Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου...


Βράδυ Σαββάτου. Η Αθήνα άναψε τα μεγάλα φώτα. Κόσμος στα αυτοκίνητα στριμώχνεται στους δρόμους, κορνάρει, τα φλας αναβοσβήνουν και και οι οδηγοί χώνονται βιαστικά χωρίς μια συγγνώμη ή ένα νεύμα του κεφαλιού. Οι μηχανές σφηνώνουν ανάμεσα σε καθρέφτες αυτοκινήτων και χέρια κρεμασμένα στα παράθυρα, που μερικές φορές κρατούν ένα τσιγάρο, νομίζοντας έτσι ότι διατηρούν τη φωτιά που έκαιγε κάποτε μέσα τους. Τα λεωφορεία μεταφέρουν κόσμο και οι επιβάτες χαζεύουν από τα παράθυρα. Οι ταξιτζήδες αμίλητοι κοιτάζουν τον δρόμο. Αν κάποιο φανάρι γίνει κόκκινο, όλοι σταματούν και κοιτούν τα άλλα αυτοκίνητα, δεν κοιτάζουν γύρω τους, δεν αγκαλιάζουν την ψυχή του άλλου, παρά προτιμούν να ξύσουν την μύτη τους, το αυτί τους ή το κεφάλι τους. Περιμένουν βασανιστικά να ανάψει το πράσινο και να ασχοληθούν με τον λεβιέ των ταχυτήτων, δήθεν ότι τα χέρια τους έχουν άλλη δουλειά τώρα. Αφήνουν το βάρος στον συνοδηγό. Προσπερνούν ένα ζευγάρι που περπατάει χέρι χέρι και το κοιτούν για μια στιγμή νωχελικά, θυμούνται πως ήταν στην αρχή και πως έγιναν σήμερα. Μα δεν θα αλλάξουν τίποτα. Στο επόμενο φανάρι θα προτιμήσουν να καθαρίσουν την μύτη τους, παρά την ψυχή τους.

Βράδυ Σαββάτου. Ανηφορίζω πεζός τον δρόμο. Από τις λίγες φορές που προτιμώ τα πόδια μου από το αυτοκίνητο. Χαζεύω τις βιτρίνες, τους περαστικούς, τους οδηγούς. Σε μια πόλη με πέντε εκατομμύρια κατοίκους η μοναξιά μου μοιάζει πριγκιπική και συγχρόνως επιβαλλόμενη. Όχι, δεν την διάλεξα τέτοια μοναξιά, μου επιβλήθηκε και δεν μπορώ πλέον να την αποχωριστώ ούτε την αγκαλιάζω, απλώς συνυπάρχουμε. Οι δρόμοι μας δεν είναι κοινοί. Εγώ τον δικό μου, εκείνη τον δικό της. Απλά μερικές φορές με επισκέπτεται, μπαίνει στο μονοπάτι μου, με καταδιώκει μέχρι να με γεμίσει σημάδια και πληγές και μετά φεύγει, με αφήνει να τις γιατρέψω, μέχρι να έρθει να με κατασπαράξει. Αετός του Δία εκείνη κι εγώ ο Προμηθέας. Κι όλα αυτά γιατί? Επειδή κάποια στιγμή έδωσα στον εαυτό μου λίγη φωτιά να παίξει. Επειδή κάποτε ανέβηκα σε μια ταράτσα και είδα την δική μου φωτιά πιο δυνατή από εκείνη του διυλιστηρίου, επειδή κάποτε πίστεψα ένα φεγγάρι και ένα ρολόι πάνω σε έναν λόφο, επειδή κάποτε έβγαλα την πληγωμένη μουσική από μέσα μου. Επειδή κάποτε έκανα το λάθος να πιστέψω σε μένα περισσότερο απ' ό,τι πίστευα τους άλλους ανθρώπους.

