιατί? Επειδή κάποια στιγμή έδωσα στον εαυτό μου λίγη φωτιά να παίξει. Επειδή κάποτε ανέβηκα σε μια ταράτσα και είδα την δική μου φωτιά πιο δυνατή από εκείνη του διυλιστηρίου, επειδή κάποτε πίστεψα ένα φεγγάρι και ένα ρολόι πάνω σε έναν λόφο, επειδή κάποτε έβγαλα την πληγωμένη μουσική από μέσα μου. Επειδή κάποτε έκανα το λάθος να πιστέψω σε μένα περισσότερο απ' ό,τι πίστευα τους άλλους ανθρώπους.

Βράδυ Σαββάτου. Ζευγάρια στον δρόμο περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Μια παρέα πιο κάτω συζητάει που να πάει και τι να κάνει. Δυο τύποι παραπέρα μπαίνουν σε έναν οίκο ανοχής και κοιτούν μην τυχόν τους βλέπει κανένας γνωστός. Κάποιο άλλο ζευγάρι μαλώνουν, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο. Ένας παππούς κάθεται στο απέναντι παγκάκι και στηριζόμενος στην μαγκούρα του τους παρατηρεί. Τον προσπέρασε η εποχή μας, μα εκείνος στέκει εκεί. Δεν τον νοιάζει. Κάθεται και την παρατηρεί προσπαθώντας όχι να την καταλάβει ούτε να την εξηγήσει, μα να την ζήσει έστω και με τα μάτια των άλλων. Δεν την κατηγορεί, μα την πλησιάζει λίγο γεροντίστικα, με μια μαγκούρα στο χέρι και με βήμα αργό. Παρατηρεί και μένα που τον κοιτάζω. Ίσως να αναρωτιέται τι σκέφτομαι. Κι όμως ξέρει. Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε αυτό τον πολυσύχναστο δρόμο που περπατάω μόνος μου, χωρίς έναν φίλο ή μια κοπέλα στο πλευρό μου. Είμαι μόνος μου και το δείχνω, όσο καλύτερα μπορώ, όσο περισσότερο μπορώ. Ακούω την φωνή του μέσα μου: "Είμαι ογδόντα και δεν γέρασα, είσαι τριάντα και περιμένεις να πεθάνεις".

Βράδυ Σαββάτου. Αναζητώ παντού την μορφή σου. Βλέπω μπροστά μου μια κοπέλα που έχει ίδια μαλλιά με σένα. Πιο κάτω άλλη μια κοπέλα περπατάει, τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, μου χαμογελάει. Έχει τα μάτια σου. Σταματάω σαστισμένος και την κοιτάζω. Εκείνη παύει να χαμογελάει και επιταχύνει το βήμα της. Καθώς με προσπερνάει στρέφει το βλέμμα της μπροστά. Εγώ δεν παύω να κοιτάζω τα μάτια της. Γυρίζει και με κοιτάζει, εγώ έχω σαστίσει. Αρχίζει να τρέχει φοβισμένη. Προχωράω πιο κάτω και βλέπω μια άλλη κοπέλα με τα χείλια σου. Δεν την κοιτάζω επίμονα, μα δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Την ακούω να μιλάει στο κινητό και παρατηρώ το στόμα της να ανοιγοκλείνει. Με προσπέρασε κι αυτή. Χάθηκε λίγα μέτρα πίσω από μένα. Κλείνω τα μάτια μου και σε φαντάζομαι. Όσο κι αν εύχομαι να μπορούσα να ενώσω αυτές τις τρεις κοπέλες μεταξύ τους, αφού δεν μπορώ να τους περάσω την ψυχή σου δεν θα έχω καταφέρει τίποτα.

Βράδυ Σαββάτου. Γυρίζω σπίτι μου. Ξαπλώνω κι ανοίγω την τηλεόραση. Βλέπω την μορφή σου μέσα στην οθόνη. Όχι, δεν είσαι στις ειδήσεις κάποιου καναλιού, υπάρχεις συνέχεια μπροστά μου. Κοιτάζω τον τοίχο, είσαι πάλι εκεί, βάζω μπροστά μου το μαξιλάρι και πάλι σε βλέπω. Κλείνω τα μάτια μου, νιώθω τα χείλη σου να πλησιάζουν το στόμα μου, ενώνονται απαλά, νιώθω τα μάγουλά μου να φλογίζονται από τα φιλιά σου, τον λαιμό μου να παίρνει φωτιά, το χέρι σου χώνεται μέσα στα μαλλιά μου και τα ανακατεύει. Δεν μπορώ να κουνηθώ, μένω εκεί, ακίνητος, απολαμβάνω αυτή τη μικρή στιγμή που η φαντασία μου χαρίζει. Τα χέρια σου πιάνουν τα μάγουλά μου, με φιλάς στο στόμα διακεκομμένα. Δεν μπορώ να αντιδράσω. Όχι, δεν είναι ότι δεν μπορώ, δεν θέλω να αντιδράσω. Ξαπλώνεις δίπλα μου, δεν με αγκαλιάζεις, αλλά με κοιτάς. Γυρίζω κι εγώ και σε κοιτάω. Δεν κρατάω το χέρι σου, δεν σε χαϊδεύω, σε κοιτάω βαθιά στα μάτια και σε βλέπω να χαμογελάς. Ανοίγω απότομα τα μάτια μου. Δεν είσαι δίπλα μου. Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου. Τα ξανακλείνω. Δίπλα μου είσαι...

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις...


Ίσως ένα πρωί να ξυπνήσεις και να με πάρεις τηλέφωνο να μου πεις ότι με θες. Να αφήσεις κατά μέρος κάθε σου εγωιστική αντίδραση, κάθε σου ανασφάλεια και κάθε σου φόβο και να γυρίσεις να μου το πεις στα ίσια, κατάματα. Χωρίς αναστολές, χωρίς να φοβάσαι για το αν θα σε κρίνω. Ίσως να έρθεις με ένα λουλούδι και να μου πεις μέσα σε δάκρυα χαράς ή με ένα απλό, ήρεμο χαμόγελο ένα σκέτο "ήρθα". Δεν θα σε παρεξηγήσω, δεν θα απαιτήσω τίποτα περισσότερο. Θα μου αρκεί αυτό. Το ότι ήρθες έτσι όπως ήρθες. Δε θα με νοιάζει τίποτα περισσότερο, δεν θα ψάχνω κάτω από σκεπάσματα ούτε πίσω από τις λέξεις. Θα πάψω να αγκαλιάζω το μαξιλάρι και θα σταματήσω να κρύβομαι από το φως.

Ίσως πάλι να συναντηθούμε τυχαία στον δρόμο. Εσύ θα περιμένεις ταξί να σε πάει σπίτι κι εγώ περνώντας από εκεί θα σου προτείνω να πάμε για έναν καφέ. Θα μιλήσουμε λίγο. Δεν θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα θέματα, θα τα αποφύγουμε, θα μιλάμε "περιφερειακά" και θα χωρίσουμε με μιαν απλή καληνύχτα. Θα πάμε και οι δύο σπίτια μας και θα σκεφτόμαστε πόσο όμορφη ήταν η βραδιά. Θα ξέρουμε ότι αν τολμήσουμε να αρχίσουμε από την αρχή θα καταλήξουμε στα ίδια κι έτσι δεν θα στείλει κανείς ένα μήνυμα ούτε θα πάρει ένα τηλέφωνο. Δεν θα τολμήσουμε να σπάσουμε την σιωπή. Θα αρκεστούμε σε αυτή την μικρή χαρά: "Τον είδα καλά, γελούσε". "Την είδα καλά, με άκουγε". Κι έτσι θα προτιμήσουμε την σιωπή. Αυτή τη σιωπή που πάντα θα ψιθυρίζει στο αυτί μας "πάρε τηλέφωνο" και πάντα θα ουρλιάζει στο μυαλό μας "δεν θα έχει αλλάξει". Κι έτσι θα αρκεστούμε στο τίποτα.

Ίσως όμως να συναντηθούμε σε κάποιο φιλικό σπίτι. Να πούμε ένα γεια, ύστερα, στο τραπέζι να μιλήσουμε λίγο περισσότερο. Θα μου πεις τα νέα σου, εγώ τα δικά μου και έτσι θα περάσει και τούτη η βραδιά. Ίσως κάποιος από τους δυο μας, ίσως και οι δυο μας, να καταραστεί την στιγμή που βρεθήκαμε, γιατί μετά θα μας φάνε οι σκέψεις. Ίσως πάλι να μην αλλάξουμε ούτε μία κουβέντα, να μην πούμε λέξη μεταξύ μας και να φύγουμε και οι δύο χωρίς να χαιρετίσουμε. Απλά θα ρίξουμε ένα βλέμμα, σαν τελειωτικό αντίο και θα εξαφανιστούμε στις σκάλες ή στην αυλή ή θα μας πάρει το ασανσέρ μερικούς ορόφους παρακάτω. Στον δρόμο της επιστροφής θα σκεφτόμαστε αν κάναμε καλά που δεν μιλήσαμε και αν πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα με μια τυπική συγγνώμη. Μετά όμως θα πούμε στον εαυτό μας ότι ίσως να άλλαξε τηλέφωνο και δεν θα μπούμε καν στον "κόπο".

Ίσως πάλι να βρεθούμε σε έναν κινηματογράφο. Εσένα θα σε συνοδεύει κάποιος άλλος, εγώ κάποια άλλη. Θα συναντηθούμε στην ουρά. Θα πούμε ένα γεια γεμάτο χαρά και υποκρισία. Θα ρωτήσουμε δήθεν αφελέστατα ποια ταινία θα δούμε και αν μπούμε στην ίδια θα κανονίσουμε να μην καθίσουμε κοντά ο ένας στον άλλον. Θα πάρουμε nachos και pop corn και δεν θα γυρίσουμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο. Θα βλέπουμε την ταινία, θα αποφύγουμε τους εναγκαλισμούς με τους συντρόφους μας και το βράδυ, όταν φτάσουμε σπίτι μας θα στείλουμε ένα μήνυμα που θα λέει ότι χαρήκαμε που βρεθήκαμε κι ότι είδαμε ο ένας τον άλλον ευτυχισμένο. Θα μείνουμε εκεί και δεν θα προχωρήσουμε περισσότερο.

Ίσως, ίσως, ίσως... Όσα ίσως κι αν φωνάξω, όσα ίσως κι αν ουρλιάξω, όσα ίσως κι αν σκεφτώ, δεν αλλάζει η πραγματικότητα. Αν δεν πιω από το νερό δεν θα ξεδιψάσω όσα ίσως κι αν βάλω στο ποτήρι μου. Αν δεν περπατήσω στην φωτιά δεν θα καώ, όσα ίσως κι αν ανάψουν μπροστά μου. Αν δεν δακρύσω, αν δεν γελάσω για τα στραβά και τα όμορφα της ζωής μου, δεν θα την ζήσω, όσα ίσως κι αν γεράσουν.

Αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις...

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Μόνο για κείνη μη μου λες...


Καλώς ήρθες αστέρι μου! Το ήξερα ότι θα 'ρθεις, σε περίμενα, σε περίμενα εδώ και χρόνια. Καρτερικά υπέμενα τον εαυτό μου, καρτερικά υπέμενα τον κάθε ένα που προσπαθούσε πάνω μου να ξεσπάσει την οργή του, την αγανάκτησή του και να βγάλει όλα του τα απωθημένα. Δεν έχω παράπονο όμως, με αντάμειψε καλά η ζωή. Μου έδωσε πράγματα να μοιράζομαι με τους άλλους, μου έδωσε ιδέες να βυθίζομαι, μου έδωσε σκέψεις να ουρλιάζουν, μου έδωσε κι εσένα. Δεν ξέρω αν το εννοώ, αλλά στ' αλήθεια θα μπορούσα να περάσω άλλη μια ζωή ολόιδια αν ήξερα ότι θα εμφανιστείς. Δεν παραπονιέμαι άλλο πια, έχω εσένα. Σε έχω κι ας μην υπάρχεις. Αρκεί που η φαντασία μου σε κάνει ζώντα οργανισμό. Μπορώ να σου μιλάω για ώρες, μα τώρα, ετούτη τη στιγμή θέλω απλά να σε ακούω χωρίς να σε διακόπτω, να ακούσω τα πάντα από σένα.

Πες μου αστέρι μου! Πες μου για όλα εκείνα που ποτέ δεν τόλμησες να μιλήσεις. Ξεκίνα από τα ταξίδια σου. Πόσους γαλαξίες άλλαξες για να βρεθείς εδώ? Βλέπω ακόμη την αστρόσκονη πάνω στη χρυσή σου κόμη. Την έβλεπα εδώ και χρόνια να λαμπυρίζει στον ουρανό. Άφηνε σημάδια, έδινε το στίγμα σου. Αυτή η χρυσή σου κόμη, που από μακριά είναι αργυρή και δεν παύει ποτέ να φέγγει, υπήρξε σύντροφός μου τις νύχτες που δεν ήξερα που να κρυφτώ. Αυτό το τόσο όμορφό σου σημάδι στο ουράνιο στερέωμα, υπήρξε η μικρή μου απομόνωση. Ήσουν μια διελκυστίνδα που πότε με τραβούσε και πότε την έλκυα. Δεν με άφησες μόνο ποτέ, ήσουν εκεί, να σε βρίσκω όποτε θέλω, να μην φεύγεις όποτε σε έχω ανάγκη. Ήσουν εκεί αστέρι μου και ξέρω ότι είσαι ακόμα μαζί μου, ότι τρέχεις να με συναντήσεις κάθε που πάω να βουλιάξω.

Έλα αστέρι μου, μίλα μου! Τόσα χρόνια σιωπής σε κατασπάραξαν, το ξέρω. Πες μου που βρίσκεσαι τις μέρες που ο ήλιος σε κρύβει. Ποια άλλα βήματα φωτίζεις με τόση σιγουριά? Πες μου αστέρι μου, στο νότιο ημισφαίριο υπάρχει κάποιος σαν εμένα? Τον συνάντησες? Μπορείς να μου τον φέρεις? Αχ αστέρι μου, σε αναζητώ τις μέρες. Ψάχνω απεγνωσμένα το φως σου, την αγαλλίαση μέσα από το λαμπύρισμά σου. Εσύ αστέρι μου, μονάχα εσύ με δέχτηκες μέσα από κάθε μου φόβο, μέσα από κάθε μου σιωπή. Μονάχα εσύ αστέρι μου έχεις την δύναμη να ηρεμήσεις την ψυχή μου, μονάχα εσύ. Σε βλέπω αστέρι μου, βλέπω τα φώτα σου τις νύχτες, μα τα πρωινά σε χάνω και σε αναζητώ μάταια μέσα σε πρόσωπα, σε χαμόγελα και σε βλέμματα. Το φως σου ψάχνω αστέρι μου, το φως σου που χάθηκε αιώνες πριν κι εγώ μόνο τώρα μπορώ να το δω. Μόνο τώρα μπορώ να αντικρύσω την αντανάκλασή του.

Άντε λοιπόν αστέρι μου, ξεκίνα να μιλάς! Πες μου τα πάντα για σένα. Πες μου για όλους εκείνους τους δορυφόρους που συνάντησες στο διάβα σου. Πόσο πολύ ήθελαν να μοιάσουν με εσένα? Κι εσύ το ήξερες, μα δεν τους κατέστρεψες, τους άφησες εκεί να παραπονιούνται και να σε ζηλεύουν οικτρά. Τους άφησες να δανειστούν λίγη από τη λάμψη σου. Κι εκεί που νόμιζα πως θα χαθείς, εκεί ήταν που φώτισες περισσότερο. Δεν θέλησες να τους κάψεις, δεν θέλησες να τους κρύψεις, δεν θέλησες να τους ξεπεράσεις. Απλά όσο φως έδινες, το διπλάσιο γεννούσες. Και πάλι έδινες. Και πάλι γεννούσες. Δεν σβήνεις εσύ αστέρι μου, δεν μπορείς να σβήσεις. Αιώνια θα φωτίζεις. Δεν είσαι κεράκι να σε σβήσει ο αέρας, δεν είσαι λάμπα να σε κλείσει και να σε ανοίξει κάποιο χέρι. Είσαι αυτόφωτο, εσύ βρίσκεις μέσα σου το φως και το χαίρεσαι, το δανείζεις απλόχερα και πάλι έχεις κι άλλο να δανείσεις και να φωτίσεις τον εαυτό σου.

Μικρό μου αστέρι! Αυτή η σιωπή σου λέει περισσότερα απ' όσα το φως σου τολμά να μου δείξει. Αυτή τη σιωπή αναζητούσα μερόνυχτα ολόκληρα. Δεν ήρθες τυχαία απόψε. Διάλεξες την μέρα, διάλεξες την ώρα, το δευτερόλεπτο. Διάλεξες συγκεκριμένη στιγμή να μου χαρίσεις το φως σου. Αυτό είναι που λατρεύω σε σένα αστέρι μου. Ξέρεις πότε να έρθεις, ξέρεις πότε να φύγεις, ξέρεις πόσα ζητώ και πόσα θέλω να μου δώσεις. Και δεν ζητάς τίποτα. Αλλά ακόμα κι αν εγώ σου δώσω, δεν το δέχεσαι, το αρνείσαι ευγενικά και με μια απλή χειρονομία το ξαναβάζεις στο χέρι μου. Στο χαρίζω και λες "δεν μου ανήκει", μα ξέρεις να μην με προσβάλλεις. Τόσο όμορφο αστέρι, τόσο αληθινό, τόσο υπέροχο, που νομίζω ότι μόνο στα παραμύθια μπορεί να υπάρξει. Ο Πινόκιο δεν ένιωσε τόση χαρά όταν έγινε άνθρωπος όσο εγώ τώρα που σε συναντώ.

Χαίρομαι που υπάρχεις αστέρι μου! Χαίρομαι που σε ακούω να μιλάς. Μου λες για τις ευχές που οι ερωτευμένοι έκαναν όταν σε έβλεπαν να πέφτεις. Μετά ακολουθούσε ένα φιλί ή μια αγκαλιά. Υποσχέσεις για αιώνια αγάπη. Δεν γύρισες ποτέ πίσω να κοιτάξεις αν τις κράτησαν, δεν σε ενδιέφερε άλλωστε. Δεν σε ένοιαξε ποτέ που αυτές οι υποσχέσεις πνίγηκαν στην καθημερινότητα της απουσίας σου. Σε ένοιαζε μόνο εκείνη η στιγμή, τα λόγια που άκουγες, τους ψίθυρους, ό,τι κρυβόταν πίσω από τις λέξεις. Ήξερες ότι ήταν αληθινές υποσχέσεις, ήξερες ότι οι άνθρωποι εκείνοι πάσχιζαν μέσα τους να τις κρατήσουν κι ήξερες ότι πίσω από τις βαριές κουβέντες την ώρα του χωρισμού κρυβόταν η προδοσία των υποσχέσεων αυτών. Ήξερες και ξέρεις ότι δεν είναι προδοσία, ότι ακόμα και τώρα παλεύουν να τις κρατήσουν, ότι ακόμα και τώρα πολεμάνε να μην χαθούν.

Μίλα μου μικρό μου αστέρι! Διάλεξε εσύ το θέμα. Μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς. Πες μου αν θες για τις αγκαλιές που είδες μέσα σε πολέμους. Πες μου για το κλάμα των στρατιωτών στην αντάρα της μάχης. Πες μου για την χαρά της μάνας την ώρα που γεννούσε ένα παιδί σε μια ύπαιθρο. Πες μου για το πρώτο του κλάμα. Πες μου για την ώρα της σύλληψής του, πόσο όμορφα ένιωθαν κι οι δύο, δυο θνητοί θεοί. Πες μου για εκείνη που σε κοίταξε με απογοήτευση όταν την άφησε ο σύντροφός της. Πες μου για εκείνον που σε ευχαρίστησε όταν τον φίλησε η κοπέλα που αναζητούσε. Πες μου για τις σκέψεις των άλλων ανθρώπων. Πες μου για εκείνα που σε έκαναν να κατακτήσεις τον κόσμο. Πες ό,τι θες. Διάλεξε εσύ το θέμα. Μόνο για κείνη μη μου λες, μόνο για κείνη...

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μη μου κάνεις ερωτήσεις ψέματα να μη σου πω...


Τόσες μέρες γράφω και μετά σβήνω. Γράφω και σβήνω ασταμάτητα. Γεμίζω μία σελίδα και μετά την πετάω σα να μην υπήρξε ποτέ. Όταν ρωτάω τον εαυτό μου τι είναι αυτό που με κάνει να γράφω συνέχεια καταλαβαίνω ότι είναι η ανάγκη μου να μιλήσω σε κάποιον. Τι είναι όμως αυτό που με κάνει να τα σβήνω ή να τα πετάω? Ποια ανάγκη είναι αυτή που με κάνει να σωπαίνω? Δεν είναι ότι φοβάμαι μην δουν κάποιοι το αληθινό μου πρόσωπο, γιατί ξέρω ότι κανείς μας δεν έχει αληθινό πρόσωπο. Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, συμπεριφερόμαστε ανάλογα με το τι μας βγάζουν οι άλλοι άνθρωποι. Δεν είναι ότι δεν έχουμε προσωπικότητα, είναι ότι η προσωπικότητά μας μεταβάλλεται ανάλογα με το πως νομίζουμε ότι θέλουν οι άλλοι να συμπεριφερθούμε απέναντί τους. Κι εδώ είναι το λάθος. Μπορώ να ανεχτώ κάποιον άνθρωπο που δεν έχει προσωπικότητα, γιατί την ψάχνει, δεν μπορώ όμως να ανεχτώ κάποιον ο οποίος την μεταβάλλει για να ευχαριστήσει κάποιους ανθρώπους. Μου την δίνουν οι χαμαιλέοντες, προτιμώ τους ανθρώπους.

Τι είναι λοιπόν αυτό που μας κάνει να μην έχουμε σταθερή προσωπικότητα? Μήπως όλοι θέλουμε να φαινόμαστε καλοί στους άλλους? Υπήρχε κάποτε ο καιρός που δε με ένοιαζε κανενός η γνώμη, υπήρχε κάποτε ο καιρός που δε με πείραζε αν κάποιος είχε άσχημη γνώμη για μένα κι υπήρχε κάποτε ο καιρός που δεν περίμενα τίποτα από κανένα, καλοδεχόμουν ό,τι μου έδιναν και το κρατούσα όσο μου το άφηναν στα χέρια μου. Γιατί τώρα έγινα άπληστος? Γιατί δεν με ικανοποιεί τίποτα? Ξέρω ότι μέσα μου υπάρχουν κρυφά όνειρα, που αν δεν τα κυνηγήσω θα με κατασπαράξουν. Ξέρω πως όσο καιρό τα αφήνω στην άκρη με κατατρέχουν. Ξέρω πως θα συνεχίσουν να με καταδιώκουν, όχι γιατί δεν προσπαθώ να αποκτήσω όσα θέλω, αλλά γιατί όταν τα αποκτώ τα βαριέμαι. Σα να αποδεικνύω στον εαυτό μου ότι έχω την δύναμη να πάρω αυτό που θέλω και μετά να κάνω πίσω, πείθοντάς με ότι απολαμβάνω τα τρόπαια της νίκης.

"Το να γίνει πρώτος καθένας μπορεί να το πετύχει, το να παραμείνει στην κορυφή λίγη το κατορθώνουν." Ούτε θυμάμαι ποιος μου το είπε ούτε το γιατί. Θυμάμαι μόνο τη φράση αυτή. Λες και με ήξερε και ήθελε να με κάνει να μην κυνηγάω την κορυφή, αλλά να διατηρούμαι σε αυτή μόλις την φτάσω. Δεν ήξερε όμως ότι δε με νοιάζει η κορυφή. Ίσως να μην μπορούσε να καταλάβει ότι μεγαλύτερη αξία σε μένα έχει η κατάκτηση της ηρεμίας, το να θεωρώ κάποιες καταστάσεις και κάποια πράγματα δεδομένα. Αυτό είναι που μπορεί να με πάει "ψηλότερα" και να με διατηρήσει εκεί, χωρίς όμως να νοιάζομαι το που είμαι και το πόσο καιρό θα βρίσκομαι εκεί που είμαι. Τα μικρά, τα καθημερινά, τα απλά πράγματα είναι που έχουν αξία. Όπως το να ξυπνάω το πρωί και να έχω κάποιον να του πω μια καλημέρα ή να γυρίζω σπίτι μου το βράδυ και να υπάρχει κάποιος που δεν θα επιδιώξει να με ηρεμήσει, αλλά θα με αφήσει να το κάνω μόνος μου.

Ώρες ώρες σκέφτομαι τι είναι αυτό που μας ωθεί να είμαστε αυτοί που είμαστε. Ο εαυτός μας? Τα βιώματά μας? Μήπως η καθημερινότητα που μερικές φορές δεν την αντέχουμε? Μήπως οι ενοχές και οι χιλιάδες φόβοι που μας τραβάνε πίσω? Εγώ είμαι εκείνος που έλεγα στους ανθρώπους να μην φοβούνται και να κάνουν πάντα το πρώτο βήμα. Εγώ είμαι εκείνος που κάνει χιλιάδες βήματα προς τα πίσω λόγω φόβου κι ενοχής. Δεν κυνηγάω ούτε αναζητώ το άπιαστο. Το όμορφο και το γήινο ζητάω. Να ξημερώνει η μέρα και να μην υπάρχει καμία αναμονή. Να φτάνει η νύχτα και τα αστέρια να μην μου κρύβουν τίποτα, απλώς να μου φανερώνουν τα πάντα. Αυτό είναι τελικά το πρόβλημά μου. Ψάχνω στον ουρανό να βρω αλήθειες, ενώ εκείνες βρίσκονται εδώ, στη γη, με περιτριγυρίζουν κι εγώ τις κλοτσάω μίλια μακριά. Δεν είναι ότι δεν αντέχω τους άλλους, δεν είναι ότι δεν αντέχω τον εαυτό μου, είναι ότι δεν αντέχω τον εαυτό μου μέσα από τους άλλους.

Μπορεί να είμαι ό,τι είμαι. Μην με κάνεις όμως να πιστέψω ότι είμαι αυτό που νομίζω ότι είμαι. Εσύ αν θες πίστεψέ το. Μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου γι αυτό, μην το δείξεις όμως ποτέ σε μένα. Άσε με να λειτουργώ όπως θέλω χωρίς κρίσεις και κατηγορίες, άσε με άνθρωπε να υπάρχω χωρίς να με δικάσεις που είμαι αυτός που είμαι. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουμε να αποδεχόμαστε τους άλλους έτσι όπως είναι και κυρίως πρέπει να μάθουμε να τους αγαπάμε επειδή είναι αυτοί που είναι. Μια μάνα αγαπάει το παιδί της ακόμα κι όταν είναι δολοφόνος. Αυτή είναι η μόνη αγάπη που υπάρχει. Η πιο ανιδιοτελής, η πιο αληθινή κι η μόνη αγάπη που έχει σημασία. Μόνο έτσι πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους κι όχι όπως εμείς θέλουμε ή όπως αυτοί νομίζουν. Ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας, όποιον άνθρωπο κι αν διαλέξουμε σαν σύντροφο, όσους φίλους κι αν αποκτήσουμε μόνο στη μάνα μας θα τρέξουμε να "κρυφτούμε". Μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν σε αποδέχεται, δεν μπορείς όμως ποτέ σου να διαγράψεις από το μυαλό σου την αγάπη που νιώθει για σένα και δεν μπορείς με τίποτα να μην τη δεις. Που θα τρέξεις όταν σε κυνηγάνε? Που έτρεχες όταν ήσουν μικρός?

Όταν ήμουν μικρός δεν αμφισβητούσα τίποτα και κανέναν. Δεχόμουν τα λόγια τους, τις πράξεις τους, δεχόμουν αυτό που νόμιζε ο καθένας ότι είμαι και δεν προσπαθούσα να αποδείξω τίποτα περισσότερο. Τι με έχει πιάσει τα τελευταία χρόνια και προσπαθώ να αποδείξω ότι αξίζω κάτι? Τι με έχει πιάσει και αναζητώ αγκαλιές και φιλιά που θα με λυτρώσουν, αλλά σίγουρα δεν μου ανήκουν? Ξέρω ότι η απάντηση είναι πολύ πιο απλή. Δεν πρέπει να προσπαθώ να δείξω στους άλλους ποιος είμαι, αλλά στον εαυτό μου. Μόνο όταν το δείξω σε μένα θα το δουν και οι άλλοι. Και μόνο αυτό έχει αξία, να το δω εγώ. Να βρίσκομαι δίπλα στον εαυτό μου όταν με χρειάζεται όπως βρίσκομαι δίπλα σε όλους τους άλλους όταν με χρειάζονται. Αυτή είναι πλέον η μόνη αληθινή αξία μου. Δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Δεν θα εξαφανιστώ από τη ζωή κανενός, αλλά δεν θα εξαφανιστώ ούτε από τη δική μου τη ζωή. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να με χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, δε με νοιάζει, δε με αφορά, αφού εγώ το θέλω γιατί να τον κατηγορήσω? Με νοιάζει όμως να χρησιμοποιήσω και τον δικό μου εαυτό κατά το δοκούν.

Πως και γιατί αλλάζουμε έτσι οι άνθρωποι? Κάποτε έκανα στον εαυτό μου τις σωστές ερωτήσεις και λάμβανα τις σωστές απαντήσεις. Σήμερα κατέληξα να δίνω απαντήσεις χωρίς να έχω υποβάλλει καν την ερώτηση. Νιώθω ότι δεν επικοινωνώ πια με τον εαυτό μου, νιώθω ότι κοιτάζομαι στον καθρέφτη και απολαμβάνω το είδωλό μου, αντί να του υποβάλλω χιλιάδες ερωτήσεις. Ω, μου έλειψαν εκείνες οι μέρες, που μέσα από μένα έβλεπα όλη την αλήθεια, που είχα την δύναμη να αντικρούω τον εαυτό μου, να τον κολλάω στον τοίχο και να τον συγχωρώ αμέσως μετά. Μου έλειψαν εκείνες οι μέρες που δεν ένιωθα μόνος μου κι ας ήμουν. Τώρα πια ξέρω ότι δεν είμαι μόνος, αλλά νιώθω έτσι. Και πραγματικά με σοκάρει αυτό, το μισώ, γιατί αναγνωρίζω ότι δεν είναι αυτή η αλήθεια, αλλά έπεισα τον εαυτό μου να νομίζει ότι αυτή είναι η αλήθεια.

Συνεχίζω να γράφω και δεν μπορώ να τελειώσω. Νομίζω ότι αυτά που τόσες μέρες τα έσβηνα σήμερα κατάφεραν να βγουν και δεν θέλουν να σταματήσουν με τίποτα. Δεν μπορώ να τα ελέγξω, δεν ξέρω αν το θέλω κιόλας. Θέλω απλά να συνεχίσω να γράφω, να μη νιώθω ότι στέρεψα και κυρίως να μη σταματήσω ποτέ να γράφω. Είναι λύτρωση, πάντα ήταν λύτρωση. Είναι ο σκοπός της ζωής μου, το όνειρό μου. Τι κι αν εξελίχθηκα μέσα από αυτό? Τι κι αν το στυλό αντικαταστάθηκε από το πληκτρολόγιο και το χαρτί από την οθόνη του υπολογιστή? Δεν παίζει ρόλο το μέσον, αλλά αυτά που γράφεις, αυτά που βγαίνουν προς τα έξω. Δεν παίζει ρόλο ποιος τα λέει, αλλά ποιος θα τα κάνει δικά του. Όταν γράφω νιώθω ότι δεν είμαι εγώ εκείνος που τα λέει, αλλά το μέσον για να ειπωθούν κάποια πράγματα. Όταν όμως βλέπω τι έχω πει, καταλαβαίνω ότι είναι ειπωμένα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο να πούμε οι άνθρωποι, όλα ειπώθηκαν. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να πραγματοποιήσουμε όσα οι άλλοι είπαν.

Δεν έχω άλλα να πω, αλλά δεν θέλω και να σταματήσω να γράφω. Τώρα που οι σκέψεις μου βρήκαν διέξοδο δεν θέλω να τις φυλακίσω και πάλι. Κάποιος ίσως να μου πει ότι πρέπει να σταματάμε όταν είναι καιρός. Ε, λοιπόν δεν είναι καιρός να σταματήσω. Νιώθω ότι τώρα άρχισα κι ότι θα αργήσω να τελειώσω. Ξέρω πως όλα τα παραπάνω μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους, ξέρω ότι ίσως πολλοί να μιλήσουν για κάποιο μπερδεμένο μυαλό, άλλοι πάλι ίσως να πουν ότι βαρέθηκαν να διαβάζουν αυτόν το μίζερο, που ασχολείται μανιωδώς με το ίδιο θέμα σε διάφορες παραλλαγές αν και όταν το θυμηθεί ή όταν οι καταστάσεις τον στριμώξουν. Δε με νοιάζει όμως. Ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ο κάθε ένας από εμάς μπορεί να πιστέψει ό,τι θέλει. Λίγοι θα καταλάβουν και ακόμα λιγότεροι θα κάνουν πράξη τα όσα κατάλαβαν. Σε αυτούς θέλω να ανήκω, αυτούς θέλω να πλησιάσω και τελικά ίσως να μη με νοιάξει αν θα τα κάνουν πράξη, ίσως να με νοιάξει ότι κατάλαβαν αυτό που εγώ ήθελα να πω. Δεν ξέρω τι θα με νοιάξει, δεν ξέρω τι θέλω να κάνω. Δεν ξέρω τι θέλω να πολεμήσω, τι θέλω να κρατήσω και τι θέλω να πετάξω. Δεν ξέρω τι και ποιον θέλω να πιστέψω. Δεν ξέρω τίποτα και είμαι ευτυχισμένος γι αυτό. Έτσι δεν είναι Σωκράτη? Έτσι δεν πρέπει να είναι?

Γλυκιά μου αγάπη καληνύχτα...


Απόψε που ξέμεινα εδώ να ακούω τον εαυτό μου, φοβάμαι μήπως ξεχάσω όσα θέλω να σου πω, μήπως ο ύπνος τα πάρει μακριά και η αυριανή μέρα τα διαγράψει από τη μνήμη μου, όπως έκανε πάντα, όπως θα κάνει πάντα. Απόψε που το κρασί αρνείται να με μεθύσει και να με ρίξει σε λήθαργο, απόψε που οι σκέψεις τριγυρίζουν σαν πόρνες στο μυαλό μου, απόψε που όλα συγκρούονται με το τίποτα, θέλω να σου μιλήσω όπως δεν σου μίλησα ποτέ μου. Τι κι αν δεν είσαι εδώ, παρούσα? Σε φέρνω δίπλα μου όποτε θέλω. Κι αυτό είναι που με κάνει να σε αγαπάω τόσο, να σε λατρεύω τόσο. Αυτό είναι που με κάνει να σε αναζητώ κάθε που η ψυχή μου γεμίζει από σύννεφα και κάθε που ο ήλιος την φωτίζει, αυτό είναι που με κάνει να θέλω να τρέξω σαν παιδί και να κλάψω στην αγκαλιά σου ή να παίξουμε μαζί το πιο όμορφο παιχνίδι, εκείνο που δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι.

Λατρεύω εκείνες τις μέρες που μπαίνεις στο αυτοκίνητο και βγάζεις ένα cd από την τσάντα σου με τραγούδια που μόλις έγραψες. Το βάζεις να παίζει κι αναπαύεσαι στο κάθισμα. Μερικές φορές κλείνεις τα μάτια και αφουγκράζεσαι την μουσική, σιγοτραγουδάς τους στίχους. Κι είναι σα να υπάρχει μια ολόκληρη μπάντα μέσα στο αμάξι και παίζει μόνο για σένα. Ω, πόσο όμορφες είναι εκείνες οι στιγμές? Αληθινές, γεμάτες από σένα. Βλέπω στα μάτια σου την χαρά όταν με ρωτάς αν μου άρεσε και σου λέω ναι. Μερικές φορές δεν μου άρεσε απλά το τραγούδι, αλλά ο τρόπος που το έκανες να μοιάζει υπέροχο, λες και το έγραψες εσύ και πίσω από τους στίχους είχε μια ολόκληρη ιστορία. Άλλες φορές το βάζεις τέρμα, δυναμώνεις την ένταση στα ηχεία και το ακούν και τα άλλα αυτοκίνητα. Γεμίζει ο χώρος από μουσικές, από λόγια, από σένα.

Είναι και οι άλλες στιγμές. Εκείνες που πηγαίνουμε μαζί στο video-club και παίρνουμε να δούμε μια ταινία που εγώ δεν έχω δει. Πάμε στο σπίτι, ξαπλώνουμε στο κρεβάτι, εσύ από την έξω μεριά κι εγώ προς τον τοίχο. Σου παραχωρώ την θέση που λατρεύω, γιατί είμαστε τόσο όμοιοι που καταλαβαίνω τον λόγο που κι εσύ την λατρεύεις. Βάζουμε την ταινία να παίζει και συγχρόνως τρώμε. Άλλες φορές παραγγέλνουμε απέξω κάποια κρέπα ή σουβλάκια, τα οποία συνήθως δεν σου αρέσουν, γιατί εδώ τα κάνουν χάλια. Άλλες πάλι, τρώμε γαριδάκια, εσύ με γεύση πίτσας κι εγώ με γεύση μπέικον. Μ' αρέσει να σε πειράζω και να σου λέω ότι θα σου τα φάω όλα. Και τότε εσύ μου δίνεις ένα και μετά από λίγο άλλο ένα, όπως με τα nachos στο σινεμά. Μου αρέσει όταν κι εδώ γυρνάς και με ρωτάς αν η ταινία μου άρεσε. Μου αρέσει που νοιάζεσαι, τόσο που φοβάμαι ότι εγώ δε νοιάζομαι καθόλου μπροστά σ' αυτά που για μένα κάνεις.

Δεν ξέρω τι να πω. Νομίζω ότι είμαι καταδικασμένος να θέλω να πω όσα νιώθω μόνο όταν η απουσία σου γίνεται αφόρητη. Ξέρω όμως ότι δεν είναι ίδια τα συναισθήματα. Δεν λέω ότι δεν με αγαπάς, το ξέρω αυτό, το νιώθω, το βλέπω κι ας το αρνούμαι μερικές φορές. Τι να πω? Αν είσαι ένα στοίχημα, το έχω χάσει. Αν είσαι μία μικρή στιγμή ευτυχίας, χαίρομαι που την ζω. Αν είσαι ένας άγγελος που αναζητάει τα φτερά του, με χαρά θα σε πάρω αγκαλιά να πετάξουμε μαζί. Γιατί να νιώθω τόσο βαριά την απουσία σου ώστε η κάθε μου στιγμή να μοιάζει πέλεκυς? Δεν είναι ότι μακριά σου δεν μπορώ να αντέξω τίποτα, είναι ότι δίπλα σου δεν με νοιάζει τι θα μου συμβεί. Και πως να με νοιάξει? Όταν υπάρχεις εσύ, όταν υπάρχει η αγκαλιά σου να κρυφτώ, όταν υπάρχουν τα μάτια σου να βουλιάξω, όταν υπάρχουν τα χείλη σου να γαληνέψω, πως να με νοιάξει αν στο σπίτι με περιμένει η απομόνωση?

