Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Κάνει μια ψύχρα που με αρρωσταίνει...


Ήταν μια νύχτα σαν την αποψινή όταν μου χτύπησες την πόρτα. Δεν είπες πολλά, ήσουν λιτή κι απέριττη. Δυο τρεις κουβέντες μόνο και καρτερικά περίμενες να σου απαντήσω. "Ήρθα να με γιατρέψεις, είμαι πληγωμένη και πονάω πολύ". Σε κοίταξα, τα ρούχα σου ήταν ματωμένα και σκισμένα, τα μάτια σου κλαμένα, λες και μόλις είχες παλέψει. Έβαλα μπροστά τον εγωισμό μου και σκέφτηκα να σου πω να φύγεις, όμως σα να μιλούσε κάποιος άλλος μέσα από μένα σου είπα να περάσεις και άνοιξα διάπλατα την πόρτα. "Δεν μπορώ να περπατήσω", μου είπες και την ώρα που σωριαζόσουν πρόλαβα και σε έπιασα. Σε σήκωσα και σε πήγα με αργά και σταθερά βήματα στο δωμάτιο. Σε ξάπλωσα στο κρεβάτι, σου έφερα λίγο νερό να πιεις και σου έβγαλα τα ρούχα. Άρχισες να συνέρχεσαι και με κοίταξες με τρόμο. "Μην με φοβάσαι", σου είπα, "δεν θα σε πειράξω". Με άφησες να συνεχίσω, σε πήγα στην μπανιέρα και σε έκανα μπάνιο. Το σώμα σου ήταν γεμάτο πληγές, σα να προσπαθούσες να ανέβεις σε ένα όρος από βράχια με κοφτερές γωνιές ή να περάσεις μέσα από ένα λιβάδι με αγκάθια και σου ξέσκισαν τη σάρκα κάνοντας το αίμα να ρέει σαν ποτάμι.

Όση ώρα σε έπλενα με κοιτούσες με τρομαγμένο βλέμμα. Τα δάκρυα των ματιών σου αναμειγνύονταν με το νερό και με τα αίματα από τις πληγές σου. Δεν μιλούσες, δεν είχες την δύναμη, δεν μπορούσες ούτε να πεις ένα "αχ" πόνου ή ανακούφισης. Άρχισες να τρέμεις, δεν ήταν όμως το συνηθισμένο τρεμούλιασμα. Οι σπασμοί δεν ήταν από πόνο, από φόβο ή από οργή. Ήταν όλα αυτά μαζί. Ήταν αναμεμιγμένα συναισθήματα που σε έκαναν να ριγείς και να σπαρταράς σαν ψάρι έξω από το νερό. Μόνο που εσύ ήσουν βυθισμένη μέσα σε αυτό. Όταν κάποια στιγμή ηρέμησες σε σήκωσα να σταθείς στα δυο σου πόδια, σε τύλιξα με την πετσέτα και με αργά βήματα πήγαμε μαζί ως το δωμάτιο. Σε ξάπλωσα στο κρεβάτι, έβαλα γάζες σε όλες σου τις πληγές, τις καθάρισα καλά μία μία, σου έδωσα καθαρά ρούχα να ντυθείς και σου έφερα φαΐ να φας. Έτρωγες και έπινες λαίμαργα, σα να φοβόσουν ότι κάποιος θα σου τραβούσε με βία το πιάτο. Όταν χόρτασες έγειρες στο πλάι να κοιμηθείς. Μόνο τότε ξαναμίλησες: "Ξάπλωσε δίπλα μου, πάρε με αγκαλιά".

Ξάπλωσα δίπλα σου, σε σκέπασα με μια κουβέρτα. Έξω έβρεχε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Γύρισες προς το μέρος μου και με κλειστά μάτια μου ψιθύρισες στο αυτί "κάνει μια ψύχρα που με αρρωσταίνει". Σε αγκάλιασα πιο πολύ, ένιωθα τις πληγές σου πάνω μου, τα νύχια σου καρφώθηκαν στο δέρμα μου. Έκλαιγες όλη νύχτα, μα δεν μιλούσες, μόνο έκλαιγες, σα να σου είχαν στερήσει τόσα χρόνια τα δάκρυα, έκλαιγες ασταμάτητα. Πονούσα μαζί σου, έκλαιγα στα κρυφά, να μην με καταλάβεις. Ένιωθα τις πληγές σου ζεστές και τις φιλούσα, όπως τις φιλάει η μητέρα σε ένα μικρό παιδάκι, που γύρισε σπίτι κλαμένο επειδή έπεσε από το ποδήλατο. Και κάθε που τις φιλούσα έκλαιγες πιο δυνατά. Και κάθε που έκλαιγες πιο δυνατά, έκλαιγα κι εγώ χωρίς να με καταλάβεις. Τα μάτια σου κουράστηκαν από το κλάμα και σταμάτησαν. Κατάλαβα ότι σε πήρε ο ύπνος, αλλά κάθε τόσο ξυπνούσες από τους εφιάλτες και ύστερα από λίγο ξανακοιμόσουν. Το επόμενο πρωί ήσουν το ίδιο ταλαιπωρημένη, ίσως και χειρότερα.

Για μέρες, μήνες κοιμόμασταν αγκαλιά. Τα βράδια σου μιλούσα, σε χάιδευα, μερικές φορές σε έκανα να χαμογελάσεις κιόλας. Και πέρασε ο καιρός και οι πληγές σου γιατρεύτηκαν, κρύβονταν κάτω από τα ρούχα και μόνο τα βράδια σου θύμιζαν τι είχες ζήσει. Κι εκείνα τα βράδια κουλουριαζόσουν στην αγκαλιά μου. Μερικές φορές έκλαιγες στα κρυφά κι εγώ έκανα ότι δεν καταλάβαινα. Σε άφηνα να ξεθυμάνεις, να αδειάσεις. Κάποιο βράδυ ήρθα πάλι δίπλα σου να ξαπλώσω, σε είδα να γυρνάς πλευρό, σημάδι ότι ήθελες να μείνεις μόνη σου. Δεν μίλησα, σηκώθηκα σιγά, σε φίλησα στο μέτωπο, σε σκέπασα να μην κρυώνεις και έφυγα κλείνοντάς σου την πόρτα. Ήξερα πια ότι σχεδόν είχες γιατρευτεί. Κάποιο πρωί ήρθες χαρούμενη και μου έδειξες τα χέρια και τα πόδια σου, οι πληγές είχαν πια χαθεί. Ούτε ένα σημάδι δεν είχε μείνει, ήσουν τελείως καλά. "Είδες", μου είπες, "δεν φαίνεται τίποτα. Τώρα είμαι καλά, δεν υπάρχει ούτε ένα σημάδι να μου θυμίζει όσα έζησα." Σε κοίταξα, δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή όχι. Μετά από ώρα μόνο κατάφερα να σου πω "είναι καλό το ότι γιατρεύτηκες, αλλά είναι κακό ότι το ξέχασες". Δεν με άκουσες όμως, εσύ χόρευες, χόρευες χαρούμενη. Στριφογυρνούσες με εκείνο το λευκό φουστάνι σου και χαμογελούσες.

Σηκώθηκα κι ήρθα να χορέψω μαζί σου, μέσα μου όμως πονούσα, γιατί ήξερα ότι είχες ξεχάσει, ήθελα όμως να είμαι εκεί και στη χαρά σου. Σε πήρα από το χέρι και βγήκαμε έξω, τρέξαμε στο πάρκο, ξαπλώσαμε μαζί στο γρασίδι. Σε έβλεπα να κυνηγάς πεταλούδες, να τις πιάνεις, να τις κρατάς στη χούφτα σου κι έπειτα να τις αφήνεις. Μύριζες τα λουλούδια, σκαρφάλωνες στα δέντρα, μιλούσες ακόμα και στις πασχαλίτσες. Σε έβλεπα να χαίρεσαι τη ζωή, να την ζεις και χαιρόμουν μαζί σου. Όλη μέρα έτρεχες και έπαιζες κι εγώ χαιρόμουν, αλλά συγχρόνως πονούσα για τη λήθη σου. Το βράδυ έπεσες για ύπνο αποκαμωμένη, είχες όμως ένα τεράστιο χαμόγελο και όλη τη νύχτα δεν ξύπνησες ούτε μία φορά από τους εφιάλτες. Σε φίλησα, εσύ κοιμόσουν ήδη και σου έκλεισα την πόρτα και πάλι. Τότε σε άκουσα να λες "μην μου κλείνεις την πόρτα, δεν φοβάμαι πια". Την άφησα ανοιχτή κι έκλεισα την δικιά μου, να μην ακούσω τα βήματα όταν θα φεύγεις.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα και δεν πήγα στο δωμάτιό σου. Ήταν η συνηθισμένη ώρα που ξυπνούσα, η ώρα που εσύ πάντα κοιμόσουν. Συνήθως ερχόμουν και σε κοίταζα να κοιμάσαι, εκείνο το πρωί όμως, δεν μπήκα καν μέσα, δεν πέρασα απ' έξω, το απέφευγα. Μόνο κάποια στιγμή, μετά από ώρα, αφού είχα ξυπνήσει για τα καλά μπήκα μέσα στο δωμάτιό σου. Ένα κίτρινο τριαντάφυλλο ήταν πάνω στο στρωμένο κρεβάτι σου κι ένα μικρό σημείωμα με μια μόνο λέξη: "Ευχαριστώ". Το ήξερα, το περίμενα ότι μόλις γιατρευτείς θα σηκωθείς να φύγεις πάλι, θα ανοίξεις τα γιατρεμένα σου φτερά και θα πετάξεις ψηλότερα. Όπως το ξέρω ότι θα γυρίσεις μια μέρα ψυχή μου, θα μου χτυπήσεις την πόρτα και πνιγμένη πάλι μέσα στα αίματα θα μου ζητήσεις να σε γιατρέψω κι εγώ θα σου ανοίξω ψυχή μου και θα γιατρέψω όλες σου τις πληγές. Και όταν γίνεις και πάλι καλά θα πετάξεις ξανά και ξανά θα επιστρέψεις όταν κοπούν τα φτερά σου. Γιατί έτσι είναι οι ψυχές, ξέρουν πως να γιατρευτούν, μα δεν έμαθαν ποτέ να αποφεύγουν να πληγωθούν. Θα σε περιμένω ψυχή μου και όταν έρθεις θα έχω ένα κίτρινο τριαντάφυλλο στο κομοδίνο σου, να το κοιτάζεις και να μην πονάς. Θα σε περιμένω ψυχή μου, θα σε περιμένουμε κι εγώ και το τριαντάφυλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: