Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Γράμμα σε έναν ποιητή...


Πολυαγαπημένε μου Ανδρέα, ξεκινάω να σου γράψω ένα γράμμα και δεν βρίσκω τις λέξεις. Σε κλείδωσα βαθιά, να μην σε αγγίζουν και γι αυτό πονάω όταν σου αφήνω μικρές χαραμάδες να εμφανίζεσαι μπροστά μου. Τα τσιγάρα φεύγουν το ένα μετά το άλλο και ξέρω πως αναζητάς ένα τσιγάρο στα κλεφτά, αλλά δεν μου πάει η καρδιά να σου δώσω φωτιά μην τυχόν και είμαι η αιτία που θα καείς. Έφυγες Ανδρέα, έφυγες ξαφνικά, γρήγορα, βιαστικά. Ξεκίνησες ένα ταξίδι κι εμάς μας άφησες πίσω σου να χάσκουμε σαν χάνοι. Να ψάχνουμε σε τηλέφωνα την αλήθεια, είσαι εδώ ή όχι? Πλησιάζουν δύσκολες ώρες Ανδρέα. Και κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι τι θα έκανες εσύ. Μόνο έτσι παίρνω σωστές αποφάσεις. Δεν θέλω να προδώσω τις αρχές σου, δεν θέλω να σε κάνω να φανείς δοσίλογος. Με πείσμα εμμένω στην απόφασή σου κι ας μην συμφωνώ.

Κάθε που πάω στην Ξυλοτεχνία ψάχνω να σε βρω. Σ' αναζητώ στην κονσόλα ή στο πρώτο κάθισμα να πίνεις καφέ και να ψάχνεις τις σημειώσεις σου. Να γεμίζεις το τραπέζι με στάχτες και να ρωτάς αν ήρθαν όλοι. Σε βλέπω να στέκεσαι στην πόρτα και να αναζητάς με το βλέμμα σου συνδαιτυμόνες. Σε βλέπω να ανεβαίνεις στην σκηνή και να μας δείχνεις πως να παίξουμε έναν ρόλο. Σε βλέπω σαν μικρό παιδί να μας διακωμωδείς. Τον τρόπο που μιλάμε, τον τρόπο που κρατάμε το τσιγάρο. Σε βλέπω να κλείνεις το μάτι στον Γιώργο, να σκέφτεσαι την πιο παράξενη ερώτηση να μας κάνεις την ώρα που πίνουμε ρακόμελα. Να μας μιλάς για το ΚΚΕ, να πετάς πολιτικά υπονοούμενα. Σε βλέπω να ζητάς συγγνώμη για όσες φορές μας έβαλες τις φωνές με ένα φιλί.

Σ' ακούω να σιγοτραγουδάς Σαββόπουλο, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Να μας λες για τους ηθοποιούς που γνώρισες. Την Λαμπέτη, την Παξινού, την Καρέζη, τον Φωτόπουλο, τον Κατράκη, τον Κουν, τον Παπαγιανόπουλο. Αλλά και τους άλλους, εκείνους που αμφισβητούσαμε, αλλά και πάλι έλεγες ότι είσαι πολύ μικρός για να τους κρίνεις. Σε βλέπω ανεβασμένο στο παράθυρο, με πιτζάμες φυλακής και κάγκελα από προβολείς να φωνάζεις δυνατά στίχους του Χικμετ. Σε βλέπω να μας φέρνεις την "Ατάκα", να μας καλείς στην γιορτή του ηθοποιού και να μας γνωρίζεις με όλους. Να έρχεσαι μαζί μας αντί να πας με όλους εκείνους που σε καλούσαν. Τι τιμή ήταν αυτή Ανδρέα? Θυμάμαι τότε που μας μιλούσες για τον Καλογερόπουλο. Πόσο έλαμπαν τα μάτια σου, λες και είσαστε ερωτευμένοι. Θυμάμαι τις ιστορίες από το "Κάμπινγκ", από το "Μυστικό της Αγγελίνας".

Σε θυμάμαι εκείνη την ημέρα που έβγαλα την μπάλα από το αμάξι και όλοι παίζαμε σαν μικρά παιδιά ποδόσφαιρο. Πως ένας πενηντάρης έτρεχε με πάθος, κυνηγούσε την μπάλα, έκανε κοψίματα, την έκλεβε με μαεστρία. Πως χαιρόσουν στα γκολ. Τότε που σε περίμεναν όλοι για πρόβα κι εσύ έπαιζες με οχτώ μαντράχαλους ποδόσφαιρο. Κι αλήθεια, ήσουν πιο παιδί κι απ' τα παιδιά. Κι όλοι λέγαμε πως ήταν δυνατό να υπάρχει άνθρωπος με τέτοια καρδιά, γεμάτη και δυνατή. Μα δεν άντεξε η καρδιά σου. Σε πρόδωσε, όπως κι ο Νίκος που συνέχιζες να αγαπάς και να λατρεύεις. Μας λείπεις Ανδρέα. Ξέρω, είναι εγωιστικό να ζητάς από τον Χάρο να σου φέρει πίσω αυτούς που αγαπάς, αλλά μας λείπεις.

Ανδρέα, ελπίζω να περνάς καλά εκεί πάνω. Να βρήκες φίλους γρήγορα, να βρήκες και τσιγάρα, να βρήκες και τασάκια, να βρήκες και εκείνους τους ανθρώπους που θαύμαζες. Τον Λειβαδίτη, τον Χικμετ, το Νερούντα, τον Ρίτσο, τον Μαγιακόφσκι. Σε θυμάμαι με την τραγιάσκα και την καπαρντίνα να απαγγέλεις αποσπάσματα από το "Σύγνεφο με παντελόνια". Να μας λες για το ποιον σκέφτεσαι όταν σηκώνεις το τηλέφωνο, να μην βγει πολύ μελό, αλλά να έχει και μια υπόσταση. Ήσουν γλυκός Ανδρέα, είσαι γλυκός Ανδρέα. Κάτι μου λέει να σταματήσω. Είναι η μετριοφροσύνη, "τα παραλέτε", "πάντα υπερβάλετε", "ε, δεν είμαι και τόσο καλός", "υπάρχουν και καλύτεροι".

Ανδρέα, ελπίζω, αν τελικά υπάρχει Θεός, να σε δέχτηκε στην αυλή του κι ας μην πίστευες σ' αυτόν. Είμαι σίγουρος ότι εκείνος πίστευε σε σένα. Καληνύχτα Ανδρέα...

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Πολλές φορές προσπάθησα, μα αυτά τα γαμημένα, αντί να βγουν στα χείλη μου, σφηνώνουν στον αυχένα...


Σου έχει συμβεί ποτέ να ξυπνήσεις το πρωί μέσα σε τρελά νεύρα και να μην ξέρεις το γιατί? Να μην έχεις δει κανένα περίεργο όνειρο το βράδυ, να μην άκουσες τίποτα περίεργο στο ραδιόφωνο, να μην συνάντησες κάποιον που δεν ήθελες. Απλά να ξύπνησες στραβά. Λάθος, όχι στραβά. Είναι σα να ξύπνησες με διάθεση να σκοτώσεις άνθρωπο. Να θες να του πιάσεις το κεφάλι και να το κοπανάς σε τοίχο μέχρι να ματώσει ο τοίχος. Και το άσχημο στην όλη κατάσταση είναι ότι δεν θα φταίει κανείς, παρά μόνον εσύ, ο ίδιος σου ο εαυτός. Και το πιο άσχημο είναι ότι για άλλη μια φορά θα σκύψεις το κεφάλι δεχόμενος χτυπήματα και ενοχές, καλύπτοντας φοβίες και αλήθειες. Θα θάψεις όλες τις λέξεις που θα σου έρχονται στα χείλη και θα κάνεις ότι προχωράς μπροστά, θα το παίξεις δυνατός, ενώ ουσιαστικά το μόνο που θα θες θα είναι μια αγκαλιά να σε κρύψει ή έναν καλό λόγο να σε κάνει να αισθανθείς λίγο πιο δυνατός.

Είναι περίεργη ράτσα οι άνθρωποι. Αν εκείνες τις στιγμές έχεις κάποιον δίπλα σου, τότε θα τον διώξεις μακριά, αντί να τον αγκαλιάσεις θα τον γεμίσεις χτυπήματα, αντί να τον αφήσεις να γιατρέψει τις πληγές σου θα τον κάνεις να φύγει μακριά, επειδή δεν αντέχει να σου δίνει τα χείλη του κι εσύ να τον γεμίζεις φαρμάκι αντί για φιλιά. Και το αστείο είναι πως οι άνθρωποι που πραγματικά σε αγαπάνε, δεν θα σε κατηγορήσουν ποτέ επειδή τους αποφεύγεις. Ίσως να σου κάνουν κάποια παράπονα, αλλά μέσα τους θα καταλάβουν πολύ καλά ότι έτσι είσαι και θα σε αφήσουν να το ξεπεράσεις και θα ρουφήξουν μόνοι τους το δηλητήριο από την πληγή. Όμως φίλε μου, όλα τούτα είναι λάθος. Ποιος είσαι εσύ που νομίζεις ότι μπορείς να γαμάς τον κόσμο επειδή κάποτε σε γάμησε κάποιος άλλος? Όχι φίλε μου, πρέπει να μάθεις να εκτιμάς και να αγαπάς όσους έχεις δίπλα σου, πρέπει να μάθεις να ανέχεσαι την σιωπή τους και πάνω απ' όλα να την διαβάζεις. Πρέπει αγόρι μου, να μάθεις ότι όταν ο άλλος σιωπά έχει τον λόγο του, ότι η σιωπή δηλώνει κι αυτή παρουσία και μερικές φορές, αυτή η παρουσία της σιωπής είναι πιο δυνατή από τις δικές σου κραυγές.

Όσο κι αν ουρλιάζεις φίλε μου, κανείς δεν θα σε ακούσει. Το ξέρεις το κόλπο, το ξέρεις από παιδί: Σώπα κι όσοι θες να σε αγαπάνε θα το κάνουν, πολύ δυνατά. Πάντα αυτό δεν έκανες άλλωστε? Πάντα σιωπούσες, πάντα ανεχόσουν τα χτυπήματα. Όχι γιατί έτσι έμαθες ή γιατί σου αρέσει να το παίζεις καημένος και να είσαι μίζερος, αλλά γιατί μόνο εσύ ξέρεις. Εσύ έζησες και οι άλλοι δεν θα το καταλάβουν ποτέ αυτό που έζησες, εκτός από δυο-τρεις κι αυτοί επειδή έχουν την ίδια εμπειρία. Όμως αυτό είναι υπεροπτικό και το ξέρεις και το ξέρεις ότι το ξέρεις. Και το ακόμα πιο άσχημο δεν είναι αυτό, είναι ότι τελικά δεν μπορείς να κρύψεις αυτό που νομίζεις ότι επιμελώς κρύβεις. Αυτό που κανείς δεν θες να δει, αυτό που νομίζεις ότι θάβεις, το έχουν δει όλοι. Τελικά, μερικές φορές, αν θες να κρύψεις κάτι, καλύτερα να το βάλεις στο πιο εμφανές σημείο, που ξέρεις, ίσως αν το κάνεις σημαία σου να μην το πιστέψει κανείς.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι όμως, όταν κάποιος θέλει να κρύψει κάτι, δεν το κάνει επειδή θέλει να το κρύψει από τους άλλους, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Όσο λοιπόν κι αν το κρύβεις, αυτό θα επιστρέφει και θα σε χτυπάει βάναυσα, θα σε κάνει να αισθάνεσαι τύψεις κι ενοχές, θα σε πληγώνει και θα σε κάνει να κρύβεσαι πιο βαθιά. Κι όλα εκείνα που έλεγες, όλα εκείνα που ήξερες ότι ένιωθες, όλα εκείνα που ήθελες να ζήσεις και οι άλλοι δεν σε άφηναν, όλα εκείνα που κυνηγούσες θα γίνουν φοβίες, όλα εκείνα που δεν φοβόσουν θα γίνουν λάθη, όλα εκείνα που θεωρούσες σωστά θα γίνουν κρυψώνες κι όλα εκείνα που σε φανέρωναν στον κόσμο θα γίνουν αυτά που τόσο ήθελες να πεις, αλλά ποτέ δεν τα άφησες να βγουν από το στόμα. Ζήσε μ' αυτά αγόρι μου αν μπορείς, αλλιώς ζήσε με όλα εκείνα που οι άλλοι δεν τολμούν να ζήσουν. Πόνεσε όσο πιο δυνατά μπορείς και θα κερδίσεις περισσότερα απ' όσα νόμιζες.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Σ' όποια αγκαλιά και να κοιμάσαι, εγώ μαζί σου θα ξυπνάω...