Βράδυ Σαββάτου. Ζευγάρια στον δρόμο περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Μια παρέα πιο κάτω συζητάει που να πάει και τι να κάνει. Δυο τύποι παραπέρα μπαίνουν σε έναν οίκο ανοχής και κοιτούν μην τυχόν τους βλέπει κανένας γνωστός. Κάποιο άλλο ζευγάρι μαλώνουν, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο. Ένας παππούς κάθεται στο απέναντι παγκάκι και στηριζόμενος στην μαγκούρα του τους παρατηρεί. Τον προσπέρασε η εποχή μας, μα εκείνος στέκει εκεί. Δεν τον νοιάζει. Κάθεται και την παρατηρεί προσπαθώντας όχι να την καταλάβει ούτε να την εξηγήσει, μα να την ζήσει έστω και με τα μάτια των άλλων. Δεν την κατηγορεί, μα την πλησιάζει λίγο γεροντίστικα, με μια μαγκούρα στο χέρι και με βήμα αργό. Παρατηρεί και μένα που τον κοιτάζω. Ίσως να αναρωτιέται τι σκέφτομαι. Κι όμως ξέρει. Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε αυτό τον πολυσύχναστο δρόμο που περπατάω μόνος μου, χωρίς έναν φίλο ή μια κοπέλα στο πλευρό μου. Είμαι μόνος μου και το δείχνω, όσο καλύτερα μπορώ, όσο περισσότερο μπορώ. Ακούω την φωνή του μέσα μου: "Είμαι ογδόντα και δεν γέρασα, είσαι τριάντα και περιμένεις να πεθάνεις".

Βράδυ Σαββάτου. Αναζητώ παντού την μορφή σου. Βλέπω μπροστά μου μια κοπέλα που έχει ίδια μαλλιά με σένα. Πιο κάτω άλλη μια κοπέλα περπατάει, τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, μου χαμογελάει. Έχει τα μάτια σου. Σταματάω σαστισμένος και την κοιτάζω. Εκείνη παύει να χαμογελάει και επιταχύνει το βήμα της. Καθώς με προσπερνάει στρέφει το βλέμμα της μπροστά. Εγώ δεν παύω να κοιτάζω τα μάτια της. Γυρίζει και με κοιτάζει, εγώ έχω σαστίσει. Αρχίζει να τρέχει φοβισμένη. Προχωράω πιο κάτω και βλέπω μια άλλη κοπέλα με τα χείλια σου. Δεν την κοιτάζω επίμονα, μα δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Την ακούω να μιλάει στο κινητό και παρατηρώ το στόμα της να ανοιγοκλείνει. Με προσπέρασε κι αυτή. Χάθηκε λίγα μέτρα πίσω από μένα. Κλείνω τα μάτια μου και σε φαντάζομαι. Όσο κι αν εύχομαι να μπορούσα να ενώσω αυτές τις τρεις κοπέλες μεταξύ τους, αφού δεν μπορώ να τους περάσω την ψυχή σου δεν θα έχω καταφέρει τίποτα.

Βράδυ Σαββάτου. Γυρίζω σπίτι μου. Ξαπλώνω κι ανοίγω την τηλεόραση. Βλέπω την μορφή σου μέσα στην οθόνη. Όχι, δεν είσαι στις ειδήσεις κάποιου καναλιού, υπάρχεις συνέχεια μπροστά μου. Κοιτάζω τον τοίχο, είσαι πάλι εκεί, βάζω μπροστά μου το μαξιλάρι και πάλι σε βλέπω. Κλείνω τα μάτια μου, νιώθω τα χείλη σου να πλησιάζουν το στόμα μου, ενώνονται απαλά, νιώθω τα μάγουλά μου να φλογίζονται από τα φιλιά σου, τον λαιμό μου να παίρνει φωτιά, το χέρι σου χώνεται μέσα στα μαλλιά μου και τα ανακατεύει. Δεν μπορώ να κουνηθώ, μένω εκεί, ακίνητος, απολαμβάνω αυτή τη μικρή στιγμή που η φαντασία μου χαρίζει. Τα χέρια σου πιάνουν τα μάγουλά μου, με φιλάς στο στόμα διακεκομμένα. Δεν μπορώ να αντιδράσω. Όχι, δεν είναι ότι δεν μπορώ, δεν θέλω να αντιδράσω. Ξαπλώνεις δίπλα μου, δεν με αγκαλιάζεις, αλλά με κοιτάς. Γυρίζω κι εγώ και σε κοιτάω. Δεν κρατάω το χέρι σου, δεν σε χαϊδεύω, σε κοιτάω βαθιά στα μάτια και σε βλέπω να χαμογελάς. Ανοίγω απότομα τα μάτια μου. Δεν είσαι δίπλα μου. Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου. Τα ξανακλείνω. Δίπλα μου είσαι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: