Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε...


Αν μου ζητούσε κάποιος να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου, θα του έλεγα ότι είμαι σίγουρος μόνο για ένα πράγμα: Προσπαθώ χρόνια να συμβιβάσω τη λογική μου και την καρδιά μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να τα κάνω να συμβαδίζουν. Μάταιο όμως. Ειδικά μερικές φορές, αυτός ο συμβιβασμός, μοιάζει ανυπέρβλητος Γολγοθάς. Ή καλύτερα σαν το μαρτύριο του Σίσυφου. Λες και χρόνια σπρώχνω έναν βράχο ως την κορυφή του βουνού και λίγο πριν φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα, εκείνος κατρακυλάει και φτάνει πάλι στην αρχή. Και τότε εγώ πρέπει να τον ξανασπρώξω. Το άσχημο όμως, δεν είναι αυτό, το άσχημο είναι ότι μέσα μου, νιώθω να το έχω συνηθίσει, νιώθω να έχει μετατραπεί το μαρτύριο σε παιχνίδι. Και πράγματι, αυτό είναι το χειρότερο. Είναι οι στιγμές που νιώθω ότι τσάμπα προσπαθούσα τόσα χρόνια κι ότι τα όνειρα υπήρξαν φρούδες ελπίδες.

Κάποτε, κάποιος, μου είπε ότι καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε όταν το θεριό μερεύει μέσα μας. Καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε ή ότι ηρεμήσαμε, γαληνέψαμε? Εμένα αυτό το θεριό με κρατούσε στη ζωή, με έκανε να αποφεύγω τα δύσκολα, να ονειρεύομαι, να νιώθω παιδί. Αυτό το θεριό με ζωντάνευε. Κι ας ένιωθα μερικές φορές ότι με κατέτρωγε. Τι μ’ αυτό? Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος? Πόσοι άλλοι κατατρώγονται με τούτο το θεριό? Πόσοι άλλοι το άντεξαν τόσα χρόνια? Υπεροπτικές δηλώσεις. Νόμιζα ότι ήμουν ο μοναδικός, γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω, ότι κανείς άλλος δεν έχει τη δύναμη και την αντοχή να με καταλάβει. Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας -όπως θα έλεγε και μια «φίλη»- συνειδητοποίησα, ότι έτσι ήθελα να πιστεύω, γιατί αυτό με συνέφερε. Ήταν πιο ωραίο να είμαι κλεισμένος στον εαυτό μου, παρά να ανοιχτό. Δεν διακινδύνευα τίποτα έτσι. Δε θα έχανα τίποτα.

Λένε ότι οι καλλιτέχνες είναι πιο ρομαντικές φύσεις, πιο ανθρώπινες, ότι περπατούν σταθερά στη Γη κι ας θέλουν να δείχνουν ότι ακροβατούν. Αυτό πίστευα κι εγώ για τον εαυτό μου. Κι ας ήξερα ότι μέσα μου, μόνο καλλιτέχνης δεν υπήρξα. Ήταν κι αυτό ένα από τα όνειρα που έκανα για να νιώθω παιδί. Όμως έρχονται στιγμές που η πραγματικότητα κυκλώνει. Που σου δείχνει την αλήθεια που θες να αποφύγεις. Γιατί τις αλήθειες, όσο κι αν θέλουμε να τις αποφύγουμε, τις μαθαίνουμε πάντα. Τα ψέματα που είπαμε αποκαλύπτονται, όλα εκείνα που επιμελώς αποκρύπταμε, μαθαίνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και είναι πάντα προτιμότερο να μαθαίνουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν πονάει. Γιατί στην αλήθεια πονάνε και οι δύο. Όχι μόνο εκείνος που την ακούει και καταστρέφεται όλος ο κόσμος του, αλλά και εκείνος που την λέει. Για α μην πω ότι εκείνος που την λέει βρίσκεται σε δεινότερη θέση από εκείνον που την μάθει. Γιατί ο αποκαλύπτων την αλήθεια, βάζει τον άλλο στο δίλημμα να αποφασίσει: Με δέχεσαι ή όχι? Διακινδυνεύει την απόρριψη. Ενώ αυτός που την μαθαίνει, μπορεί κάλλιστα να πετάξει στα μούτρα του άλλου ένα απλό «άντε γαμήσου» και να εξαφανιστεί. Άσχετα αν κι αυτός θα παλέψει με δικούς του δαίμονες.