Κοιτάζω το τασάκι μου. Έχει γεμίσει αποτσίγαρα. Στρίβω ένα τσιγάρο. Γράφω πάνω το όνομά σου. Δεν θα το ανάψω, θα το κρατήσω εκεί, στο συρτάρι μου, θα το φυλάξω για πάντα, θα το κουβαλάω μαζί μου. Κι όταν κάποια στιγμή έρθει η ώρα να πεθάνω θα το καπνίσω, για να υπάρχεις μέσα μου αιώνια. Όταν έρθει η στιγμή να το ανάψω, θα νιώσω το μελάνι να εισχωρεί στους πνεύμονές μου και μαζί με την πίσσα και τη νικοτίνη θα κρατήσω την τελευταία μου ανάσα, δεν θα την βγάλω προς τα έξω, θα σε φυλακίσω μέσα μου, θα σε πάρω μαζί μου. Κι ίσως να μην το μάθεις ποτέ, ίσως να μην στο πει κανείς, αλλά θα ξέρεις πως κάποια στιγμή θα γίνει και δεν ξέρω πως θα νιώθεις, δεν ξέρω αν μπορείς να το φανταστείς και να μου το πεις, αλλά δεν με νοιάζει. Αυτό που με νοιάζει είναι ότι δεν θα είμαι μόνος μου.

Σκέφτομαι κι άλλες στιγμές. Όταν βγαίνουμε με μια παρέα για ποτό ή για καφέ. Σκέφτομαι όταν σε γυρίζω σπίτι, που γυρνάς χαρούμενη και με κοιτάς. Είσαι χαρούμενη, δείχνεις χαρούμενη κι είναι μαγικές οι στιγμές αυτές. Ή άλλες φορές που βγαίνουμε για φαΐ και μου κρατάς το χέρι, το χαϊδεύεις, το αγγίζεις και δεν θες να το αφήσεις, το νιώθω ότι δεν θες. Ή όταν κρυβόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Που πήγαν εκείνες οι στιγμές? Γιατί δεν αφήνω τον εαυτό μου να τις ξαναζήσει? Γιατί φοβάμαι μην χαθούν και γυρίσω σπίτι μου μόνος και κοιμηθώ έχοντας στο νου μου την ανάμνησή τους. Θυμάμαι κι εκείνη την φράση σου: "Το βασίλειό μου για την σκέψη σου...". Θυμάσαι τι σου είπα? "Κι εγώ..." Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου και κυρίως, δεν θέλω. Γιατί όταν σε σκέφτομαι είμαι πλήρης, γιατί όταν λείπεις είμαι μόνος.

Είναι κι εκείνα τα τραγούδια που σου μάθαινα εγώ. Τώρα πια δεν μπορώ να τα ακούσω, δεν μπορώ να τα βάλω τέρμα και να χαρώ που τα ακούω. Ίσως να πρέπει να περιμένω να περάσει αρκετός καιρός, αλλά νομίζω ότι δεν θα μπορέσω να τα ξανακούσω ποτέ. Θα έχουν πάνω τους τη δική σου σφραγίδα, σα να μου τα έμαθες εσύ. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Γλυκιά μου αγάπη καληνύχτα...

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει?


Υπάρχουν μέρες σαν κι αυτή, που θέλω να βγω έξω να γλεντήσω, να χορέψω και να γελάσω με όλους εκείνους που νιώθω τόσο κοντά μου ώστε θα τολμούσα να κόψω το χέρι μου για να μπορέσουν να κάνουν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούν. Υπάρχουν νύχτες σαν κι αυτή που τελικά καταλήγω να κάτσω μόνος μου στο σπίτι και πίνοντας λίγο κρασί να εμπεδωθώ στο γράψιμο που τόσο λατρεύω. Δεν με πνίγουν οι νύχτες αυτές, δεν με κατακεραυνώνουν και οι σκέψεις μου δεν είναι άσχημες, δεν έχουν ούτε μια σταλιά εκδίκησης. Ίσα ίσα, θα έλεγα ότι στις σκέψεις μου κυριαρχεί η ηρεμία και η αγάπη. Έτσι ήμουν πάντα και τελικά έτσι θα είμαι. Όταν γύρω μου οι άνθρωποι θα με περικυκλώνουν ασφυκτικά νομίζοντας ότι έχω καταστρέψει το σύμπαν ή όταν θα έχω εγώ αυτή την εντύπωση για τον εαυτό μου, θα κάθομαι μόνος μου σε μια γωνιά, θα επιλέγω την σιωπή και θα γλεντάω με τραγούδια που η μνήμη μου τα είχε σβήσει.

Δεν είναι κακή η απομόνωση και δεν είναι καθόλου άσχημη η αποξένωση. Το να ξέρεις πότε ήρθε η στιγμή που η μοναξιά σου χτυπάει την πόρτα για να νιώσεις λίγο καλύτερα είναι ευλογία. Μην με ρωτήσετε από ποιον, ποτέ μου δεν πίστευα σε θεούς και έπαψα εδώ και χρόνια να τους αναζητώ. Ανθρώπους ψάχνω και τολμώ να πω ότι δεν βρήκα πολλούς, αλλά αυτούς που βρήκα θέλω με όλη την δύναμη της ψυχής μου να τους κρατήσω δίπλα μου. Και τότε είναι που βουλιάζω στην ανασφάλεια. Μην τυχόν και χάσω αυτούς που με κάνουν να γελάω και να νιώθω όμορφα. Τότε είναι που βάζω το μυαλό μου να σκεφτεί και που οι γκάφες διαδέχονται η μία την άλλη. Τότε είναι που καταλαβαίνω ότι ή είμαι ηλίθιος ή ανήμπορος να κρατήσω αυτά που με κόπο προσπαθώ να αποκτήσω. Δεν πτοούμαι όμως, γιατί ξέρω πως όλα είναι για καλό ή έτσι μου είπε κάποιος κάποτε. Εδώ που τα λέμε όμως, οι άνθρωποι που αγαπώ δεν έφυγαν ποτέ κι όσοι για κάποιο λόγο χάθηκαν τους είδα να επιστρέφουν στην πιο δύσκολη στιγμή μου και να με γεμίζουν χαρά.

Ανάβω ένα τσιγάρο και το αφήνω στο τασάκι, δίπλα είναι το κρασί και ακόμα πιο πέρα το ημερολόγιό μου. Ω, ναι, κρατώ ημερολόγιο, ξέχωρα από ετούτο εδώ. Μοιάζω με κοριτσάκι δώδεκα χρόνων κι ας είμαι ένας μαντράχαλος στα είκοσι-οχτώ του. Τι είναι αυτό που με οδηγεί στο να είμαι τόσο μυστικοπαθής? Τι είναι αυτό που με κάνει να κρατάω για τον εαυτό μου τα σημαντικά και να αφήνω στους άλλους τα πιο ασήμαντα, εκείνα που και να τα μάθουν δεν θα με πειράξει και τόσο? Είμαι μόνο εγώ έτσι ή όλοι οι άνθρωποι κινούνται σαν εμένα? Κι αν είμαι μόνος μου τι θα έκανα όταν θα έβρισκα κάποιον σαν εμένα? Θα τον κατηγορούσα ως στρείδι ή θα τον καλοδεχόμουν? Γιατί πάντα ζητώ από τους άλλους να μιλήσουν κι εγώ βουλιάζω στην σιωπή? Κάποιοι με είπαν εγωιστή κι όταν γύρισα σπίτι μου έπεσα με δύναμη στο κρεβάτι βάζοντας τα κλάματα. Και τότε άκουσα το μαξιλάρι να μου λέει όσο πιο σιγά μπορούσε: "Όλοι εγωιστές είναι, όλοι τον εαυτό τους κοιτούν, απλά εσύ το ξέρεις και δεν το κρύβεις, ενώ οι άλλοι κρύβονται πίσω από το καλό της ανθρωπότητας και προσπαθούν να φανούν Μεσσίες."

Δεν θέλω να το πιστέψω. Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό. Δεν μπορεί όλοι να κοιτάμε τον εαυτό μας και κανείς να μη νοιάζεται για τον άλλο. "Ποιος σου είπε ότι κανείς δε νοιάζεται", μου απαντάει και πάλι, "αν δε νοιαζόταν δεν θα κοιτούσε τον εαυτό του. Ακούγεται οξύμωρο, και ίσως να είναι, αλλά μόνο όταν νοιάζεσαι για σένα, όταν προσπαθείς να είσαι ο εαυτός σου μπορείς να κάνεις και όλους τους άλλους ευτυχισμένους. Δες την ζωή σου μέχρι σήμερα, όσες φορές έκανες πράγματα που ήθελες κανείς δεν σε κατηγόρησε, κανείς δεν σε είπε εγωιστή και όλοι ήταν δίπλα σου ευτυχισμένοι. Όταν άρχισες να σκέφτεσαι τους άλλους και την ευτυχία τους, τότε έκανες πράγματα που δεν τους άρεσαν, τότε τους πίεσες και τους ζητούσες ανταμοιβή για όλα εκείνα που νόμιζες ότι θα τους κάνουν να χαρούν."

Απόρησα, στ' αλήθεια, δεν πίστεψα ποτέ μου ότι ένα μαξιλάρι θα μπορούσε να έχει τόσο δίκιο. Εκείνο και πάλι μου απάντησε, λες και διάβαζε την σκέψη μου ή λες και την φώναξα τόσο δυνατά ώστε να ακουστεί σε όλο το δωμάτιο. "Έχω νιώσει το κεφάλι πολλών ανθρώπων, έχουν ξαπλώσει πάνω μου, δουλειά μου είναι να τους ξεκουράζω. Μερικές φορές αφήνουν πάνω μου αρώματα, δάκρυα κι ιδρώτα, άλλες πάλι με πλακώνουν με άλλα μαξιλάρια, για να είναι εκείνοι πιο άνετοι. Αυτός είναι ο προορισμός μου. Ποτέ μου όμως δεν διαμαρτυρήθηκα. Τους άφησα να κλαίνε και να γελάνε, ένιωσα την ανάσα τους, ένιωσα τις φλέβες τους να χτυπάνε ρυθμικά, πότε ήρεμα κι αργά και πότε μανιασμένα και γρήγορα. Είμαι εκεί όταν με ζητάνε, ξέρουν πως όταν θα ξαπλώσουν θα υπάρχω και θα τους περιμένω, χωρίς να ζητήσω τίποτα ως αντάλλαγμα. Είμαι περισσότερο άνθρωπος απ' ότι εσύ."

Κι είναι αλήθεια. Πότε βρέθηκα δίπλα στους άλλους? Όχι ως παρουσία, αυτό δεν λέει τίποτα, αλλά ως συμπεριφορά. Πότε τους αφουγκράστηκα, πότε προσπάθησα να τους νιώσω, πότε τους άκουσα? Πότε βρήκα τα συναισθήματα πίσω από τις λέξεις? Ίσως και ποτέ να μην το έκανα. Και φταίω πολύ περισσότερο απ' όσο εκείνοι που κατηγορώ. Εκείνοι είχαν λόγους και αιτίες. Εγώ τι είχα? Ένα σωρό δικαιολογίες και τίποτε άλλο. Ψεύτης ως το τέλος. Ψεύτης και μνησίκακος. Να κρύβομαι πίσω από την ζωή μου και να λέω ότι εγώ ξέρω και κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει. Δεν είναι αλήθεια αυτό όμως και το έμαθα από ένα μαξιλάρι.

Πόσο μικρός είμαι? Πόσα πράγματα πρέπει ακόμα να μάθω? Νόμιζα ότι μεγάλωσα απότομα, ότι τα ήξερα όλα, μα τώρα είναι που αρχίζω να μαθαίνω, τώρα είναι που περπατάω λίγο καλύτερα, τώρα, που συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω τίποτα. Νόμιζα πως ήμουν καλός, ότι μπορούσα να σταθώ δίπλα σε όλους με τα χέρια ανοιχτά, να τους καλωσορίσω και να τους υποδεχτώ με χαρά. Νόμιζα χιλιάδες πράγματα για μένα και απόψε ένα μαξιλάρι μου έδειξε ότι είμαι ένας ακόμη κοινός θνητός, που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέφτεται. Που ακόμα κι ένα άψυχο αντικείμενο έχει περισσότερη κατανόηση και νιώθει περισσότερα από μένα. Πίστεψα τις ψευδαισθήσεις μου και κρύφτηκα πίσω από λόγια. Είπα χιλιάδες λέξεις χωρίς να κατανοώ την σημασία τους. Ψεύτης κι ας έλεγα ότι η αλήθεια μετράει για μένα. Ψεύτης για όλους, μα πιο πολύ για τον εαυτό μου. Κι απόψε, κανένα τραγούδι, κανένας στίχος δεν μπορεί να περιγράψει τι συνειδητοποίησα. Ούτε καν αυτό το κείμενο.

Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει?

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Για σένα τραγουδώ...


Σχέσεις ανθρώπων. Εύκολες? Χαχα. Sais who? Οι ανθρώπινες σχέσεις όχι δεν είναι απλά εύκολες, αλλά σα να παίζεις σκάκι κι όποιος ξέρει σκάκι καταλαβαίνει τι εννοώ. Πρέπει να λειτουργείς μεθοδευμένα, να προσέχεις τις κινήσεις σου, να εξηγείς το κάθε τι. Αφέθηκες? Σφάλμα. Θα φας την επομένη τέτοιο χαστούκι που θα γυρίσει το κεφάλι σου 360 μοίρες, σαν της κουκουβάγιας. Κι ενώ θα προσπαθείς να συνέλθεις από το πολιτισμικό σοκ σκεπτόμενος πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια βαλίτσα, θα νιώθεις σαν τον Γιωργάκη Παπανδρέου που χάνει κόμμα κι εκλογές και σαν τον Βαγγέλη Βενιζέλο που προσπαθεί να δώσει πνοή σε πεθαμένους. Κι άντε να δεις ποιος θα νικήσει. Ο γιαλαντζί μουστακαλής ή ο Πόλντο με τα χάμπουργκερ? Το θέμα είναι πολιτικό και καθόλου κοινωνικό. Γιατί στην κοινωνία οι άνθρωποι κάθονται τα βάζουν κάτω και τα κουβεντιάζουν, ενώ στην πολιτική συνεννοούνται με απονενοημένα διαβήματα.

Ας το δούμε κι ιστορικά. Παλιά, την εποχή του Νεάντερνταλ, αν άρεσε μια γυναίκα στον άντρα έπαιρνε το ρόπαλό του, την έστηνε στον τάδε παγετώνα και της έριχνε μία στο κεφάλι, οπότε την είχε και δικιά του. Από εκεί βγήκε και το "έπεσε ξερή στα πόδια μου" που λένε οι άντρες, καθώς και το "μου την έπεσε ένα ρεμάλι" που λένε οι γυναίκες. Μετά όμως τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για το ζευγάρι. Οι γονείς της Νεαντερντατελίνας ξεκινούσαν να ανακτήσουν την χαμένη τιμή της οικογένειας. Κι έτσι μέσα από άναρθρες κραυγές τύπου "αργκρρρρρρρ", "αγκου", "μπρρρρρρρρρ" και τα συναφή προχωρήσαμε ένα στάδιο παρακάτω, όπου ο ενδιαφερόμενος μετά το κοπάνημα στο κεφάλι, την έσερνε από τα μαλλιά την παρουσίαζε τούμπανο από το ξύλο στα πεθερικά του και μέσα από διάφορες κινήσεις του χεριού και του ροπάλου του έδειχνε με σαφή τρόπο ότι "αυτή είναι δική μου και καθίστε στ' αυγά σας μην βγάλω και τρίτο σίκουελ της Εποχής των Παγετώνων". Ντόμπρα πράγματα, σταράτα.

Τα μετέπειτα χρόνια οι σχέσεις εξελίχθηκαν. Ας πούμε ότι ήσουν ο Πάρις και γούσταρες τρελά την Ωραία Ελένη. Έπαιρνες ένα πλοίο από τον στόλο του μπαμπά, έπαιρνες και τον αδερφό σου μαζί για καβάντζα και την βούταγες πολιτισμένα. Αράζατε και στην πλώρη, βλέπατε τα κύματα και τους γλάρους να κόβουν βόλτες, της διάβαζες και τα άπαντα του Ελύτη, έπινες και λίγο κρασάκι κι έδινες κι ιδέες στη Μαρινέλλα να βγάλει ένα τραγουδάκι και στο Χόλυγουντ να λανσάρει τη νέα μόδα όπου ήθελε τον Αχιλλέα να φοράει ρολογάκι στο δεξί. Τώρα αν σου ξέσκισαν τον μύθο, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Κι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται πολλάκις, έφευγε κι ο Μενέλαος από την Σπάρτη και μέσα σε κλαυθμούς και οδυρμούς έφτανε στις Μυκήνες λέγοντας στον Αγαμέμνονα "bro, μου φάγανε την γκόμενα, κάνε κάτι". Τι να έκανε κι αυτός? Την τιμή του αδερφού του ήθελε να υπερασπίσει. Άσε που δεν είναι και λίγο να τα βάζεις με τον Πίτερ Ο' Τουλ και τον Ορλάντο Μπλουμ έχοντας στον στρατό σου τον Μπραντ Πιτ. Έτσι λοιπόν κάηκε κι η Τροία και πάμε για την τέσσερα, την πέντε και την έξι και σταματημό δεν έχει.

Φτάσαμε λοιπόν αισίως στον Μεσαίωνα. Εκεί είναι που δυσκολεύουν τα πράγματα. Γιατί αν ήσουν αυτοκράτορας στο Βυζάντιο θα προτιμούσες μια πόρνη (βλέπε Θεοδώρα) από μια "εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή" (βλέπε Κασσιανή) και τελικά θα σε δικαίωνε και η ιστορία. Θα έχτιζες και μια Αγία Σοφία, θα πετούσες και ένα "νενίκηκάσε Σολομών" και πάνε κι οι σολομοί, πάνε κι οι πέστροφες, πάνε κι οι στροφές. Εάν όμως ζούσες σε πιο δυτικά μέρη, εκεί θα σε έκαιγε η Ιερά Εξέταση επειδή είπες στη δικιά σου ότι την γουστάρεις. Και μετά θα την έκαιγε κι εκείνη ως μάγισσα επειδή έκλαψε κατά την δική σου καύση. Άσχημα τα πράγματα για σχέσεις τότε.

Και φτάνουμε στην σχεδόν σύγχρονη εποχή και όχι στο παρόν. Εκεί σου γυάλιζε η Γκόλφω στο χωράφι, έπαιρνες την φουστανέλα σου και τραβούσες κατά την βρύση περιμένοντάς τη να έρθει συνάμενη κουνάμενη. Σου έδινε και Dorna, γυρίζατε κι ένα διαφημιστικό, σας έκανε και παρωδία ο Ρέππας με τον Παπαθανασίου κι είχες και εισπρακτική επιτυχία. Σίγουρα πράγματα. Τώρα βέβαια, αν δεν είχες ούτε ένα χωράφι, το πολύ να έπαιρνες την αδερφή του Αρτέμη Μάτσα ή αν ήσουν η Γκόλφω να έπαιρνες τον Κουασιμόδο. Πάντως καλέ μου Κουασιμόδε την Εσμεράλντα βγάλε την απ' το νου σου, δεν είναι για την καμπούρα σου.

Τότε όμως ήταν όμορφα τα πράγματα. Την έβλεπες την κοπελιά στο δρόμο, την κοίταζες με θαυμασμό, σε κοίταζε κι εκείνη και όλο το βράδυ την σκεφτόσουν κοιτώντας τα αστέρια. Μέχρι να την ξαναδείς την επομένη στην εκκλησία και να ανταλλάξετε βλέμματα και κρυφά χαμόγελα. Πήγαινες μετά στον πατέρα της και της έλεγες "το και το" και μέσα σε πέντε λεπτά ήσουν ή γαμπρός (επειδή ήσουν ντόμπρος) ή μακαρίτης (επειδή την κοίταξες). Ούτε να το σκεφτούμε ούτε τίποτα. Απλές λύσεις, καθαρές, με ουσία και διάρκεια. Γιατί αν την παρατούσες θα γινόσουν μακαρίτης, ακόμα κι αν πήγαινες να κρυφτείς στη σπηλιά του Νταβέλη. Μετά που ανακαλύφθηκε το ταχυδρομείο περάσαμε σε ακόμα πιο υγιείς εκφράσεις αγάπης, έρωτα και θαυμασμού. Της έστελνες ένα γράμμα, σου έστελνε κι αυτή και σιγά σιγά έμπαινε σε μια ροή το πράγμα. Κι είχε και θετικά στοιχεία το θέμα. Μπορεί να σου έβγαινε και καμιά κρυφή συγγραφική φλέβα και να γινόσουν ο βουκολικός Καζαντζάκης.

Σήμερα όμως τα πράγματα είναι δύσκολα. Κι ας έχουμε το ιντερνέτ, τα τηλέφωνα και τα sms. Γιατί έτσι είναι φίλε μου. Σήμερα δεν ανέχεσαι να περιμένεις την επομένη μέρα να δεις τι παίζει γύρω σου, παρά προτιμάς να στείλεις το μηνυματάκι σου ή να μπεις στο msn να στείλεις δυο-τρεις φατσούλες και να χαλάσεις την όλη χημεία. Γιατί πόσα emoticons θα βρεις ρε μάγκα? Δέκα? Είκοσι? Τριάντα? Όσα κι αν βρεις φίλε μου, τα συναισθήματα του χεριού της πάνω σου, η ανάσα της στο στόμα σου και τα ντάπα-ντούπα της καρδιάς της στο αυτί σου κανένα emoticon και κανένα sms δεν μπορεί να τα εκφράσει. Δεν λέω, καλή η φωτογραφία μέσω mms, αλλά δεν μπορεί να συμπεριλάβει την αλλαγή του χρώματος των ματιών σου όταν την κοιτάζεις ούτε το πως κουνάς τα χέρια σου. Γιατί η φωνή σου φίλε μου μέσω ραδιοκυμάτων δεν μπορεί να είναι ίδια και να έχει τα σκαμπανεβάσματα που έχει όταν είσαι δίπλα της. Γιατί θα αναλωθείς να της πεις χιλιάδες πράγματα στα μηνύματα και από κοντά θα κάνετε κι οι δυο σας τουμπεκί και θα περιμένετε ποιος θα σηκωθεί λίγο πιο πάνω από το τραπέζι να δώσει ένα πεταχτό φιλί.

Πέτα λοιπόν το κινητό στα σκουπίδια, διέγραψε και το blog σου και πήγαινε να την βρεις, περίμενε δώδεκα ώρες κάτω από την δουλειά της, κάπνισε εφτά πακέτα τσιγάρα, χάζεψε όλες τις βιτρίνες της περιοχής και όταν κατέβει δείξε της όσα νιώθεις χωρίς να περιμένεις τίποτα. Και δεν τα λέω σε σένα, σε μένα τα λέω, μπας και βάλω μυαλό και σιχαθώ τόσο τον εαυτό μου που καταφέρω να αλλάξω μερικά ασταθή μου δεδομένα. Μπας και πάω λίγο παρακάτω και πάψω να νιώθω θύμα του ίδιου μου του εαυτού και φυλακισμένος σε κάθε μου φοβία και κάθε ενοχή που με κάνει να ψάχνω το κλειδί στο στομάχι μου. Και μήπως τελικά σταθώ δίπλα στον άλλο χωρίς να ζητάω τίποτα, απολαμβάνοντας μόνο την δική του χαρά κι ας μην συμμετέχω σ' αυτή.

Τελικά, το σήμερα είναι ομορφότερο από τα ρόπαλα, τις στάμνες στη βρύση του χωριού και τα καράβια στο στενό των Δαρδανελίων. Σήμερα θέλει μεγαλύτερη μαγκιά να σταθείς ακέραιος μέσα σε έναν καταιγισμό πληροφοριών και κάθε ανασφαλειών απ' ότι χθες. Γιατί χθες μάγκα μου έκανες κουράγιο χωρίς να έχεις τον άλλο δίπλα σου, ενώ σήμερα όσους και να έχεις δίπλα σου θα είσαι αχάριστος απέναντί τους και κουράγιο δεν θα μπορέσεις να κάνεις. Φάε τώρα τον εαυτό σου στη μάπα και κάνε τουμπεκάκι και μην ξανακούσω κουβέντα από το στόμα σου. Τα σέβη μου...