Η ζωή μας είναι ένα πάρτι από στιγμές που χάνονται, που εξαφανίζονται. Φευγαλέες εικόνες, άνθρωποι που σιγά σιγά φεύγουν, άλλοι που φεύγουν απότομα, αυτοκίνητα, πλοία και τρένα να χάνονται στον ορίζοντα. Κι εκείνες τις ώρες στέκεις και τους κοιτάς να σε αφήνουν ή να αφήνουν τον εαυτό τους σε σένα, χτίζοντας εκείνοι έναν καινούριο. Αν οι σχέσεις των ανθρώπων είναι δόσιμο, αν το δούναι και λαβείν ισχύει, τότε η προσωπικότητά μας μόνο δική μας δεν είναι. Είναι όλοι οι άνθρωποι που γνωρίσαμε, που αγαπήσαμε, είναι όλοι εκείνοι που μας λείπουν, είναι το άρωμα που λατρεύαμε να μυρίζουμε, είναι το χρώμα των ματιών που έλαμπε, είναι το χαμόγελο που στόλιζε το πρόσωπο. Δεν μιλάω μόνο για σχέσεις ερωτικές, αλλά και για φιλικές. Τελικά εμείς, μόνο εμείς δεν είμαστε. Συνάπτουμε σχέσεις, γνωρίζουμε προσωπικότητες, ταυτιζόμαστε μ' αυτές, τις μυθοποιούμε και τις απομυθοποιούμε, τις αγαπάμε, τις νοιαζόμαστε, τις προσέχουμε και μερικές φορές τις προστατεύουμε, άλλοτε πάλι όχι, τις αφήνουμε να εκτεθούν και τελικά, τις διαγράφουμε.

Κλείνεις τα μάτια και θυμάσαι στιγμές, ονειρεύεσαι, φαντάζεσαι, αναπολείς και τελικά καταλήγεις από εκεί που ξεκίνησες, άδειος. Έχεις δώσει, πήρες, επέστρεψες ό,τι πήρες και ξαναδίνεις ό,τι σου απέμεινε, παρακαλώντας να πάρεις κάτι ακόμα. Η μπαταρία όμως τελειώνει φίλε μου και ή την αφήνεις να ξαναγεμίσει ή αγοράζεις άλλη. Βουλιάζεις στα ψέματα που έφτιαξες ο ίδιος, ζεις όλες σου τις ψευδαισθήσεις, ανασηκώνεις την κουβέρτα και χώνεσαι βαθιά μέσα, παρακαλώντας τον ύπνο να σε πάρει και να ξημερώσει η επόμενη μέρα ελπίζοντας ότι θα είσαι γεμάτος, ότι οι μπαταρίες σου φόρτισαν και τώρα πια μπορείς να κάνεις ακόμα περισσότερα, ότι μπορείς τώρα πια να γνωρίσεις μια άλλη μπαταρία και να την αδειάσεις, μέχρι να πας στην επόμενη.

Πόσο λάθος είμαστε? Φεύγουμε γιατί ο άλλος δεν έχει τίποτα πλέον να δώσει, ρουφάμε την ενέργειά του, τον αδειάζουμε, τον κάνουμε να είναι λάθος, να είναι κενός κι εμείς, γεμάτοι από αυτά που του πήραμε προχωρούμε στο επόμενο στάδιο. Κι αν καμιά φορά αναλογιστούμε εκείνα που αφήσαμε πίσω μας, θα δούμε ένα πέπλο εγωισμού να καλύπτει τα δικά μας λάθη. Κι αυτό το πέπλο δεν θα το αφήσουμε ποτέ να φύγει, θα παραμείνει εκεί, να, λες και θέλουμε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας τις στιγμές που επιλέξαμε να μην ζούμε. Υπάρχουν τόσες σιωπές που αποφύγαμε να απολαύσουμε, που τις σπάσαμε με ένα στεντόρειο "τι", λες και πρέπει να ξέρουμε πάντα την σκέψη του άλλου. Όχι, η σκέψη δεν μαθαίνεται μέσα από τα λόγια, τα συναισθήματα δεν τα ακούει κανένα αυτί. Η σκέψη βρίσκεται μέσα στην ίδια την σιωπή, όλα εκείνα που μπορώ να σκεφτώ βρίσκονται μέσα στην σιωπή μου κι όλα εκείνα που νιώθω για σένα βρίσκονται στην απόσταση που έχουν τα κορμιά μας.

Όσο πιο κοντά είμαστε, τόσο δυνατά είναι και τα συναισθήματά μου για σένα. Υπάρχουν όμως φορές που τα κορμιά μας έχουν απόσταση χιλιομέτρων κι εγώ σε νιώθω δίπλα μου, όχι γιατί είσαι ή γιατί νιώθω ότι με σκέφτεσαι, αλλά γιατί εγώ σε σκέφτομαι. Κλείνω τα μάτια μου και σε βλέπω μπρος μου, απλώνω το χέρι μου και αγγίζω εσένα, νιώθω στο πρόσωπό μου την διαδρομή των δακτύλων σου, ψηλαφώντας έτσι κάθε μου ρυτίδα και αγγίζοντας κάθε μου πόρο. Σε νιώθω να γαντζώνεσαι, να χώνεις τα νύχια σου στο δέρμα μου, προσπαθώντας έτσι να αποφύγεις κάθε πόθο και θάβοντάς τον να κρατήσεις ψηλά την ηθική σου, σβήνοντας συγχρόνως κάθε συναίσθημα, κάθε σκέψη. Είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά δεν τα σκέφτεσαι, ότι πλέον δεν με αναζητάς το ξημέρωμα κι ότι τα πρωινά δεν περιμένεις την καλημέρα μου, όπως περιμένω εγώ την καληνύχτα σου τα βράδια, που ποτέ όμως δεν έρχεται. Μα όσο μακριά μου κι αν βρίσκεσαι, σ' όποια αγκαλιά και να κοιμάσαι, εγώ μαζί σου θα ξυπνάω.

Χαζεύω την πόλη από το τζάμι, την κοιτάζω να σωπαίνει κάθε μεσημέρι, ακούω τα αδέσποτα κάθε νύχτα να γαβγίζουν, τα τρένα να φρενάρουν γιατί φτάνουν στον σταθμό. Βγαίνω στο μπαλκόνι και παρατηρώ τους ανθρώπους που αγκαλιάζονται όταν συναντιούνται. Δυο φίλοι που συναντήθηκαν μετά από χρόνια, μια οικογένεια το απολωλός πρόβατο, ένας άντρας μια γυναίκα. Μένουν για αρκετά λεπτά αγκαλιασμένοι, λες και θα τους εκτελέσουν ή κάποιος τους είπε ότι τελειώνει ο κόσμος κι εκείνοι βουλιάζουν στην αγκαλιά που ποθούν να έχουν ως τελευταία. Είναι στ' αλήθεια υπέροχες αυτές οι αγκαλιές. Δεν είναι αγκαλιές θλίψης και αποχωρισμού, αλλά χαράς και συνάντησης. Είναι οι αγκαλιές που ζεις για να τις χαίρεσαι, είναι οι αγκαλιές που αύριο θα τις ξεχάσεις, γιατί θα τις επισκιάσει η αγκαλιά του αποχωρισμού, γεμάτη θλίψη, γεμάτη δάκρυα και απόγνωση. Αυτές τις αγκαλιές, δεν τις θυμάσαι ποτέ. Κι όμως, είναι οι αγκαλιές που έχουν μέσα τους όσα πρέπει να κρύβει ένας δυνατός δεσμός: την χαρά της συνεύρεσης και την λύπη που η φράση "μου έλειψες" κρύβει.

Προσπαθώ να σου μιλήσω κι εσύ είσαι απασχολημένη με το τείχος που χτίζεις. Οχυρώνεσαι πίσω από ένα φρούριο ψηλό, βάζεις συρματοπλέγματα και σκοπούς στις πολεμίστρες, γεμίζεις τις στιγμές με πολεμοφόδια, έτοιμη πλέον να με πολεμήσεις. Κι εκεί που έρχομαι να σου χτυπήσω την πόρτα για να μου ανοίξεις, βλέπω πίσω μου στρατό, έτοιμο για μάχη. Σαστίζω, νομίζω ότι είναι δικός σου και πάω να αμυνθώ από διπλά πυρά. Μόνο που ξαφνικά βλέπω ότι ο στρατός είναι δικός μου, ότι έρχομαι να σε πολεμήσω, ότι έρχομαι να σου ζητήσω να παραδοθείς αμαχητί. Μα η πλάνη είναι μεγαλύτερη, τόσο που δεν μπορούσα να την φανταστώ. Είμαι φυλακισμένος στο ίδιο μου το κάστρο, όπως κι εσύ στο δικό σου. Έχω βάλει σκοπούς να φρουρούν όχι εσένα, αλλά εμένα. Έχω κλειδαμπαρώσει κι έχω δώσει το κλειδί στον πρώτο φρουρό που βρήκα δίπλα μου.

Πάω στον καθρέφτη μου, κοιτάζω το είδωλό μου ειρωνικά και το φτύνω. Το καταδικάζω, το κατηγορώ, του απευθύνω χιλιάδες ερωτήσεις και απάντηση καμία, μόνο οι ίδιες ερωτήσεις στροβιλίζουν στο κεφάλι μου. Είναι ο τρόπος μου για να σου μιλήσω, είναι η οδός προς την ελευθερία μου και μέσα από αυτήν ίσως να βρεθώ στην δική σου οδό ελευθερίας. Μόνο σε μια ερώτηση ακούω την φωνή σου να ουρλιάζει στα αυτιά μου:
-Πως μπορείς και κοιμάσαι τα βράδια?
-Ποιος σου είπε ότι μπορώ?

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Παιχνίδια με τον διάβολο...


Οι άνθρωποι κρυβόμαστε πίσω από μάσκες, καλύπτουμε το πρόσωπο της θλίψης με ένα χαμόγελο, καλύπτουμε τις τούμπες με την σιγουριά του βήματός μας. Μόνο όποιος πόνεσε ξέρει να περπατάει με σταθερό βήμα κι ας μην ξέρει που βαδίζει. Αυτή η αβεβαιότητα της ύπαρξης είναι που μας κάνει πιο ζωντανούς. Αυτή η ανασφάλεια της μοναξιάς είναι που μας οδηγεί σε νέους δρόμους, ανανεωμένους. Τι κι αν φοβόμαστε να αφήσουμε πίσω το παρελθόν? Τι κι αν φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας? Στο τέλος εκείνος θα νικήσει, όπως και να 'χουν τα πράγματα κατά βάθος ξέρουμε πως εμείς δεν είμαστε μόνο οι χαμένοι της υπόθεσης, αλλά είμαστε πιόνια εις βάρος του εαυτού μας. Όσες αναβολές κι αν δώσουμε στις μάχες, όσες φορές κι αν κρυφτούμε πίσω από έναν έρωτα, πάντα θα έρχεται η στιγμή που θα αντιμετωπίζουμε όλες τις φοβίες και όλα τα μυστικά μας. Πάντα θα έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να οπλιστούμε με όσο θάρρος έχουμε και να αντέξουμε όλα τα χτυπήματα. Κι είναι εκπληκτικό το πως τα αντέχουμε.

Η δύναμη που κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του δεν είναι δύναμη που ήξερε ότι είχε, είναι δύναμη που ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του. Είναι δύναμη που νόμιζε ότι δεν είχε. Μόνο στα δύσκολα βρίσκουμε τον εαυτό μας, μόνο στα δύσκολα ανακαλύπτουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από την ζωή. Όλοι όσοι πιστεύουν ότι ξέρουν τον εαυτό τους είναι ψεύτες απέναντι στο εγώ τους, που κάποια στιγμή θα τους δείξει την αλήθεια και θα τους κατατροπώσει. Η αδυναμία γίνεται δύναμη και εκεί μένουμε έκπληκτοι όλοι μας. Είναι η στιγμή που σηκωνόμαστε από το έδαφος γεμάτοι πληγές από τα χτυπήματα και τις κλωτσιές στα πλευρά και προχωράμε ένα βήμα μπροστά, είναι η στιγμή που κοιτάζουμε το παρελθόν και ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι δικό μας, αλλά κάποιου άλλου. Ότι εκείνος που άντεχε υπομονετικά όλα εκείνα τα χτυπήματα ήταν ένα παιδί που διαμόρφωνε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.

Εκείνοι που νομίζουν ότι είναι αδύναμοι, εκείνοι που νομίζουν ότι χρειάζονται κάποιον άλλον άνθρωπο για να γαντζωθούν επάνω του, είναι εκείνοι που στην ουσία θέλουν να μείνουν εντελώς μόνοι και που ανακάλυψαν την δύναμη που νόμιζαν ότι δεν είχαν. Το αστείο στην υπόθεση είναι ότι κατά βάθος ξέρουν τι δύναμη διέθεταν, κατά βάθος έχουν την σιγουριά ότι αν ορθώσουν το ανάστημά τους, ότι αν υψώσουν την γροθιά τους θα κερδίσουν, θα τα πάνε πολύ καλύτερα απ' ό,τι νόμιζαν ότι θα τα πήγαιναν. Η ζωή απαιτεί θάρρος. Όσο κι αν φοβάσαι να προχωρήσεις μπροστά, πρέπει να έχεις θάρρος και όλα θα γίνουν πιο όμορφα. Κανένας δρόμος δεν είναι σίγουρος, κανένας δρόμος δεν σου παρέχει ασφάλεια. Όλοι οι δρόμοι, όσο απλοί κι αν φαίνονται, δεν σου παρέχουν ασφάλεια. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τους περπατήσεις. Παλιά πίστευα ότι εκείνος που αυτοκτονεί έχει πολύ μεγάλο θάρρος. Σήμερα δεν το αμφισβητώ, θέλει θάρρος για να αυτοκτονήσεις, αλλά περισσότερο θάρρος θέλει να ζήσεις. Ναι, είναι δύσκολο να πατήσεις την σκανδάλη ή να δέσεις το σκοινί, αλλά πιο δύσκολο είναι να περπατήσεις, πιο δύσκολο είναι να γελάσεις επειδή το νιώθεις. Είναι πιο δύσκολο να αφήσεις τον ήλιο να σου κάψει το πρόσωπο ή το αλάτι της θάλασσας να στεγνώσει πάνω σου. Είναι πιο εύκολο να επιπλέεις παρά να κάνεις απλωτές.

Καιρός να περπατήσουμε λοιπόν, καιρός να κάνουμε βήματα σταθερά, σίγουρα. Κανείς δεν θα μας ρίξει κάτω πλέον, ούτε ο εαυτός μας. Τώρα πια είμαστε πιο σταθεροί στα βήματά μας. Τώρα πια μπορούμε πολύ εύκολα να παίξουμε παιχνίδια με τον διάβολο, χωρίς να τον φοβηθούμε. Είμαστε πιο δυνατοί, είμαστε πιο σίγουροι και σίγουρα είμαστε πιο αληθινοί. Τώρα είναι που βρήκαμε τον εαυτό μας και που ζούμε την ζωή μας. Τώρα είναι που περπατάμε δυνατά, χωρίς να μας νοιάζουν τα ίχνη που αφήνουμε πίσω μας. Τώρα πια δεν θέλουμε να κρυφτούμε μέσα σε αγκαλιές, αλλά να, μέσα από αυτές να δείξουμε ότι υπάρχουμε, ότι ζούμε. Ω, ναι, τώρα πια ζούμε. Κι είναι τόσο όμορφο, τόσο εκπληκτικό, τόσο αληθινό. Τώρα πια ζούμε, τώρα πια ζω...

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Πρέπει ν' αδειάσεις το κεφάλι σου απ' τις σκέψεις...


Έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή μας που νομίζουμε ότι δεχόμαστε απανωτά χτυπήματα, που νομίζουμε ότι όλοι είναι εχθροί μας κι ότι δεν υπάρχει κανείς δίπλα μας να μας στηρίξει. Είναι εκείνη η στιγμή που διαβάζουμε τον Άμλετ ανάποδα και νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο μεγαλύτερο τέλμα της ζωής μας. Είμαστε όμως γελασμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό, που προτιμάει να μας βλέπει σαν σκουλήκια παρά σαν Θεούς, που προτιμάει να συρθούμε στην πιο σκοτεινή άβυσσο παρά να σκαρφαλώσουμε στο ψηλότερο βουνό. Δεν λέω, καλή είναι η μοναξιά, καθ' όλα εποικοδομητική, μας βοηθάει να ανακαλύψουμε την αξία του φωτός. Πρέπει όμως να μάθουμε να μην ζούμε μέσα σ' αυτήν αιώνια ή, ακόμα καλύτερα, να μάθουμε να την χρησιμοποιούμε προς όφελός μας κι όχι να μας χρησιμοποιεί εκείνη.

Η μοναξιά και κατά συνέπεια το σκοτάδι, είναι τέρατα αδηφάγα, τρέφονται από τις αναμνήσεις μας και μας οδηγούν να είμαστε μίζεροι και σκορπισμένοι σε χιλιάδες σιωπές να παλεύουμε με τους πόνους νομίζοντας ότι έτσι τους ξεπερνάμε. Δεν λέω, μερικές φορές, ελάχιστες, ίσως να τους ξεπερνάμε κι έτσι, αλλά η προσωπική μου εμπειρία μου απέδειξε ότι καλύτερα τους ξεπερνάμε όταν τους αφήνουμε κατά μέρος και κάνουμε όλα εκείνα που πραγματικά θέλουμε. Όταν αφήνουμε κατά μέρος ανασφάλειες και φοβίες και προχωράμε ένα βήμα μπροστά, όταν μια μικρή φωνούλα μέσα μας λέει πρέπει ν' αδειάσεις το κεφάλι σου απ' τις σκέψεις κι ενώ εμείς ξέρουμε ότι έχει απόλυτο δίκιο, συνεχώς την παραμελούμε, την αφήνουμε στην άκρη. Μέχρι που ένα πρωί ή ένα απόγευμα εν προκειμένω, αποφασίζουμε να την ακούσουμε για να της δείξουμε ότι είχε άδικο. Αμ δε, σιγά μην είχε άδικο. Ξέρει εκείνη η φωνούλα, ξέρει πολλά κι ας μιλάει σπάνια.

Εκείνες τις στιγμές που είμαστε μόνοι, νομίζουμε ότι κανείς δεν μας αγαπάει, εδώ υπάρχει ένα ψέμα. Αν ψάξουμε βαθύτερα θα ανακαλύψουμε ότι ουσιαστικά εμείς δεν αγαπάμε τον εαυτό μας, θα ανακαλύψουμε ότι αποζητάμε την αγάπη από τους άλλους μόνο και μόνο για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αξίζουμε κάτι, ότι δεν είμαστε ένα τίποτα. Ουσιαστικά ξέρουμε ότι αξίζουμε πολλά, ίσως περισσότερα απ' όσα έχουν οι άλλοι, αλλά έχουμε πεισθεί από οικογένεια, φίλους, σχέσεις και βιώματα ότι δεν αξίζουμε τίποτα. Μέγα ψέμα, αξίζουμε να έχουμε εκείνα που θέλουμε, αρκεί να τα θέλουμε πραγματικά και να μην αποτελούν μια εμμονή ή να μην καλύπτουν μια ανασφάλεια. Όταν θες κάτι ή κάποιον, θες να είναι καλά, θες να περνάει υπέροχα, να ζει την ζωή και να την απολαμβάνει. Κι όταν εσύ δεν είσαι έτσι δεν τον γεμίζεις με τις δικές σου ηλίθιες απαιτήσεις. Αν είσαι χάλια τον αφήνεις να σε βοηθήσει κι αν δεις ότι δεν μπορείς του λες ευγενικά ένα ευχαριστώ και πως θες να μείνεις μόνος.

Υπάρχουν φορές που λέμε το σ' αγαπάω συνέχεια. Παλιά νόμιζα ότι το λέμε για να μας το πει κι ο άλλος κι ότι ουσιαστικά πολύ λίγες φορές το λέμε γιατί όντως τον αγαπάμε τον άλλο. Δεν έχει αλλάξει πολύ η άποψή μου, απλά τώρα πια πιστεύω πως όταν λέμε στον άλλο σ' αγαπάω του το λέμε γιατί θέλουμε να το πούμε στον εαυτό μας κι επειδή ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας είναι πάντα ένα κομμάτι του εαυτού μας, του το λέμε για να νιώσουμε την ψευδαίσθηση ότι αγαπάμε τον εαυτό μας. Δυστυχώς όμως, έτσι δεν αγαπάμε κανέναν. Μόνο εκείνος που έχει αγαπήσει τον εαυτό του μπορεί να αγαπήσει τους άλλους χωρίς να περιμένει τίποτα, τόσο αγνά και τόσο ανιδιοτελώς.

Όταν θέλουμε να προχωρήσουμε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περπατήσουμε, όχι να τρέξουμε, απλά να περπατήσουμε σα να βγαίνουμε βόλτα στο Μοναστηράκι ή στην Πλάκα. Και αφού σιγουρέψουμε το βήμα μας, αφού πατήσουμε σταθερά μετά πρέπει να αρχίσουμε να τρέχουμε, όχι φοβισμένοι, γιατί τότε δεν θα ξέρουμε που πηγαίνουμε, αλλά χαρούμενοι, σαν παιδιά που παίζουν κυνηγητό ή σαν ερωτευμένοι που χαίρονται τα πάντα γύρω τους χωρίς να τους νοιάζει τίποτα. Έτσι είναι η ζωή, όσα κι αν έχουμε περάσει, όσα κι αν έχουμε ζήσει πρέπει να την χαιρόμαστε, να την αφουγκραζόμαστε, να τη νιώθουμε στο μεδούλι μας. Να νιώθουμε την κάθε μέρα, όχι σα να είναι η τελευταία, αλλά σα να είναι η πρώτη μέρα της απελευθέρωσής μας από μια φυλακή. Να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα, να μην φοβόμαστε την ελευθερία μας ούτε όλα όσα θέλουμε, αλλά να τα χαιρόμαστε, να τα ζούμε.

Κι εκεί που δεν θα περιμένουμε τίποτα κι από κανέναν, εκεί που θα γελάμε με το κάθε αστείο και θα ζούμε την όποια στιγμή, εκεί θα έρθουν όλα τα όμορφα, εκεί θα έρθουν τα καλύτερα. Όχι σαν ανταμοιβή για όσα περάσαμε, αλλά σαν ανταμοιβή γιατί δεν είμαστε αχάριστοι απέναντι στην ζωή, αλλά κυρίως απέναντι στους ανθρώπους που επιλέξαμε να έχουμε δίπλα μας. Γιατί όσοι άνθρωποι είναι δίπλα μας δεν βρέθηκαν εκεί επειδή τους το επιβάλαμε, αλλά επειδή το επέλεξαν και κυρίως γι αυτό υπάρχουν εκεί. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να τους ευγνωμονούμε που είναι δίπλα μας και να τους κρατάμε εκεί, να προχωράνε μαζί μας. Κι αν ποτέ μας χρειαστούν να τρέξουμε κι εμείς δίπλα τους, όπως έτρεξαν κι εκείνοι. Κι αν δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε, να κάνουμε σιγά στην άκρη, γιατί θα έρθει μια μέρα που θα μπορούμε να τους βοηθήσουμε περισσότερο απ' όσο κάποιοι άλλοι. Καλή ζωή να έχουμε...

Αν το τέλος είναι αυτό δεν θέλω να το δω...


Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το τέλος. Όχι για το τέλος μιας ερωτικής σχέσης ούτε για το τέλος μιας φιλικής σχέσης, αλλά για το τέλος μιας συναισθηματικής σχέσης ανάμεσα σε δυο φίλους. Για το τέλος μιας σχέσης που όταν άρχισε ήταν το ίδιο δυναμική με το τελείωμά της. Λένε ότι η αγάπη και το μίσος είναι οι δύο όψεις του ίδιου συναισθήματος. Τι γίνεται όμως όταν ακόμα και μετά το τέλος παραμένει η αγάπη το ίδιο δυνατή? Τι γίνεται όταν όλοι λέμε το ίδιο εύκολα το σ' αγαπάω όπως και το φεύγω? Τι θα γίνει όταν μετά από καιρό αντικρύσουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη και φτύσουμε χιλιάδες φορές τον εαυτό μας, για τις τόσες φορές που δεν δοκιμάσαμε να γυρίσουμε πίσω? Πάντα με πονάνε διπλά οι αποχωρισμοί, όχι μόνο για το πως νιώθω εγώ, αλλά και για το πως νιώθει ο άλλος. Βάζω την εαυτό μου στην θέση του και πονάω διπλά, μία για μένα, μία για κείνον, μία για μένα, μία για κείνον, λες και μαδάω μαργαρίτες.

Υπάρχουν άνθρωποι που τους κοιτάζεις και δεν χρειάζεται να σου πουν τίποτα, το βλέπεις στα μάτια τους. Υπάρχουν κι άλλοι που πρέπει να περάσεις ώρες μαζί τους, να μιλήσεις, να ανοιχτούν. Εγώ πάντα προτιμούσα τους πρώτους, αλλά δεν τους έβρισκα, εκτός από μία φορά, όταν βρήκα εσένα. Κι αν ανήκω στους δεύτερους έψαχνα τους πρώτους για να ζήσω μαζί τους. Οι επιλογές μας δεν είναι τυχαίες, ποτέ δεν είναι τυχαίες, ακόμα κι όταν απομακρυνόμαστε ή ερχόμαστε πάρα πολύ κοντά για να δεθούμε και να νιώσουμε όσο μπορούμε ο ένας τον άλλο. Είναι όμορφο αυτό το συναίσθημα, το να μην είσαι εσύ ο μόνος που σκέφτεται τους άλλους. Είναι τόσο όμορφο που όταν αφήνεσαι σ' αυτό σταματάς να σκέφτεσαι τον άλλο, εκείνο τον άνθρωπο που έχει κάνει πολλά βήματα πίσω για σένα, εκείνο τον άνθρωπο που το μόνο που σκέφτηκε στο τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που σε ήξερε, ήταν να μην σε πονέσει.

Δεν λέω ότι κι εγώ δεν σε σκέφτηκα, δεν επιρρίπτω ευθύνες στον εαυτό μου για να νιώσω ο αδικημένος κι ο πονεμένος, απλά, έτσι όπως τα βλέπω εγώ, αφέθηκα περισσότερο απ' όσο έπρεπε κι ας νόμιζα ότι δεν είχα αφεθεί καθόλου. Αυτά τα πράγματα μόνο μετά το τέλος μπορείς να τα κρίνεις, μόνο μετά το τέλος μπορείς να κάνεις τον απολογισμό. Κι εμένα το τέλος πάντα με πονάει. Δεν είναι η δύναμη της συνήθειας ούτε φυσικά κάποιος άνθρωπος να μου καλύπτει τα κενά, είναι οι ενοχές, οι τύψεις, τα χτυπήματα, που δεν τα έδωσα σε σένα μόνο, αλλά και σε μένα. Είναι τα καρφιά που κοίταξα να είναι διαλεγμένα κι είναι ο σταυρός, εκείνος ο γαμημένος ο σταυρός, που τον έκανα σύμβολο στα μάτια μου και σημάδι στο κορμί μου. Είναι εκείνος ο γαμημένος ο σταυρός, που θα στέκεται επάνω στον Γολγοθά και θα θυμίζει τις πτώσεις, τα μαστιγώματα και τα καρφιά, που ένα ένα τρυπούσαν το δέρμα και μέναν μέσα.

Αν το τέλος είναι αυτό δεν θέλω να το δω, προτιμώ να δω μια ταινία στον κινηματογράφο, ή, ακόμα καλύτερα, ένα ηλιοβασίλεμα που θα μου φέρει στο νου εσένα. Κι ας μην είδαμε ποτέ μας ηλιοβασιλέματα κι ας μην κάναμε ποτέ όλους αυτούς τους ρομαντισμούς που τόσο ήθελα και τόσο φοβόμουν. Μακάρι να μπορούσα να αλλάξω την πορεία αυτή, η οποία ακόμα δεν ξέρω αν θα μας βγει σε καλό ή όχι, αλλά η αρχή του τέλους δεν μου αρέσει καθόλου. Ξέρω ότι ως ανάμνηση δεν θα έχεις τα άσχημα, ξέρεις ότι το ίδιο θα συμβαίνει και σε μένα, αλλά και μόνο το γεγονός ότι αυτά τα άσχημα μας κρατάνε μακριά, το γεγονός και μόνο ότι αυτές οι στιγμές παραφροσύνης θα μας μείνουν στο μυαλό εντελώς συνειρμικά, όπως όταν ένα μωρό βάζει το δάχτυλο στην πρίζα, αυτό και μόνο το γεγονός με φοβίζει. Και μακάρι σε όλα αυτά να πέφτω έξω, όπως τόσες άλλες φορές έπεσα έξω.

Αν ξαναγεννιόμουν θα επέλεγα να ζήσω όσα έζησα, να περάσω όσα πέρασα, μόνο και μόνο για να σε γνωρίσω ή, έστω, να σε συναντήσω. Και τότε θα έκανα εντελώς διαφορετικά πράγματα. Θα έβαζα φραγμούς στα συναισθήματά μου, θα μιλούσα όμως κατευθείαν, δεν θα σε άφηνα να με ανακαλύψεις, αλλά θα έδινα τον εαυτό μου έτοιμο στο πιάτο. Ίσως κι αυτά να ήταν λάθος, αλλά τουλάχιστον θα είχα την ψευδαίσθηση ότι προσπάθησα και κάποιον άλλο τρόπο κι όχι αυτόν τον απόλυτο τρόπο που με έμαθε να συγκρούομαι, να αγαπάω και να αγανακτώ ταυτοχρόνως. Αυτό είναι το μόνο που θα άλλαζα. Κι αν είχαμε πάλι την ίδια κατάληξη θα σήμαινε ότι γνωριστήκαμε έτσι για λίγο, για να μοιραστούμε πολλά πράγματα σε ελάχιστο χρόνο, ίσως πιο ελάχιστο και από τα τώρα. Τώρα πια ξέρω, πως όλα εκείνα που μας έδεναν, έγιναν θηλιά και μας έπνιξαν...

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Ζωή χωρίς μοντάζ...


Χρόνια πριν μάθαμε ότι η φύση χωρίζεται σε έμψυχα και άψυχα "αντικείμενα", αν μπορούμε να τα πούμε έτσι. Τα άψυχα είναι εκείνα που δεν έχουν οργανισμό έτσι ώστε να παραχθεί το ο,τιδήποτε, ενώ τα έμψυχα είναι εκείνα που παράγουν κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό. Τα έμψυχα χωρίζονται κι εκείνα σε άλλες δύο κατηγορίες, την χλωρίδα και την πανίδα. Η χλωρίδα είναι ό,τι αποτελείται από χλωροφύλλη (να το πούμε έτσι απλά), ενώ η πανίδα είναι οι αμιγώς ζώντες οργανισμοί, αυτοί που βγάζουν ήχους πρωτογενείς. Στην πανίδα συγκαταλέγεται κι ο άνθρωπος, αυτό όμως που τον διαχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα, είναι μία μεταλλαγή σε κάποιο γονίδιο, το οποίο στην πορεία των χρόνων μετέτρεψε όλη την δομή του DNA του. Έτσι λοιπόν, σήμερα αποκαλούμε ανθρώπους εκείνους που έχουν νου και σκέφτονται, πράττουν και δημιουργούν ή καταστρέφουν με βάση την λογική.

Ο ανθρώπινος νους όμως, δεν είναι μονοσήμαντος ούτε και μονοδιάστατος. Έτσι κι εκείνος, με την σειρά του, έχει άλλες τρεις κατηγορίες, το συνειδητό, το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο, που η καθεμία παίζει τον δικό της ρόλο στην γενική ψυχοσύνθεση του εκάστοτε ανθρώπινου όντος. Ωχ, συγγνώμη, μίλησα για ψυχοσύνθεση και μόλις κατάλαβα ότι ξέχασα το πιο σημαντικό, την ψυχή του ανθρώπου, εκείνη που μερικές φορές κυβερνά απόλυτα το νου. Η ψυχή του ανθρώπου είναι το πιο σημαντικό κομμάτι του, είναι εκείνο το μέρος που μας εξισώνει με τα υπόλοιπα όντα της πανίδας και που στην ουσία κυβερνά το νου. Ας υποθέσουμε τώρα ότι βρισκόμαστε σε ένα δικαστήριο, όπου θύτης, θύμα, δικηγόρος, δικαστής και κοινό είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα στην ζωή. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να μοιράσουμε τους "ρόλους".

Θύτης είναι το ασυνείδητο, εκείνο το κομμάτι που λειτουργεί μόνο με βάση τα δικά του θέλω, μόνο με ό,τι το εκφράζει την δεδομένη στιγμή του εγκλήματος, αδιαφορώντας για την συνέχεια και για τις κατηγορίες που θα του απαγγελθούν. Το ασυνείδητο λοιπόν, λειτουργεί χωρίς σκέψη. Συνήγορος υπεράσπισης είναι το υποσυνείδητο, εκείνη η γωνίτσα που δικαιολογεί ό,τι κι αν κάνουμε, καλό ή κακό, για να επαναπαύσουμε τους εαυτούς μας και να νιώσουμε λίγο καλύτερα. Δικαστής είναι το συνειδητό, ο στυγνός κριτής των πράξεών μας, όταν βέβαια τις αντιλαμβάνεται. Το κοινό είναι η ψυχή μας, η οποία τελικά είναι και ο πιο ουσιαστικός κριτής, πιο ουσιαστικός και από τον δικαστή, γιατί στην ουσία, εκείνη είναι που θα μας δικαιολογήσει ή θα μας καταδικάσει. Σε μια δικαστική υπόθεση θέλουμε πάντα να κερδίσουμε το κοινό αίσθημα κι όχι απαραίτητα τον δικαστή.

Κοιτάμε λοιπόν την δικογραφία και βλέπουμε ότι είναι μια υπόθεση βιασμού, ψυχολογικού βιασμού κι όχι σωματικού. Απαγγέλλονται οι κατηγορίες και η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκινά. Ο συνήγορος υπεράσπισης θα ξεκινήσει με την αγόρευσή του, θα υποστηρίξει ότι ο θύτης βρισκόταν εν βρασμώ ψυχής, θα πει ότι το θύμα τον προκάλεσε και έδειξε ανοχή, θα φέρει μάρτυρες να αποδείξουν τα λεγόμενά του, αλλά θα αφήσει το καλύτερο χαρτί του για το τέλος. Θα καλέσει τον ίδιο τον θύτη να του περιγράψει το τι συνέβη, θα υποβάλλει συγκεκριμένες ερωτήσεις για να λάβει τις απαντήσεις που θέλει. Ο δικαστής θα αντικρούσει όλα αυτά τα επιχειρήματα και θα καταλήξει στην ουσία της πράξης, στον ψυχολογικό βιασμό, θέλοντας να κρατήσει την υπόθεση μέσα στην πράξη κι όχι στην αιτιολογία της.

Ο θύτης, θα περιγράψει τα όσα έγιναν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, εύκολα δασκαλεμένος από τον δικηγόρο του. Θα πει ότι το θύμα τον προκάλεσε, ότι εκείνος προσπάθησε να αποφύγει την πράξη, αλλά το ένστικτό του, πιο δυνατό από εκείνον, τον κατάφερε να προβεί σε μια τόσο χυδαία πράξη. Δεν θα παραλείψει να κερδίσει κι εκείνος τις εντυπώσεις δηλώνοντας μετάνοια και ζητώντας συγχώρεση από το θύμα. Θα αλλάξει για λίγο τους ρόλους και θα μεταβάλλει τον εαυτό του σε θύμα, δείχνοντας ότι κι εκείνος έχει πληγές που δεν ομολογεί. Εκεί λοιπόν, θα μπει ο συνήγορος υπεράσπισης και θα βγάλει έναν άσσο από το μανίκι, αφήνοντας άναυδους δικαστή και κοινό. Θα αποκαλύψει τον προ αμνημονεύτων ετών ψυχολογικό βιασμό του θύτη. Κι εκεί θα φέρει μάρτυρες να αποδείξουν του λόγου το αληθές, θα εξηγήσει τα κίνητρα του θύτη.

Στ' αλήθεια είναι εκπληκτικό αυτό το γεγονός. Οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να μαζεύουμε τα βιώματά μας και να τα φυλάμε ως κόρη οφθαλμού. Είμαστε τα θύματα, που επιμελώς παρέλειψα να αναφέρω, γιατί ναι, ο ίδιος μας ο εαυτός είναι το θύμα. Αποδεχόμαστε συμπεριφορές, αποδεχόμαστε καταστάσεις και δημιουργούμε ενοχές, φοβίες και ανασφάλειες σε μας, κλεινόμαστε σε ένα κελί, επιλέγουμε την μοναξιά και κατηγορούμε διαρκώς τον εαυτό μας. Μαθαίνουμε να ζούμε εκεί μέσα, περνούν τα χρόνια και συνηθίζουμε μέσα σε εκείνο το κλειστό δωμάτιο. Σταματούν να βρωμούν τα χνώτα μας, ο εαυτός μας πλέον είναι ο μόνος που μπορούμε να αντέξουμε, υψώνουμε ψηλά τείχη για να μην δραπετεύσουμε. Τρώμε μανιωδώς ό,τι ξεροκόμματο μας πετάνε και λέμε και ένα μεγαλοπρεπέστατο ευχαριστώ.

Έρχεται όμως η μέρα που η ποινή τελειώνει, μας απελευθερώνουν. Ναι, κάποιος άλλος μας απελευθερώνει, όχι εμείς οι ίδιοι κι έτσι πείθουμε εύκολα τον εαυτό μας ότι δικαιωθήκαμε. Το θύμα, που έπεσε σε δικαστική πλάνη κι έγινε θύτης για τα μάτια του δικαστή, τώρα είναι ελεύθερο και δικαιωμένο. Κερδίζει εκ νέου την δίκη, παρουσιάζει νέα στοιχεία, που ο συνήγορος υπεράσπισης επιμελώς είχε κρύψει και ναι, επιτέλους, δικαιώνεται. Ήρθε η ώρα του να εκδικηθεί, αλλά όχι τον πραγματικό θύτη. Βρίσκει κάποιον άλλο, ο οποίος έχει πολλά στοιχεία του εαυτού του και τον βαφτίζει θύτη, τον κατηγορεί, τον καταδικάζει, τον στέλνει στην ίδια φυλακή που εκείνος έζησε. Υψώνει τείχη μπροστά του, πιο ψηλά, έτσι που να μην μπορεί να δει τον ουρανό και τον αφήνει εκεί, να λιώνει.

Δυστυχώς όμως, ο σεναριογράφος της ζωής, δεν έχει γράψει ακόμα το τέλος που το κοινό επιθυμεί. Κι ο σκηνοθέτης δεν έχει τελειώσει το μοντάζ. Η ταινία είναι ακόμα στα γυρίσματα, κάθε μέρα το σενάριο αλλάζει, κάθε μέρα οι ηθοποιοί μαθαίνουν νέα λόγια. Βέβαια, οι σκηνές δεν μπορούν να ξαναγυριστούν, προστίθενται όμως νέες σκηνές, εκείνες που δείχνουν όλη την αλήθεια. Αχ, αυτή η αλήθεια. Πόσα πράγματα δεν έχουν γίνει στο όνομά της? Πόσοι ψυχολογικοί βιασμοί, πόσοι φόνοι, πόσα εγκλήματα. Θα συνεχίσουν να γίνονται, εις τους αιώνας των αιώνων. Όμως, την τελευταία λέξη δεν την έχει ο σκηνοθέτης, αλλά ο μοντερ. Εκείνος θα διαμορφώσει την ταινία. Και τελικά, θα αποκαλυφτεί, ότι όλοι, ζούμε μια ζωή χωρίς μοντάζ. Καληνύχτα σας...

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Ζήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετά...


Όταν θάβεις πράγματα μέσα σου για πολύ καιρό, έρχεται κάποια στιγμή που κάπου θες να τα πεις, να τα ομολογήσεις, να τα βγάλεις με όποιο κόστος και όποιο τίμημα. Έρχονται στιγμές που θες να τα ακουμπήσεις στο τραπέζι και να πεις «αυτά είναι όλα, σας αρέσουν, δεν σας αρέσουν, αυτά είναι», δεν το κάνεις όμως, προτιμάς να συνεχίζεις να τα κρατάς μέσα σου, όχι από συνήθεια ούτε από ασφάλεια, αλλά γιατί έτσι πείθεις τον εαυτό σου ότι είσαι δυνατός, ότι μπορείς να αντέξεις ακόμα και την απόρριψη του εαυτού σου. Έλα όμως που δεν είναι έτσι. Γιατί στην ουσία αυτό είναι δειλία, προτιμάς να πονέσεις εσύ τον εαυτό σου παρά να τον κάνουν άλλοι να πονέσει είτε με την απόρριψη είτε με το μελλοντικό φευγιό τους. Κι εδώ ξεκινάει το πρόβλημα.

Καταρχήν, εφόσον φοβάσαι το φευγιό πάει να πει ότι έχεις δώσει ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Είτε επειδή εσύ συνήθιζες να φεύγεις είτε επειδή έφευγαν οι άλλοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια ζωή θα χάνεις και θα χάνεσαι, κάποια στιγμή συνειδητοποιείς το τι κάνεις, τι χάνεις και σταματάς. Αλλάζεις το σύμπαν σου, εφευρίσκεις τρόπους να ξεδίνεις. Το ότι πολλές φορές σε πιέζει η καθημερινότητα δεν σημαίνει ότι πρέπει να την καταστρέψεις, ίσως να θέλει μια μικρή αλλαγή ή μια μικρή ώθηση προς τα πάνω. Δεν λέω, υπάρχουν όντως οι φορές που θέλει καταστροφή, αυτές οι φορές όμως είναι σπάνιες και τελικά ίσως να είναι μια δυο στην ζωή σου, ίσως να είναι οι φορές που θες να πάρεις σημαντικές αποφάσεις.

Τελικά όταν είσαι δυνατός δεν το ομολογείς. Δεν βγαίνεις στον κόσμο να φωνάξεις «είμαι δυνατός, στηριχτείτε πάνω μου», ίσα ίσα που σκύβεις το κεφάλι και προχωράς κι αν ποτέ χρειαστεί να στηριχτεί κανείς πάνω σου τον αφήνεις χωρίς πολλά πολλά. Ναι μεν του λες ακούμπα, αλλά δεν του λες «ακούμπα, γιατί εγώ είμαι βράχος που δεν σπάει, σίδερο που δεν λυγάει». Σιγά τον Άτλαντα σε συσκευασία Ελύτη. Έτσι πείθεις μόνο τον εαυτό σου ότι είσαι δυνατός και αν ο άλλος κάνει το λάθος και σε πιστέψει και ακουμπήσει πάνω σου, σωριάζεστε ευθύς κι οι δυο μαζί. Και να σωριαστείς μόνος σου δεν είναι θέμα, ο καθένας μας έχει τους τρόπους του να σηκωθεί, το θέμα είναι να πάρεις κι άλλον μαζί σου στην κατρακύλα. Εκεί θα γίνετε χιονόμπαλα και θα μαζεύετε λαό και λαουτζίκο που δεν σας φταίει.

Γενικώς, με λίγα λόγια, οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν προσοχή. Ναι μεν θέλουν αυθορμητισμό και παρορμητικότητα, αλλά θέλουν και μια μικρή προσοχή. Δεν πετάς και δεν κάνεις ό,τι σου κατέβει στο μυαλό κι όποιον πάρει ο Χάρος. Γιατί μετά δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Δεν γυρίζει πίσω το ποτάμι, όσο κι αν το θες. Αυτό που εννοώ είναι ότι το τι θέλω εγώ αφορά και άλλον ένα εκτός από μένα. Μία σχέση θέλει δύο, ενίοτε και τρεις ή παραπάνω, αλλά εδώ μιλάμε για διαδήλωση. Επειδή λοιπόν μία σχέση, είτε ερωτική είτε φιλική, θέλει δύο πρέπει να σεβόμαστε τα θέλω μας, αλλά και τα θέλω του άλλου. Χρειάζεται δηλαδή ένας μικρός συντονισμός. Όχι ηγετισμούς και αρχηγιλίκια, αλλά συντονισμό. Όταν ο ένας είναι πεσμένος αναλαμβάνει τα ηνία ο άλλος και τούμπαλιν κι όταν βρεθούν κι οι δυο όρθιοι προχωράνε μαζί και καταστρέφουν όλες τις δυσκολίες. Η ισχύς εν τη ενώσει.

Για να γίνει όμως όλο αυτό, πρέπει να μιλήσεις, να πεις εκείνα που σε τρώνε, που σου αποδυναμώνουν την προσωπικότητα. Να ομολογήσεις τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις αδυναμίες σου. Να τα ομολογήσεις κι ας σε πονάνε, να τα πεις κι ας τα πετάξει ο άλλος, να του τα δώσεις κι ας τα τσαλακώσει. Κάθε σχέση είναι δόσιμο, όχι ανταλλαγή, δίνεις χωρίς να περιμένεις τίποτα κι όποτε ο άλλος δεήσει να σου δώσει τότε είναι υγιής, αλλιώς, αν σε πνίγει στο ψέμα και σου ενδυναμώνει τις ανασφάλειες και τις φοβίες, αν δεν σε αφήνει να ρίξεις τείχη και πολεμίστρες, αν σε κάνει να νιώθεις μικρότερος του μηδενός τότε καλύτερα να φύγεις και μάλιστα όσο είναι νωρίς, καλύτερα να χαθείς, κακό δεν είναι. Ούτε βέβαια είναι κακό που δοκίμασες να δώσεις, κακό είναι αν έδωσες για να πάρεις αντάλλαγμα.

Δεν πιστεύω στην ανιδιοτέλεια, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται με τα παραπάνω. Δεν υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη. Όταν στον άλλον λες «σ’ αγαπάω» συνήθως το λες για να σου το πει κι εκείνος. Δεν το λες επειδή τον αγαπάς, αλλά επειδή θες να σε αγαπάνε. Ακούγεται σκληρό και αντιφατικό, αλλά τελικά δεν είναι. Απλά, όταν δίνεις μην περιμένεις να σου δώσει, γιατί θα μείνεις στο περίμενε, δίνεις και δεν περιμένεις ανταλλάγματα. Και μόνο τότε θα σου έρθουν εκείνα που θες.

Έχω πείσει τον εαυτό μου ότι φοβάμαι τους ανθρώπους, τους κοιτάζω εξονυχιστικά, τους ελέγχω με την φαντασία μου. Τι λάθος! Πιο σωστό είναι να αφήνεσαι στα συναισθήματα, να ζεις την στιγμή κι ας πληγώνει. Πιο σωστό είναι να κάνεις εκείνα που η καρδιά σου επιβάλλει, να επιστρέφεις κι ας ξέρεις ότι είναι λάθος, να φεύγεις κι ας ξέρεις ότι είναι λάθος. Η ζωή είναι ένα τεστ multiple choice. Έχεις τόσες επιλογές, όμως εδώ η διαφορά είναι ότι όλες είναι σωστές. Κάνεις την επιλογή που κάνεις λόγω συγκεκριμένων καταστάσεων που σε φορτίζουν ή σε αποφορτίζουν το δεδομένο χρονικό διάστημα. Ίσως υπό άλλες συνθήκες να έκανες άλλες κινήσεις. Όμως η ζωή δεν είναι μαθηματικά. Δεν είναι τίποτα αυταπόδεικτο και φυσικά τίποτα δεν αναιρείται. Μπορούν να ισχύουν όλα μαζί και να είναι όλα σωστά.

Φτάνω στο τέλος και ακόμα δεν έχω βγάλει συμπέρασμα και το πιο άσχημο είναι ότι δεν ξέρω τι συμπέρασμα θέλω να βγάλω. Είναι σα να το έχω βάλει στον αυτόματο, αυτό που οι μελλοντολόγοι και τα μέντιουμ λένε αυτόματη γραφή. Μόνο που εδώ λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Τελικά δεν θα βγάλω κάποιο συμπέρασμα. Θα το αφήσω έτσι, λίγο φλου, να βγάλει ο καθένας ό,τι συμπέρασμα θέλει, ανάλογα με τον μικρόκοσμό του και την ιδιοσυγκρασία του. Καλημέρα σας και καλή χρονιά...

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Ίσως ν' αξίζει μόνο που τολμάμε...


Πέρασε η εποχή μας, ξέβαψαν τα σκαριά μας και οι επαναστάσεις μας αποδείχτηκαν ένα όνειρο, μια ξοφλημένη ευφυής δικαιολογία, που λέει κι ο ποιητής. Καταλήγουμε λοιπόν, να σιωπούμε στην αδικία, να σκύβουμε το κεφάλι και να τσαλαπατάμε το εγώ μας με μόνο σκοπό να είμαστε αρεστοί στους άλλους.

Περνάμε μέσα από χωράφια ελευθερίας και επιστρέφουμε πίσω στο απόλυτο μηδέν, έτσι απλά, χωρίς δικαιολογία, χωρίς γιατί και χωρίς αιτία. Επαναστάτες του τίποτα, μιας άλλης εποχής, ξεθωριασμένης, χαμένης μέσα στα σελιλοιντ του κινηματογράφου.

Ταξιδεύουμε στην σιωπή, σ' εκείνη την αιώνια σιωπή, με στόχο την διαμαρτυρία, υποτίθεται, μα τελικά φιμώνουμε τον εαυτό μας για να ησυχάσουμε λίγο τα πνεύματα, που είναι ήδη οξυμένα.

Μάθαμε ότι "του έλληνα ο τράχηλος, ζυγό δεν υπομένει". Αυτό ίσως να ίσχυε κάποτε, σήμερα όμως είναι ένα όνειρο χαμένο. Όχι απλά τον υπομένει, αλλά τον κάνει και σημαία του στο τέλος, με αποτέλεσμα την καθιέρωση της απόλυτης κυριαρχίας του τίποτα στην μίζερη καθημερινότητά μας.

Τελικά όλοι ίδιοι είμαστε, χαμένοι στον δυτικό πολιτισμό, πίσω από υπολογιστές, τηλεοράσεις και κόσμους γυάλινους. Πίσω από τα monitor που καταναλώνουν ρεύμα για την υποτιθέμενη ανάγκη μας. Κρυβόμαστε πίσω από τζάμια, πίσω από γυάλινα κλουβιά. Οθόνες, τηλεοράσεις, παρμπρίζ αυτοκινήτων, τζάμια μπαλκονιών και παραθύρων ερμητικά κλειστά, να μην δούμε τον διπλανό μας που για τον οποιοδήποτε λόγο πονάει και χάνεται στην μοναξιά του.

Κορνάρουμε στους δρόμους γιατί το αυτοκίνητο είναι βαρετό να είναι σταματημένο με αναμμένη την μηχανή. Συντονιζόμαστε στον ρυθμό του, δουλεύουμε κι εμείς στο ρελαντί. Κι αν κάποιος το πατήσει λίγο παραπάνω από το όριο ταχύτητας ή το παρκάρει παράνομα, του κόβουμε μια κλήση να έχει να μας θυμάται.

Ψάχνουμε την χρυσή τομή, τετραγωνίζουμε τον κύκλο, δημιουργούμε το αέναο και το αεικίνητο, κάνουμε ταξίδια στον χρόνο, πάντα προς τα πίσω όμως. Ξεχνάμε την αρχή και ψάχνουμε το τέλος απεγνωσμένα. Πετάμε συναισθήματα στο καλάθι των αχρήστων, τρέφουμε φρούδες ελπίδες ότι μπορούμε να αλλάξουμε και τελικά μένουμε ίδιοι, στο αιώνιο γίγνεσθαι.

Ωραία επανάσταση, η επανάσταση του καλοπερασάκια. Ίσως ν' αξίζει μόνο που τολμάμε, καταλήγει ο ποιητής. Τολμάμε?

Σ’ αυτά τα μάτια, δεν υπάρχει λογική...


Μερικές φορές θες να ξεκινήσεις να γράψεις κάτι και δεν ξέρεις πως. Άλλες φορές πάλι έχεις στο μυαλό σου όλη την δομή ενός κειμένου. Κάποιες άλλες φορές έχεις μόνο τον τίτλο και με το που ξεκινάς το γράψιμο ελευθερώνονται τα πάντα. Υπάρχουν κι εκείνες οι φορές που έχεις μόνο την κεντρική ιδέα ή το συμπέρασμα που θες να βγάλεις και δεν ξέρεις πώς να οδηγηθείς σ’ αυτό. Μεταξύ μας τώρα, αυτό το τελευταίο συνήθως σημαίνει ότι έχεις βγάλει ένα συμπέρασμα ανούσιο και μη λογικό, αλλά δεν θα το αναλύσουμε εδώ. Τι λέγαμε? Α, ναι, για το πώς να ξεκινήσεις ένα κείμενο. Λοιπόν, σήμερα νιώθω χαρούμενος γιατί δεν θα οδηγηθώ σε κάποιο συμπέρασμα μέσα από παρατηρήσεις, αλλά θα ανακοινώσω το συμπέρασμα στον πρόλογο και θα αναλύσω παρακάτω τι με οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό. Καταλάβατε? Όχι? Θα καταλάβετε σε λίγο.

Λοιπόν, ιδού το συμπέρασμα: Η λογική είναι μια πόρνη, μεγάλη πόρνη. Βασικά αλλιώς θα την έλεγα, αλλά θα με κόψει το ραδιοτηλεοπτικό. Λοιπόν, είπαμε, η λογική είναι μια πόρνη. Γιατί? Γιατί απλούστατα ενώ σε οδηγεί στο απόλυτα ακριβές συμπέρασμα που εσύ και εκείνη θεωρείτε λογικό, τελικά σε κάνει να καταλήξεις στο ακριβώς ανάποδο συμπέρασμα, στον παραλογισμό. Κι όχι μόνο αυτό, ενώ ξέρεις ότι το συμπέρασμά σου είναι παράλογο, εμμένεις να το υποστηρίζεις με νύχια και με δόντια και τελικά το ακολουθείς κιόλας. Και ξυπνάς ένα ωραίο πρωί, γυαλίζεις τα πανέμορφα κερατάκια που απέκτησες, χτενίζεις το τραγίσιο μουσάκι που άφησες και παίρνεις φόρα και κουτουλάς σε τοίχους, παράθυρα, πόρτες και ό,τι άλλο βρεις μπροστά σου, ενίοτε και σε ανθρώπους.

Και εδώ έρχεται το άσχημο της όλης υπόθεσης. Γιατί αν κουτουλήσεις σε τοίχο το πολύ που μπορείς να πάθεις είναι να σπάσεις τα κέρατα, άρα καλό θα κάνεις. Το λιγότερο πάλι, είναι να ανοίξεις τρύπα, οπότε βάζεις και ένα φινιστρίνι και κάνεις το δωμάτιο ευάερο, ευήλιο και άλλα τέτοια όμορφα. Αν επιλέξεις τις πόρτες ή τα παράθυρα, θα μπεις στην διαδικασία να τα αλλάξεις γιατί μάλλον θα τα σπάσεις και ίσως να πληγώσεις λίγο και τα κέρατα. Ουσιαστικά πάλι αλώβητος θα βγεις. Το όλο πρόβλημα είναι όταν κουτουλάς σε ανθρώπους. Εκεί τους κάνεις όσα σου έκαναν. Και δεν παίζει κανένα ρόλο ο χαρακτήρας. Όσο καλός άνθρωπος κι αν είσαι βγάζεις απωθημένα. Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ γιατί λέγονται απωθημένα? Γιατί είναι αυτά που απωθείς, που δεν θες να τα έχεις, αλλά δυστυχώς, τα έχεις.

Ας μην ξεφεύγουμε όμως από το θέμα μας. Μιλούσαμε για την λογική. Η λογική λοιπόν, είναι άσχημο πράγμα και σας το λέω εγώ που χρησιμοποιώ την λογική κατά κόρον. Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι να την εγκαταλείψω, αλλά ξέρω πως αν το κάνω θα χάσω όλες μου τις άμυνες. Θα είμαι μόνος, σαν καλαμιά στον κάμπο, σαν το σπουργίτι στο χαλάζι και άλλα τέτοια ποιητικά, που ωραίο είναι να τα διαβάζεις, άσχημο να τα λες. Μιας και περάσαμε στα γλυκανάλατα, για να ανοίξουμε μια παρένθεση.

(Αυτό το πράγμα με τα ζαρζαβατικά και τα οπωροκηπευτικά είναι απίστευτο, έτσι? Αγκαλιάζεις τον άλλο, του λες ότι τον αγαπάς και εκείνος σε αρχίζει στα μπουμπουκάκια, τριανταφυλλάκια, κολοκυθάκια και άλλα τέτοια που αν δεν έχεις φάει μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις άνετα σε σαλάτες ή ως γαρνίρισμα σε φαγητά και γλυκά. Και πρέπει εσύ να τα δεχτείς ως απόδειξη αγάπης και έρωτα. Τι λέτε ρε? Γιατί όλα αυτά θεωρούνται δεδομένα? Ο ΟΗΕ τα ψήφισε?)

Κι αφού κλείσαμε την παρενθετική παράγραφο, επιστρέφουμε στο θέμα μας. Σκοτώστε την λογική, όσο μπορείτε, όταν μπορείτε, τώρα που μπορείτε. Και ξέρετε γιατί? Γιατί όταν είσαι λογικός, είσαι σωστός για όλους, ο καλύτερος άνθρωπος, είσαι το καλύτερο παιδί, κάτι σαν τον Αρναούτογλου ένα πράγμα. Όταν όμως, εγκαταλείψεις για μια στιγμή την λογική, τότε όλοι θα πέσουν να σε φάνε. Θα γίνεις κωλόπαιδο, θα γίνεις προδότης, θα γίνεις καθίκι. Και ποτέ κανείς δεν θα μπει στην διαδικασία να σε αιτιολογήσει, να καταλάβει τα γιατί και τα πως σου, παρά μόνο όταν περάσουν αρκετά χρόνια. Και πάλι όμως, αυτό είναι σχετικό. Γι αυτό σας λέω, σκοτώστε τη τώρα που είναι νωρίς, τώρα που είναι μικρή, γιατί αν μεγαλώσει θα σας τρελάνει.

Ακόμα κι εγώ βρίσκομαι σε όμοια διαδικασία, την παραπλανώ, την χαϊδεύω, της μιλάω γλυκά, μέχρι που να ηρεμήσει, να σταματήσει να αντιδράει, να την φέρω σε θέση ανάπαυλας και να της ρίξω το πιάνο στο κεφάλι να ησυχάσουμε όλοι. Γιατί πια η κατάσταση δεν πάει άλλο. Κοντεύω τα τριάντα κι έχω μια ρημαδοκατάσταση να με προβληματίζει, να βρίσκω άνετα τις λύσεις, αλλά να γυρνάει η λογική και να μου λέει ότι αυτές οι λύσεις αν και είναι σωστές δεν θα με βοηθήσουν. Τι λε ρε Καραμήτρο? Και τι είναι αυτό που θα με βοηθήσει? Μωρέ θα σου ‘ρθει το πιάνο στο κεφάλι και θα παίζει κι ένα τραγούδι. Κι όχι τίποτα πένθιμο, κανένα χαρούμενο. Τίποτα Bee Gees θα βάλω.

Τώρα θα μου πείτε γιατί τα λέω όλα αυτά, ε? Γιατί ερωτεύτηκα. Αν δεν είχα ερωτευτεί σιγά μην με έπιανε τέτοιο παραλήρημα. Θα έλεγα για περασμένες μου αγάπες του καιρού φαντάσματα και άλλα τέτοια συναφή. Ναι λοιπόν, μετά από πολύ καιρό (μην με βάλετε να μετρήσω, μερικοί θα πάρουν ανάποδες) ερωτεύτηκα. Και το πιο άσχημο είναι ότι ερωτεύτηκα εκείνη που δεν έπρεπε να ερωτευτώ. Βέβαια, θα μου πείτε, αν είχα ερωτευτεί εκείνη που έπρεπε δεν θα ήταν έρωτας, πήδημα θα ήταν. Γι αυτό σας λέω, σ’ αυτά τα μάτια, δεν υπάρχει λογική...

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Στα είπα όλα, φίλα με τώρα...


Να λοιπόν που ξαναβρισκόμαστε. Εσύ κι εγώ και μια κούπα καφέ για να σπάει τον πάγο. Το ότι εσύ είσαι στην φαντασία μου, το ότι η παρουσία σου είναι ανύπαρκτη, είναι αμελητέο. Γιατί για μένα είναι υπαρκτή. Όταν σε θέλω σε νοιώθω, σου μιλάω, με ακούς, μου απαντάς. Όπως όλα τα βαθιά κρυμμένα μυστικά, όπως όλες οι αναμνήσεις. Όπως όλες οι κρυφές μας σκέψεις. Να λοιπόν που σ' έχω απέναντί μου και πρέπει να σου πω μερικά πραγματάκια. Να σου φανερώσω την μεγαλύτερή μου αλήθεια. Και ξέρεις δεν είναι και πολύ εύκολο, γιατί πρέπει συγχρόνως να την κρύβω. Να σου δείξω ότι τώρα που σου μιλάω δεν είμαι γυμνός. Πρέπει να σου δείξω ότι όλη μου η αλήθεια βγαίνει σε σένα, αλλά εγώ είμαι προστατευμένος από τα οποιαδήποτε χτυπήματα. Πρέπει να δεις μόνη σου αυτό που θέλω να σου πω, αλλά εγώ να μην απογυμνωθώ. Φέξε μου και γλίστρησα δηλαδή.

Νομίζω ότι αρκετό πρόλογο έκανα. Αν και, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι πρέπει να το μάθεις. Κι αυτό, γιατί φοβάμαι το τι θα γίνει μετά, τι θα επακολουθήσει. Θα με πάρεις αγκαλιά και θα με φιλήσεις? Θα με αφήσεις να περιφέρομαι γυμνός? Θα με αφήσεις να κάνω εγώ το βήμα της αγκαλιάς? Κι αν τελικά το κάνω, θα το δεχτείς? Κι αν το δεχτείς πόσο όμορφα θα μπορούν να είναι τα πράγματα? Ή μήπως είναι ένα ακόμα λάθος μέσα στα πολλά και τελικά θα απομείνω πάλι μόνος και προδότης? Κι αν δεν το δεχτείς και καταστρέψω αυτό που νόμιζες ότι υπήρχε? Τι κάνουμε εκεί κοπελιά? Δεν μιλάς, ε? Επιλέγεις την σιωπή. Προτιμάς να ανοίξω εγώ την πόρτα και να βγω. Κι ίσως τελικά εσύ να ακολουθήσεις την σιγουριά των βημάτων μου. Αμ δε. Σιγά μην βγω πρώτος.

Ναι, αλλά αν δεν βγω εγώ ποιος θα πρέπει να βγει? Εσύ? Εσύ ίσως να φοβάσαι περισσότερο από μένα. Εσύ ίσως να έχεις τον φόβο της γυναίκας. Ναι, έλα όμως που εγώ έχω του άντρα. Κι όταν ο άντρας φοβάται, κρύβεται κάτω από γυναικεία φουστάνια. Και τότε γίνεται χειρότερος κι από γυναίκα. Τόσο, που κανείς δεν αξίζει να ασχοληθεί μαζί του. Ούτε καν η γυναίκα που του παρείχε την κρυψώνα. Άρα δεν πρέπει να φοβάμαι. Γιατί αν φοβηθώ έστω για μια στιγμή, θα γίνεις μπότα και θα με πατήσεις. Κι όταν δουν οι άλλοι ότι με πατάς θα με πατήσουν κι εκείνοι. Κι έτσι ποδοπατημένος που θα είμαι, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να σηκωθώ. Κι έτσι θα πέσω πιο κάτω. Τόσο που θα με σιχαθείς. Και μετά θα λες τι μου βρήκες.

Λοιπόν, πρέπει να αυτοκυριαρχήσω. Τι είναι όλα αυτά που είπα παραπάνω? Τα πάντα στην ζωή θέλουν θάρρος. Κι εγώ έχω αποδείξει ουκ ολίγες φορές ότι το έχω. Συγκεκριμένα, έχω τόσο θάρρος, που κανείς δεν το πίστευε όταν το είδε. Νόμιζε ότι ήταν κάποιο τέχνασμα ή κάποιος τρόπος να κρύψω άλλα πράγματα, βαθύτερα. Έλα όμως που εγώ, ξέρω ότι το έχω. Και, στ' αλήθεια, υπάρχουν φορές που νομίζω ότι παίζω τον δειλό για να επιβεβαιώσω τους άλλους κι έτσι να με αποδεχτούν. Έτσι κακομοίρης και κακορίζικος που θέλω να δείχνω. Για να κρύψω βαθύτερες δυνάμεις και να κάνω τους άλλους να νομίζουν πως είναι δυνατοί.

Όχι, όχι. Προτιμώ να με νομίζεις δειλό. Είναι καλύτερα για όλους. Ή, είναι καλύτερα για μένα. Να κρυφτώ πίσω από την δειλία μου για να νομίζεις ότι δεν είμαι εκείνος που θες. Κι έτσι τελικά θα σωθούμε όλοι μας. Εσύ θα βρεις κάποιον άλλον να αγαπήσεις, εγώ θα συνεχίσω την ζωή μου και οι υποτιθέμενοι εχθροί μου την δική τους. Ναι, ναι. Αυτό θα κάνω. Θα σε αποφύγω. Θα σε αποφεύγω για πάντα. Μάλλον, όχι. Δεν θα σε αποφεύγω. Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα σε κάνω να μην με θες. Θα με σιχαθείς, θα αηδιάσεις μαζί μου. Θα νομίζεις ότι είμαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου. Θα πιστέψεις το ψέμα μου. Μου έχουν πει ότι όταν θέλω είμαι καλός στα ψέματα. Και το πίστεψα. Αλλά, μήπως ήταν εκείνοι καλύτεροι στα ψέματα και με έκαναν να πιστέψω μια τόση ψεύτικη αλήθεια?

Τέλος. Το πήρα απόφαση. Ας νομίζει ο καθένας ό,τι θέλει. Δικιά του η άποψη, δικός του κι ο θυμός. Δικές μου οι επιλογές και οι όποιες ενοχές. Καιρός να μάθεις την μεγάλη μου αλήθεια. Εκείνο που ποτέ δεν είπα γιατί το φοβόμουν ακόμα κι εγώ ο ίδιος. Όλα όσα θέλω να σου πω κρύβονται στα σημεία στίξης. Όλα μου τα συναισθήματα κρύβονται στα αμέτρητα αποσιωπητικά. Κι αν εδώ δεν βλέπεις κανένα, είναι γιατί έτσι ίσως να μην με πιστέψεις. Ίσως να νομίζεις ότι σε κοροϊδεύω κι έτσι να βγω κερδισμένος. Στα είπα όλα, φίλα με τώρα...

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Παραμύθι με λυπημένο τέλος...


Να 'μαι λοιπόν και πάλι μ' ένα μολύβι κι ένα χαρτί (το πληκτρολόγιο δεν είναι και τόσο ρομαντικό σαν αντικείμενο) κι ένα ποτό, που ας το απαγορεύει ο γιατρός, εμένα μου κάνει καλό. Να λοιπόν, που έρχομαι και πάλι να σας διηγηθώ μια ιστορία, ωραία σαν παραμύθι. Όχι σαν αυτά που μας έλεγε η γιαγιά δίπλα στο τζάκι, την ώρα που έψηνε κάστανα, λίγο πριν πάμε για ύπνο. Όχι ένα παραμύθι, από τα όμορφα, εκείνα τα παλιά, του Άντερσεν ή των αδελφών Γκριμ. Ένα παραμύθι αλλιώτικο. Ένα παραμύθι που δεν ξεκινάει με την φράση "Ήταν μια φορά κι έναν καιρό...", αλλά συνεχίζει από το "...ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα". Ένα παραμύθι μακριά από εγωισμούς. Ένα παραμύθι, για τους χαμένους. Ένα παραμύθι με λυπημένο τέλος.

Πρέπει να πάψουμε να ασχολούμαστε πια με την Κοκκινοσκουφίτσα. Αλήθεια, ενδιαφέρθηκε ποτέ κανείς για τον κακό τον λύκο? Ρώτησε κανείς ποτέ γιατί έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να φάει την γιαγιά? Ρώτησε ποτέ κανείς πόσοι παραμυθάδες εξιδανίκευσαν το εγώ τους λέγοντας για μια Κοκκινοσκουφίτσα που δεν τη νοιάστηκε ούτε η μάνα της? Που αυτή η μάνα δε νοιάστηκε ούτε την δική της μάνα, παρά την έστειλε να ζει μέσα στο δάσος και να την παραμονεύει ο κακός ο λύκος. Που στο κάτω κάτω της γραφής, μπορεί και να πεινούσε πολύ ο καημένος και να είχε μέρες να φάει. Αλλά ο παραμυθάς τον καταδίκασε να πεθάνει και να φαίνεται ο λύκος σαν κακός.

Ή μήπως νοιαστήκατε ποτέ να μάθετε όλη την αλήθεια για το περιβόητο γοβάκι της Σταχτοπούτας? Και που ξέρετε ότι της έκανε πλήρως? Ζητήσατε αποδεικτικά στοιχεία? Κι αν δηλαδή την ενοχλούσε στο κουτουπιέ μήπως θα το λεγε? Ή έχετε την εντύπωση πως μόνο αυτή φορούσε 37 νούμερο γοβάκι? Δεν υπήρχε άλλη? Απλώς αυτή το έπαιξε έξυπνη και πήρε τον πρίγκιπα μέσα από τα χέρια κάποιας άλλης. Και τώρα αυτή η άλλη μπορεί να κλαίει αιώνες ολόκληρους, μέχρι να την θυμηθεί ποτέ ο πρίγκιπας ή μήπως συναντήσει κάποιον άλλον περαστικό και της πει τα μαντάτα.

Αχ κι αυτοί οι καημένοι οι εφτά νάνοι. Μάζεψαν την Χιονάτη στο σπίτι τους, αντί να την πετάξουν με κλωτσιές που μπήκε σαν κλέφτρα, της τα έδωσαν όλα, απλόχερα, την κοίμιζαν, της έφερναν φαΐ, την έκαναν να γελάει, για τόσο αθώα πλάσματα μιλάμε. Κι αυτή, αντί για ευχαριστώ τους παράτησε με το πρώτο βασιλόπουλο που πέρναγε απ' έξω. Τελικά αυτά τα βασιλόπουλα κάναν μεγάλες ζημιές, αλλά δεν είναι του παρόντος.

Αλλά κι εκείνο το κοριτσάκι με τα σπίρτα, δεν φτάνει που έχασε την μαμά της σε μικρή ηλικία, δεν φτάνει που έχασε και την γιαγιά της, δεν φτάνει που είχε έναν πατέρα που την καταδυνάστευε και την εκμεταλλευόταν, αλλά πέθανε κιόλας από το κρύο, χαλώντας όλη την πραμάτεια της για να ζεσταθεί. Και μην μου πει κανείς ότι πήγε στον Παράδεισο, γιατί δεν πεθάναμε ακόμα και δεν ξέρουμε αν υπάρχει Παράδεισος.

Αλλά κι αυτός ο Αίσωπος ρε παιδί μου, δεν ήταν κανένας καλύτερος. Βασικά αυτός, είχε μια μανία να αφήνει ζώα νηστικά: Μια τον τζίτζικα, τότε που τον σκυλόβρισε το μυρμήγκι επειδή τραγουδούσε. Την άλλη με την αλεπού, που όλο πήδαγε να πιάσει τα σταφύλια κι αυτά πήγαιναν όλο πιο ψηλά, αυτό δεν ήταν παραμύθι, το μαρτύριο του Τάνταλου ήταν. Για να μην αναφέρω το κοράκι, που άφησε το τυρί να του πέσει από το στόμα και το γράπωσε η αλεπού, πεινούσε από πριν θα μου πείτε, ναι, αλλά ο κόρακας τι έφταιξε? Ή μήπως αυτό με τα ποντίκια που μια ζωή νηστικά μένανε και δεν βρήκανε ποτέ κάποιον να κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά του γάτου να πάρουν κι αυτοί τα μέτρα τους?

Αφήστε τα, δεν είναι μόνο ο κόσμος μας χάλια, αλλά είναι και τα παραμύθια μας γεμάτα εγωισμούς κι αναίτιες αντιπάθειες. Και φανταστείτε ότι με αυτά τα παραμύθια μεγαλώνουμε παιδιά, τα κάνουμε άντρες, τα στέλνουμε στρατό, τα σπουδάζουμε και μετά τα παντρεύουμε για να κάνουν κι αυτά άλλα παιδιά και να τα μεγαλώσουν με τα ίδια παραμύθια. Φασκελοκουκούλωστα δηλαδή, άκρη δεν βγαίνει. Και μετά παραξενευόμαστε που τα παιδιά μας γίνονται πρεζάκια. Εμ, λογικό είναι, τα μάθαμε από μικρά στα βαριά ναρκωτικά. Και μην μου πείτε ότι τα ετοιμάζουμε για την κοινωνία, γιατί στην κοινωνία μας δεν έχω δει παπουτσωμένο γάτο ούτε λύκο να μιλάει. Και φυσικά δεν έχω δει νάνους.

Ας είμαστε προσεκτικοί λοιπόν στο μέλλον, να λέμε πιο όμορφα παραμύθια, πιο μαγικά, να μην τα κοιμίζουν τόσο, αλλά να μην τα πονηρεύουν και τόσο. Παραμύθια αληθινά, ξέρετε, αυτά με λυπημένο τέλος. Αυτά που σε βάζουν στον πειρασμό να τα πιστέψεις, που λέει κι ο λαϊκός τροβαδούρος.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί...θα δείξει. Άντε για ύπνο τώρα γιατί ξημέρωσε και σηκωμό δεν θα χεις το πρωί...

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

O Παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι...


Ένα τραγούδι είναι η αλήθεια μας. Κι άλλο ένα η σιωπή μας. Ποιος μπορεί να διαχωρίσει όμως ποιο από τα δύο είναι πιο όμορφο? Κανείς. Γιατί κάθε τραγούδι βγαίνει από μέσα μας, γιατί κάθε τραγούδι είναι η κατάθεση της ψυχής μας.

Ποιος μπορεί να απαρνηθεί την σιωπή του? Ποιος μπορεί να πει ψέματα στις αλήθειες του? Ποιος είναι εκείνος που έχει την δύναμη να πετάξει στα σκουπίδια το εγώ του για χάρη κάποιων άλλων?

Σ’ αυτόν τον τόπο ήρθαμε για να αφήσουμε το στίγμα μας στις επόμενες γενιές, δεν μας ανήκει τίποτα, τα δανειστήκαμε όλα από τα παιδιά μας. Μα ακόμα κι αν μας ανήκει κάτι, δεν μπορούμε να το καταστρέψουμε επειδή το θεωρούμε κτήμα μας.

Από την στιγμή που το μοιραζόμαστε με όλους τους άλλους δεν είναι κτήμα μας, δεν είναι κτήμα κανενός. Δεν θέλουμε αμοιβή, δεν θέλουμε ούτε αυτό το μπράβο που ίσως να φαντάζονται κάποιοι. Θέλουμε να γνωρίσουμε καλά τον εαυτό μας, θέλουμε να δούμε τα άκρα μας, τα όριά μας, θέλουμε να βγούμε από το γυάλινο κουτί που φυλακιστήκαμε.

Δεν ζητάμε ενόχους. Δεν ζούμε με την αυταπάτη ότι κάποιοι άλλοι φταίνε. Δεν θα φυλακίσουμε κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο ούτε και θα κρεμάσουμε τον πρώτο τυχόντα μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση.

Η ιστορία δείχνει ποιοι αξίζουν και ποιοι όχι. Η ιστορία δείχνει ποιοι έκαναν το λάθος. Η ιστορία δείχνει ποιοι το αποδέχονται και ποιοι τελικά το πληρώνουν. Η δικαιοσύνη και η τύχη είναι τυφλή. Ο Αριστοφάνης μας έμαθε ότι κι ο πλούτος είναι τυφλός. Κι επειδή στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, θεοποιούμε το αυτονόητο, του λέμε κι ευχαριστώ.

Ελευθερία δεν είναι μόνο να πετάς ψηλά. Ελευθερία είναι να είσαι λογικός, να παραδέχεσαι το λάθος σου και να μην το ξανακάνεις. Ελευθερία είναι να νικάς την μάχη και να κλαις για τους νεκρούς σου. Ελευθερία είναι να χάνεις τον πόλεμο και να λες ότι προσπάθησες.

Οι βασιλιάδες είναι στα παραμύθια. Το ίδιο κι οι νεράιδες. Δεν πρέπει να περιμένεις να σε πάρει κάποιος από το χέρι και να σου δείξει τον δρόμο. Κανείς δεν θα σου προσφέρει αυτό που θες να πάρεις. Ακόμα κι όταν σου ανήκει.

Αντισταθήκαμε ποτέ στον εγωισμό μας? Βγήκαμε ποτέ από το καβούκι μας για να δούμε τον κόσμο? Κι αν το κάναμε, προσπαθήσαμε να τον δούμε με άλλα μάτια? Ή μήπως όλοι νομίζετε ότι ο ήλιος είναι κόκκινος? Μήπως νομίζετε ότι η σιωπή χρειάζεται ησυχία? Μήπως νομίζετε ότι αλήθεια δεν είναι τα ψέματα? Λάθος.

Λάθος συντεταγμένες μας έδωσαν και βγήκαμε στην Τουρκία. Λάθος λόγια φωνάξαμε και χάσαμε τον μπούσουλα. Βρήκαμε την σιωπή αντίπαλο. Ονομάσαμε την αλήθεια ρουφιάνο. Βιάσαμε την ελευθερία μας και νομίζουμε ότι την αποκτήσαμε κιόλας.

Ποιος ανακάτεψε το νερό και δεν βλέπω τίποτα? Ποιος έσβησε τον ήλιο και χάθηκε το φως? Κανείς? Μα εδώ είναι σκοτάδι. Τα νερά μαυρίσανε και τα λουλούδια μαράθηκαν. Τα δέντρα ξαφνικά δεν μας χαρίζουν την σκιά τους. Κι εμείς, για να μην ρίξουμε το λάθος στον εαυτό μας, σβήνουμε τον ήλιο, στερεύουμε τα πηγάδια, καίμε τα δέντρα, κόβουμε τα λίγα λουλούδια που άντεξαν και τα βάζουμε σε μουσείο.

Η θάλασσα φουρτούνιασε κι εμείς για να την ηρεμήσουμε, αρχίσαμε το μαστίγωμα. Νέοι Δαρείοι, νέοι σατράπες, σε λίγο και νέοι Χίτλερ.

Μάθαμε ότι όλα έχουν την τιμή τους. Τιμή για το ψωμί, τιμή για την παρθενιά, τιμή για την συνένωση των ψυχών. Όλα πληρώνονται. Ακόμα κι η αλήθεια. Κι όχι η προσωπική μας αλήθεια, αλλά η αλήθεια των γεγονότων. Ο καθένας πουλάει την συνείδησή του, τα όνειρά του. Τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται. Όλα σε τιμή ευκαιρίας. Ποιος είπε ότι στον Παράδεισο πάνε οι καλοί. Στον Παράδεισο πάνε εκείνοι που θα γλύψουν περισσότερους κώλους, εκείνοι που θα φιλήσουν κατουρημένες ποδιές, εκείνοι που θα δώσουν τα περισσότερα. Δεν ξέρω αν σας το είπανε, αλλά ο Παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Το τέλος είναι η μαγεία...


Και να λοιπόν που μερικά πράγματα φτάνουν στο τέλος τους, ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Όταν κάτι τελειώνει είναι πάντα οδυνηρό και είναι λάθος να προσπαθείς να το αντικαταστήσεις με κάτι άλλο. Δεν είναι ποτέ ίδια τα συναισθήματα, δεν έχει ίδια γεύση. Πάντα θα φέρνεις αναμνήσεις της προηγούμενης παράστασης στο νου σου, πάντα θα αναζητάς τους χώρους που περπάτησες, που σταμάτησες και σκέφτηκες, πάντα θα ψάχνεις εκείνα τα κομμάτια που άφησες. Και το χειρότερο όλων είναι ότι θα νομίζεις ότι τα αντικατέστησες, ότι βρήκες έναν τρόπο να κλείσεις μια πληγή ανοίγοντας μια άλλη. Και στο τέλος θα γεμίσεις πληγές αγιάτρευτες που θα στάζουν αιώνια και που δεν θα προσπαθείς να τις κλείσεις ούτε καν να τις συντηρήσεις, αλλά αντί αυτών θα ανοίγεις και πάλι νέες.

Έτσι είναι, δυστυχώς. Όλοι, εκεί μέσα, αφήσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Στην σκηνή, στα παρασκήνια, στις θέσεις των θεατών, του ηχολήπτη, στο φουαγιέ. Ακόμα και το πιάνο έχει τους ήχους του Αλέξανδρου. Εκεί μέσα γνωρίσαμε ανθρώπους, μερικούς εντελώς διαφορετικούς από εμάς και μερικούς στα ίδια χνώτα. Ανθρώπους που έξω ίσως και να μη συναντούσαμε, αλλά εκεί μέσα τους χαρήκαμε. Ανθρώπους που δεν θα θέλαμε να συναναστραφούμε, αλλά εκεί μέσα, τους ανεχτήκαμε.

Γνωρίσαμε όμως κι ανθρώπους που άλλαξαν την ζωή μας στο καλύτερο. Ανθρώπους που μας γέμισαν χαρά, ανθρώπους που μας δάνεισαν λίγο από το φως τους. Ανθρώπους που όσο περνάει ο καιρός τους αγαπάμε πιο πολύ. Και πλάι σ’ αυτούς γνωρίσαμε τους φίλους τους. Βγήκαμε μαζί τους, ανταλλάξαμε τηλέφωνα, γίναμε μια παρέα και συζητήσαμε ίδιες σκέψεις. Κάναμε τις ίδιες τρέλες και κολυμπήσαμε στις ίδιες παραλίες.

Εκεί μέσα χάσαμε και ανθρώπους. Άλλες φορές μας τους πήρε το χώμα κι άλλες φορές μας τους πήρε η ζωή, που μας άλλαξε τόσο. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν κάποια από τις δύο θεωρείται απώλεια. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι μας εγκαταλείπουν ποτέ, ακόμα κι όταν πεθαίνουν. Εκεί μέσα χάσαμε τον άνθρωπο που μας καθοδήγησε για έντεκα ολόκληρους μήνες. Τον άνθρωπο που έγινε η ουσία της παράστασής μας, τον άνθρωπο που μας έδωσε δυνατές συγκινήσεις, τον άνθρωπο που μας έμαθε να έχουμε κι έναν δεύτερο τρόπο σκέψης, τον δικό του. Τον άνθρωπο που αρκετές φορές παρατούσε το σινάφι του κι ακολουθούσε εμάς. Τον άνθρωπο που πάντα ισορροπούσε μεταξύ αλήθειας και παραμυθιού.

Άλλοι έχασαν πιο δικούς τους ανθρώπους, συγγενείς και φίλους. Άλλοι χώρισαν, όχι για κάτι καλύτερο, αλλά γιατί η αλλαγή που υπήρξε στην ζωή τους ήταν καθοριστική. Και να που τώρα πρέπει να αποχωριστούμε για άλλη μια φορά τα κομμάτια μας. Και να που τώρα πρέπει να γιατρέψουμε μια πληγή. Και να που τώρα θα φυτέψουμε αναμνήσεις, έτσι ώστε να γίνουν δέντρο ολόκληρο και να μας διαμορφώσουν καλύτερο χαρακτήρα. Και να που τώρα θα οδηγήσουμε τους εαυτούς μας σε νέους τόπους, θα τους κατεβάσουμε σε άλλα τάρταρα και θα τους εξυψώσουμε σε άλλους ουρανούς, θα τους γαλουχήσουμε σε άλλα παραμύθια και θα μάθουμε νέες αλήθειες!

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Ένας κουρασμένος σκοπός χωρίς προοπτική...


Είναι η πρώτη φορά που σου γράφω και δεν ξέρω γιατί το κάνω. Μια υπόνοια μόνο βασανισμού του μυαλού από χιλιάδες πυρακτωμένες σκέψεις. Σκέψεις που στο νου έχουν έναν ειρμό κι έναν συνειρμό, μα όταν βγαίνουν στο χαρτί καταλήγουν να είναι μικρές λεξούλες, γεμάτες γρίφους και συναισθήματα ακατέργαστα. Νομίζω πως μερικά από αυτά πρέπει να τα θάβουμε μέσα μας. Όχι για το ενδεχόμενο μην μας τα πετάξουν μια μέρα στα μούτρα και σκύβοντας το κεφάλι αποχωρίσουμε ηττημένοι, αλλά γιατί τα ομορφότερα τοπία δεν χρειάζεται να τα ανακαλύψεις, θέλει μόνο να τα ονειρευτείς.

Τώρα τελευταία λοιπόν, σταμάτησα να ονειρεύομαι. Όταν κλείνω τα μάτια είναι από απογοήτευση ή από κούραση. Δεν φαντάζομαι θάλασσες, δεν ονειρεύομαι ηλιοβασιλέματα κι ανατολές, δεν θέλω καν να δω γυμνά κορμιά. Λες και η Αφροδίτη σκότωσε τον Έρωτα κι εγώ απόμεινα ένας κουρασμένος σκοπός χωρίς προοπτική. Λένε πως όταν χάνεις την έμπνευσή σου είναι γιατί είσαι ερωτευμένος. Δεν το πιστεύω πια. Έχω την εντύπωση πως όταν χάνεις την έμπνευσή σου ψάχνεις κάποια να ερωτευθείς, για να δημιουργήσεις έτσι ένα άλλοθι ανικανότητας στον εαυτό σου.

Πόσες φορές ενέσκηψες στα πηγάδια των πόνων σου? Πόσες φορές προσπάθησες να διασχίσεις ένα κενό απέραντο? Πόσες φορές σε σταμάτησε ένας ωκεανός λυγμών? Υπάρχουν πράγματα, χιλιάδες φορές ειπωμένα, που ξεπερνιούνται εν μία νυκτί. Υπάρχουν κι άλλα, ανείπωτα, ακατέργαστα, που περιμένουν να βγουν από το στόμα σου, για να γυρίσουν σαν σπαθιά και να σε καρφώσουν στα πλευρά, στο μυαλό, στην καρδιά. Πώς να τα ξεπεράσεις αυτά? Μερικές ερωτήσεις γίνονται για να αποθαρρύνουν τις απαντήσεις. Μην τυχόν και λάβεις γνώση εκείνου που ταλανίζει την ηρεμία που προσπαθείς να επιβάλεις.

Υπάρχουν οάσεις που σε περιμένουν να δροσιστείς στα γαλανά νερά τους. Υπάρχουν χρώματα που σε περιμένουν να τα ανακαλύψεις και να τα αποτυπώσεις σε έναν καμβά. Υπάρχουν λέξεις που ακόμα δεν βγήκαν από το στόμα μας και όμως, κεντούν κρυφά ένα μονοπάτι από μετάξι για να προσκυνήσουν στο τέλος τον μεγαλοδύναμο Έρωτα, που κουρασμένος κι εκείνος θα γυρίσει πίσω στα παραμύθια της γιαγιάς, μιας κι εκεί οι άνθρωποι δεν φοβούνται να πουν ένα σκέτο «σ’ αγαπώ». Υπάρχει κι εκείνο το μπέρδεμα του μυαλού, που σαν κοιτάζεις τον καθρέφτη βλέπεις τις χαρακιές της μοναξιάς και την ανασφάλειά της.

Παλιά νόμιζα ότι μερικοί άνθρωποι επιλέγουν τις δυσκολίες για να γίνονται δυνατότεροι κι ότι στα εύκολα τα κάνουν σκατά. Τελικά τα πράγματα είναι πιο απλά. Μερικοί άνθρωποι επιλέγουν τις δυσκολίες γιατί μέσα σ’ αυτές μάθανε να ζουν. Κι ας κλαίγονται ότι θέλουν μια απλή ζωή, μια ήρεμη ζωή. Βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι αν την είχαν δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν, δεν θα ήξεραν πώς να αντεπεξέλθουν. Είναι σα να ισορροπείς χρόνια πάνω σε μια σανίδα, μαζί με άλλους χίλιους και από κάτω να υπάρχει ένας λάκκος γεμάτος λάσπη. Εσύ προσπαθείς να περάσεις χωρίς να πέσεις μέσα και να βγεις σώος στην άλλη πλευρά, αν όμως πέσεις, δεν θα δοκιμάσεις να ανέβεις πάλι στην σανίδα, αλλά θα συνεχίσεις μέσα από την λάσπη.

Στην απέλπιδα προσπάθειά μου να σε προσεγγίσω, με τα αγνότερα των αισθημάτων μου, προβαίνω σε γκάφες, σαν μικρό ερωτευμένο παιδάκι, που όμως φορτωμένο προσβολές, ενοχές, φοβίες και ανασφάλειες θα σκύβει πάντα το κεφάλι και θα αφήνει τους πάντες να του τραβούν το αυτί, μιας κι έτσι εκτονώνουν τον δικό τους θυμό. Έτσι είναι τα πράγματα, υπάρχουν εκείνοι που γεννιούνται δυνατοί κι εκείνοι που νομίζουν πως γεννιούνται δυνατοί. Κι οι δύο υπερόπτες είναι, μόνο που οι πρώτοι πονάνε που είναι δυνατοί, ενώ οι δεύτεροι χαίρονται...