Έμαθα λοιπόν στη ζωή μου, να προσπαθώ να συμβιβάσω αυτά τα δύο. Όπως έμαθα να κάνω πάντα δεύτερες σκέψεις. Με αυτό το ατέλειωτο brainstorming εξαφανίστηκα σε δαιδαλώδεις αίθουσες του μυαλού μου. Έμαθα ΜΟΝΟΣ μου (θα δείτε αργότερα γιατί το τονίζω τόσο) να ξεπερνώ τις άσχημες σκέψεις, τις μικρότητες που η ανασφάλειά μας δημιουργεί. Το πρόβλημα είναι ότι επειδή το έμαθα μόνος μου, δεν έμαθα να το κάνω μέσα στις σχέσεις μου. Δυστυχώς για μένα (αλλά και για τους υπόλοιπους), δεν ξέρω πώς να λειτουργώ μέσα σε μια σχέση. Είμαι ο καλύτερος και λογικότερος συμβουλάτορας για τους άλλους, αλλά για μένα είμαι ο χειρότερος. Κι όσο κι αν διατείνομαι μερικές φορές, μέσα σε υπεροπτικές επάρσεις και ανυπόφορους συμβιβασμούς, ότι είμαι ο καλύτερος συμβιβαστής, διαπιστώνω, μετά προσωπικής λύπης, ότι μόνο αυτό δεν είμαι. Αυτοκαταστροφικός μέχρι τέλους. Φορτωμένος ενοχές που δε μου ανήκαν, αλλά ευχαρίστως τις δέχτηκα.

Αυτά έχει η μοναχικότητα. Σε κλείνει σε ισόβια δεσμά. Σε φυλακίζει, σε κάνει να είσαι απόλυτος και να μη δέχεσαι καμία αντίρρηση για τα λογικά σου συμπεράσματα. Κι αν κάποτε έρθει κάποιος και στα καταρρίψει, εσύ, μέσα στη μανία σου και το αμόκ σου μπορείς να το ρίξεις από τον θρόνο που τον ανέβασες. Έτσι απλά. Επειδή τόλμησε να σου πει ότι μπορεί να κάνεις και λάθος. Αυτό που δεν άκουσες, ήταν ότι μπορεί και να μην κάνεις λάθος. Ο μικρόκοσμός μας είναι απόλυτα δικός μας, μας ανήκει. Ό,τι κι αν λέει ο περίγυρος, ό,τι κι αν λένε οι άνθρωποι που μας πλαισιώνουν, δε ζουν τη δική μας ζωή. Μονάχα ψήγματα μπορούν να δεχτούν. Κι ως εκεί. Σπιθαμή παραπέρα. Έτσι, μέσα στους τόσους χιλιάδες συμβιβασμούς, στις τόσες σκέψεις και στις τόσες ανασφάλειες, για το μόνο πράγμα που μπορούμε να είμαστε σίγουροι, είναι ότι η κάθε μέρα ξημερώνει διαφορετική από την προηγούμενη. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι σίγουρα διαφορετική κι αυτό είναι το ωραίο.

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε. Μια σιωπή που δικάζει, σειέται, σκορπά μανιωδώς μέσα στη νύχτα και επιστρέφει σαν βουητό, πονοκεφαλιάζοντάς μας, γεμίζοντας εφιάλτες τις νύχτες. Σιωπή από ανθρώπους που αγαπήσαμε, από ανθρώπους που δεθήκαμε μαζί τους, που τους θέλαμε αιώνια δίπλα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μάθαμε πως όσοι άνθρωποι διασταύρωσαν κάποιες στιγμές της ζωής τους με κάποιες δικές μας, το έκαναν γιατί υπήρχε ένας ανώτερος σκοπός. Ένας σκοπός που ίσως τελικά και να μην μάθουμε ποτέ. Γιατί μερικές φορές δεν έχει αξία να μαθαίνουμε τα πως και τα γιατί της ζωής μας, αρκεί να την ζούμε. Και τελικά αυτό είναι το ωραίο. Να μετατρέπουμε την καθημερινότητα σε ζωή, το άσχημο που μας περιβάλλει σε ένα ατέλειωτο ταξίδι. Και πάντα, μα πάντα, να αναζητούμε την αλήθεια. Γιατί αλήθεια, σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όταν ζεις τη ζωή σου σαν πρωταγωνιστής κι όχι σαν θεατής, δε θες να ξεχάσεις, δεν μπορείς.

Κατά καιρούς έχω κάνει χιλιάδες μεγαλόστομες δηλώσεις. Πάντα διερωτόμουν πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτές. Όχι ότι δεν τις πίστευα, απλά τα θέλω μου άλλαζαν εν ριπή οφθαλμού. Αναζητούσα τα όριά μου, έψαχνα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν τον βρήκα ή αν ζω μια ακόμα ψευδαίσθηση. Ξέρω μόνο ότι καλά είναι εδώ. Ότι έχει άπλα. Ότι μπορώ να τρέξω, να γελάσω, να κλάψω. Κι ότι ίσως, μέσα σε τούτη την άπλα που παλιά θα με τρόμαζε, να γνωρίσω κάποιον που μοιάζει σε μένα. Που ούτε εκείνος ξέρει τι θέλει, που ούτε εκείνους ξέρει αν γνωρίζει καλά τον εαυτό του. Αλλά που είναι πρόθυμος να μάθει. Να διδαχθεί μέσα από μένα κι εγώ από εκείνον. Να γελάσει και να κλάψει μαζί μου. Να αφήσει το στίγμα του επάνω μου, όπως θα αφήσω κι εγώ το δικό μου σε κείνον. Μέσα σε αυτή την άπλα μπορώ να γνωρίσω χιλιάδες τέτοιους ανθρώπους, αλλά μόνο ένας θα είναι εκείνος που θα ταιριάζει στο δικό μου εγώ, όπως κι εγώ θα ταιριάξω στο δικό του. Εν αναμονή λοιπόν...

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα...


Ό,τι αρχίζει τελειώνει. Έρωτες, ζωές, σκέψεις, ταξίδια. Αυτό είναι αυταπόδεικτο, αναπάντεχο. Δεν έχει σημασία αν θα τελειώσει καλά ή όχι. Το σίγουρο είναι ότι τελειώνει. Αυτή είναι η φορά των πραγμάτων, αυτή είναι η κατάσταση. Δεν μπορούμε να πάμε αντίθετα σε κανένα ποτάμι, δεν μπορούμε να αλλάξουμε καμία ιστορία. Είναι de facto: ό,τι αρχίζει τελειώνει. Πολλές φορές προσπαθούμε να παρατείνουμε τη διάρκειά του, ζητούμε λίγο ακόμα, κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από αυτό που οι άλλοι μπορούν να δώσουν. Και δεν έχει σημασία τι θα δώσουν και αν θα το δώσουν. Σημασία τελικά έχει ότι μέσα μας όλοι ξέρουμε για πόσο διαρκεί αυτό που ξεκινά. Δεν είναι αιώνιο. Τα παραδείγματα χιλιάδες, άσκοπο να αναφερθούν. Γυρνάς το κεφάλι σου και το βλέπεις. Ζευγάρια χωρίζουν, μαγαζιά κλείνουν, σπίτια πουλιούνται, φίλοι μαλώνουν.

Αυτό που μας δένει με το παρελθόν είναι η δύναμη της συνήθειας. Συνήθισες να ξυπνάς στις εφτά το πρωί, να δίνεις ένα φιλί στη γυναίκα σου, να φεύγεις από το όμορφο σπιτάκι σου για να είσαι στις οχτώ στη δουλειά. Η συνήθεια προκαλεί ασφάλεια, το αίσθημα της βεβαιότητας. Δε θα με χάσεις, δε θα σε χάσω, γιατί συνηθίσαμε να ξυπνάμε το πρωί δίπλα δίπλα, να κοιμόμαστε μαζί το βράδυ. Η συνήθεια καταστρέφει τα πάντα γύρω μας. Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως, είναι η δύναμη της σκέψης μας. Το χειρότερο, δεν είναι να συνηθίζουμε τον άνθρωπο δίπλα μας ή την καθημερινότητά μας, αλλά να συνηθίζουμε σε έναν μαζικό τρόπο σκέψης. Είναι ωραίος ο Ρουβάς, γιατί συνηθίσαμε να το ακούμε. Δεν μας κάνει αίσθηση πια. Είναι χάλια η πολιτική μας γιατί συνηθίσαμε σε αυτή. Δε μετακινούμαστε στιγμή από αυτή, την κατά βάθος, μίζερη καθημερινότητά μας.

Κι όμως, αν κάνουμε το πρώτο βήμα βλέπουμε πάντα πόσο μακριά από τα θέλω μας ήταν το παρελθόν μας. Αποστασιοποιούμαστε από τα πράγματα, τις καταστάσεις, τις συνθήκες, την ίδια μας την πραγματικότητα. Βλέπουμε με λογική αυτό που έρχεται, ίσως και με κάποια δυσπιστία. Μα είναι λογικό, δεν είμαστε παιδιά ούτε καν έφηβοι. Μεγαλώνοντας, προσδιορίζουμε καλύτερα τις ανάγκες μας, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τον χώρο και το χρόνο στον οποίο ζούμε. Βλέπουμε, με βεβαιότητα πια, ότι όλη αυτή η αβεβαιότητα στην οποία χρόνια τώρα ζούσαμε, δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μας, αλλά μια σταλίδα διαίσθησης, που δεν αφήσαμε ποτέ να ευδοκιμήσει. Τι κι αν μερικές φορές την ακούσαμε ή την προσδιορίσαμε έστω, σε ένα γεγονός και μόνο? Αυτό που φοβόμασταν δεν ήταν το τέλος, αλλά η νέα αρχή. Ποιος δε φοβάται να ξεκινήσει από την αρχή? Ποιος είναι σίγουρος για τα βήματά του τότε? Ο Ρήγας δεν είχε καθόλου άδικο: Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και δεν μιλάω για την έννοια ως αφηρημένο υποκείμενο, αλλά για τις μικρές δόσεις ελευθερίας που ο καθένας μας έχει ανάγκη.

Και πίσω από όλα αυτά, βρίσκεται εκείνη η αλήθεια, του πως ξεκινάς να κάνεις το πρώτο βήμα. Η στιγμή που αποφασίζεις να βάλεις τέλος, είναι η ίδια χρονική στιγμή, που αποφασίζεις να ξεκινήσεις κάτι νέο. Δες τους συγγραφείς, τελειώνουν ένα βιβλίο και την ίδια στιγμή έχει μέσα τους φυτευτεί ο σπόρος για κάποιο καινούριο. Οι καλλιτέχνες ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι πάει να πει τέλος. Και τίποτα τελικά δεν είναι θέμα timing ή τύχης. Θέμα σκληρής δουλειάς και υπομονής είναι. Να υπομένεις καθημερινά τη δίψα σου για ζωή και να δουλεύεις πάνω σε αυτό με όλο σου το είναι. Σα να πρόκειται για το έργο της ζωής σου. Την ίδια στιγμή που ξεκινάς κάτι, ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι αυτό το κάτι έχει και ημερομηνία λήξης, ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει, θα πεθάνει, θα εξατμιστεί. Συνήθως δεν το παραδέχεσαι. Μα τα σημάδια τα βλέπεις, τα ακολουθείς, τα διαβάζεις, τα αναγνωρίζεις. Κι η αναγνώριση που χρόνια γύρευες στα μάτια των άλλων, έρχεται από μέσα σου. δε σε νοιάζουν τα ευχαριστώ, τα συνηρημένα σ’ αγαπώ, οι αγκαλιές και τα λοιπά, σε νοιάζουν πράγματα που έχουν να κάνουν με το τώρα, με σένα, με την καθημερινότητα. Δε θες να είναι ίδια, δεν την αντέχεις όταν είναι ίδια.

Κι έτσι προχωράμε πάντα προς κάτι νέο, κάτι καινούριο, αδοκίμαστο. Καταλαβαίνεις περισσότερο τις ρήσεις των ποιητών όταν περπατάς, παρά όταν τις διαβάζεις στα βιβλία τους. Η σιωπή γίνεται σύμμαχός σου, η νύχτα σύντροφος, οι βροχές σου μιλάνε. Κι όταν τιθασεύσεις κάθε στοιχείο της φύσης, όταν αφήσεις στην άκρη όλα εκείνα που μέχρι σήμερα ήταν κραυγές στ’ αυτί σου, μικρέ φωνούλες συνειδήσεως, αντέχεις περισσότερο το καθετί που έρχεται. Χαίρεσαι με το τίποτα, λυπάσαι με το παραμικρό, εξοργίζεσαι, θες να το αλλάξεις. Δε σε χαροποιεί πλέον το ζάπινγκ, η ουσία τώρα πια είναι στην πραγματικότητα. Χαίρεσαι το πρωί που ο ήλιος ανατέλλει ακόμα, που δεν είσαι εσύ εκείνος που θα βιώσει την μετατροπή του σε ένα σουπερ νόβα. Όλες οι νύχτες πλέον φαντάζουν ερωτικές, γιατί είναι. Είτε έχεις κάποιον δίπλα σου είτε όχι. Δεν περιμένεις πανσελήνους και φεγγάρια να γεμίσουν. Τα κάνεις εσύ να φαίνονται γεμάτα, ακόμα κι όταν έχει έκλειψη.

Ό,τι αρχίζει τελειώνει. Είτε με το καλό είτε με το άγριο. Εκείνη που δεν το βλέπουν επιμένουν σαν ηλίθιοι να διεκδικούν κάτι από το χρώμα του ουρανού που φαντάστηκαν. Μα ο ουρανός είναι πάντα μπλε. Τι σημασία έχουν οι αποχρώσεις του. Το αστείο όμως είναι, ότι κατά βάθος, αν θέλαμε να αλλάξουμε αυτό το μπλε, πάλι μπλε θα διαλέγαμε. Γιατί ο ουρανός κι η θάλασσα μας ταξιδεύουν, μας γαληνεύουν. Είναι οι μόνες σταθερές, στη διεστραμμένη πραγματικότητά μας. Αν μου ζητούσαν να αλλάξω κάτι θα τα άλλαζα όλα: Τη σχέση μου με γονείς, φίλους, συγγενείς. Τον τρόπο οδήγησής μου. Τη συμπεριφορά μου. Τα όριά μου. Τα νεύρα μου. Τα μισοτελειωμένα μου θέματα. Θα άλλαζα τα πάντα γύρω μου. Όχι από θέμα εγωισμού, αλλά για λόγους αναγνώρισης των λαθών μου. Θα άλλαζα και τόπο κατοικίας. Όμως, άμα περνούσε από το χέρι μου, θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα, γιατί είναι το μόνο μπλε, που δεν αξίζει να λυπάσαι.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Έλα και σιχάθηκα να διασκεδάζω...


Άλλη μια μέρα κλειδωμένος στο σπίτι. Η εγκεφαλική ψύξη τείνει να μετατραπεί σε εγκεφαλική σήψη. Ο πυρετός καίει το κορμί μου, το σώμα μου ανεβάζει τρελές θερμοκρασίες. Το χειρότερο δεν είναι τούτο. Ανέχομαι τις υψηλές ποσότητες θερμότητες στο σώμα μου. Ανέχομαι τη φωτιά του. Το χειρότερο είναι ότι κοντεύει να καεί ο νους μου. Μαζί με το σώμα μου καίγεται και το μυαλό μου. Χιλιάδες κουβάδες με νερό προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αέρηδες φυσούν για να την ταπεινώσουν. Μάταιος κόπος. Το νερό εξατμίζεται πριν καν αγγίξει το έδαφος. Ο αέρας φουντώνει περισσότερο τη φωτιά. Έλα λοιπόν, κάψε ό,τι είναι να κάψεις, γέμισε στάχτες το τοπίο. Άλλωστε, σαν φοίνικας θα τολμήσω να αναγεννηθώ κι ας μην το πιστεύεις. Θα δεις, πως ό,τι έκαψες ήταν για το δικό σου κέφι. Αρέσκεσαι στο να καις, αρέσκομαι στο να δημιουργώ. Μη νομίζεις όμως ότι διαφέρουμε και τόσο. Δε θα μπορούσες να καταστρέφεις αν δεν υπήρχα εγώ να δημιουργώ. Δε θα μπορούσα να δημιουργώ αν εσύ δεν κατέστρεφες. Κάνε λοιπόν ό,τι έχεις να κάνεις. Ρήμαξέ τα όλα, κάψε, διάλυσε, κάνε ό,τι θες.

Μη νομίζεις ότι θα αφεθώ στη θλίψη μου. Ορμηνευμένος από τον Παλαμά, μπορώ να αρχίσω από την αρχή. Άλλωστε κι εσύ να μην υπήρχες, εγώ θα διέλυα ό,τι χρειαζόταν να διαλυθεί. Εσύ απλά με βρήκες απροετοίμαστο. Εξ αρχής στο είχα δηλώσει. Για να μένω ίδιος πρέπει πάντοτε να αλλάζω. Δε μου αρέσουν οι συμβατικότητες. Τα πρέπει. Τα σωστά. Προτιμώ το περιθώριο, μόνον εκεί ξέρω να είμαι ο εαυτός μου, μόνον εκεί μπορώ να είμαι εγώ. Σε άλλους κόσμους δε θα μπορούσα να ζήσω, θα πνιγόμουν, θα πέθαινα. Άσε με λοιπόν να σε βλέπω να καταστρέφεις. Είναι απολαυστικό. Δε μπορώ να διαφωνήσω μαζί σου. Άσε με να σε βλέπω να ρημάζεις ό,τι αγαπάω. Κι αφού εγώ το δημιουργήσω εξαρχής, έλα να το καταστρέψεις ξανά και ξανά. Μόνον εσύ μπορείς να με απελευθερώσεις. Κάνε το λοιπόν. Κι εγώ θα παραμείνω εδώ, να σε βλέπω να φεύγεις νικητής. Μα μέσα σου, θα ξέρεις ότι δε νίκησες, κανείς δε νίκησε. Το ξέρω ότι νιώθεις την πραγματικότητα, ότι διαισθάνεσαι την πικρή αλήθεια. Μου το μαρτυρούν οι άυπνες νύχτες σου, οι εφιάλτες σου, το φως που μένει αναμμένο μέχρι τα ξημερώματα, τα βήματά σου με σκυμμένο κεφάλι.

Ναι, ξέρω να διαβάζω πίσω από τις λέξεις, να διακρίνω τις σκέψεις, να υπάρχω εκεί που οι άλλοι δοκιμάζουν να χαθούν. Μα ό,τι κι αν βρίσκεται πίσω από εκείνο το νου, εγώ είμαι αυτός που θα αποφασίσει στο τέλος τι θα ξαναφτιάξει. Εσύ θα καταστρέψεις τα πάντα, εγώ όμως θα δημιουργήσω αυτά που θέλω. Εγώ θα επιλέξω, εσύ όχι. Εσύ θα αφεθείς στη μανία σου, εγώ θα λειτουργήσω με τη λογική μου. Εσύ θα χάσεις, εγώ θα προχωρήσω. Πάρε λοιπόν και τούτο το τσεκούρι και κατέστρεψε ό,τι ποθεί η ψυχή σου, ρήμαξέ τα όλα. Έτσι κι αλλιώς, το μέσα μου φλέγεται παιδιόθεν, το έξω μου όμως μυρίζει θάλασσα, αλμύρα, ιώδιο. Κι αν ο Λειβαδίτης με ωθεί να παραμείνω παιδί, γυρίζει μέσα μου μια σελίδα που με ωριμάζει μέρα με τη μέρα, με κάνει να κυνηγήσω ονείρατα και σκέψεις παιδικές, συναισθήματα και αναλαμπές.

Μη με κοιτάς λοιπόν με τούτο το βλέμμα. Δε κρύβω πίσω από τα μάτια μου, ό,τι εσύ βλέπεις. Αγωνιώ κι εγώ, αναζητώ κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος, κάτι καινούριο, κάτι όμορφο, κάτι απίθανο να με μαγέψει. Όπως στο παρελθόν προσπαθούσα να μαγέψω εγώ τους άλλους. Έλα λοιπόν να καταστρέψεις ό,τι έχει απομείνει, έλα να ξεχερσώσεις, να διαλύσεις τα πάντα, να καταποντίσεις, να βυθίσεις, να κάψεις, να λεηλατήσεις. Κι εγώ θα σε κοιτώ, που και που θα σε αγκαλιάζω, θα σε χαϊδεύω, θα σε νανουρίζω, θα διώχνω τους εφιάλτες σου. κι όταν πια δε θα ‘χω κάστρα, δε θα κρύβομαι πίσω από πολεμίστρες, θα ‘μια ολόδικός σου, θα ‘μια εκείνος που αναζητούσες. Θα μοιραστώ μαζί σου τις τόσες μου αλήθειες, όπως δεν έκανα πριν, όπως δεν έκανα ποτέ. Θα σε βάλω στη ζωή μου, θα σε κάνω κομμάτι της, κομμάτι μου, έτσι ώστε να μην μπορώ να σε ξεριζώσω, να μείνω δεμένος μαζί σου για χρόνια, αιώνες. Έλα, και δε θα σου αντισταθώ. Έλα και σιχάθηκα να διασκεδάζω...

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...


Άλλη μια φορά που κάθομαι στον υπολογιστή να γράψω και δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Πάντα είχα ένα θεματάκι με το πως να αρχίσω και το πως να τελειώσω. Από τις εκθέσεις του σχολείου μέχρι σήμερα έχω πρόβλημα στο να αρχίσω. Να αρχίσω μια σχέση, να αρχίσω να κάνω πράξη τα όνειρά μου, να αρχίσω να μιλάω, να αρχίσω να δίνω. Βέβαια όταν άρχιζα δεν ήξερα που να σταματήσω. Όχι μόνο τότε, μέχρι σήμερα. Και στα δύο πρώτα δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Στα δύο τελευταία όμως, σε παίρνει η μπάλα και δεν σταματάς. Αν αρχίσεις να μιλάς συνέχεια γίνεσαι κουραστικός, αν αρχίσεις να δίνεις γίνεσαι φορτικός. Και δεν είναι μόνο αυτό, μετά δεν έχεις και τι άλλο να δώσεις, οπότε την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια. Κι αν για κάποιο λόγο γυρίσει εκείνος που συνέχεια έπαιρνε, τότε δεν θα θες να του δώσεις, γιατί δεν θα του έχεις εμπιστοσύνη. Και θα νομίζει εκείνος ότι δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις.

Γι αυτό κι εγώ πάντα έφευγα ή έκανα τους άλλους να θέλουν να φύγουν. Αυτή ήταν η μόνη λύση μου. Αυτή είχα, αυτή εμπιστευόμουν, μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Και αποφάσισα να αλλάξω. Έλα όμως που το πείραμα της αλλαγής το δοκίμασα σε λάθος ανθρώπους. Αυτό δε σημαίνει σε κακούς ανθρώπους, αλλά σε λάθος, σε ανθρώπους που δεν κατάλαβαν την έννοια της πρότασης «έχω μπει σε φάση διαγραφής, αλλάζω όσα δεν μου αρέσουν, πατάω το delete και δε με νοιάζει τι άποψη θα σχηματίσουν, όποιος το δέχεται μένει, όποιος όχι, στο καλό». Και σου πετάει ένα εγωιστικό «κι εγώ?». Τι «κι εσύ» ρε κοπελιά? Τώρα σε γνώρισα, τώρα σε μαθαίνω, κάνε υπομονή να δεις, να μάθεις. Αν δε δεις, πως θα αγοράσεις το προϊόν? Σου δίνω το δικαίωμα να δοκιμάσεις. Δοκίμασε και αποφάσισε. Αλλά αποφάσισε με ωριμότητα, ε? Όχι και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα -εκατέρωθεν πυρά- έμεινα εγώ να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Το δικό μου φίδι από την δική της τρύπα. Και δεν είναι σεξουαλικό υπονοούμενο αυτό, είναι καθαρά ψυχαναλυτικό. Κι αφού το φίδι βγήκε από την τρύπα, προχωράω τώρα με όρθιο κεφάλι (πονηρά μυαλά, το κανονικό εννοώ) και προσπαθώ να βρω κάτι νέο. Έλα όμως που κι εκεί όλο κάτι χαζά έρχονται. Η μία θέλει να παντρευτεί. Ωραία, συμφωνώ, αλλά γιατί πρέπει να το μάθω στο δεύτερο ραντεβού και να φρικάρω? Χάθηκε ο κόσμος να το μάθω μετά από μία βδομάδα? Μάλλον θα χάθηκε. Μου τη δίνουν οι άνθρωποι ρε γαμώτο που προσπαθούν να τα πουν όλα με τη μία. Ίσως επειδή το έκανα κι εγώ παλιά, αλλά έτσι ρε παιδιά, δεν θα έχουμε τίποτα να πούμε μετά. Θα κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι. Και πάμε παραπέρα.

Μου αρέσει να φεύγω, γιατί πάντα έχω ένα λόγο. Και μου αρέσει να γυρίζω, γιατί πάλι έχω λόγο. Αυτό που με κουράζει είναι το τι βρίσκω στην επιστροφή. Συνήθως χαλάσματα. Γιατί αυτό που εγώ άφησα χτισμένο όταν έφυγα, η άλλη λόγω μίσους το γκρέμισε. Μα καλά, ένας άνθρωπος δε μπορούσε να βρεθεί που θα άφηνε όλο το οικοδόμημα στέρεο? Γιατί πρέπει να το γκρεμίσεις? Νοίκιασέ το αν δεν το θες για πάρτυ σου, κάντο ξενοδοχείο. Κάνε ό,τι να ‘ναι μ’ αυτό, αλλά να το γκρεμίσεις? Δεν το έχτιζα μόνος μου, μαζί το χτίζαμε. Αυτό σημαίνει ότι ιδιοκτήτες είμαστε κι οι δύο κι ότι ίσως κάποια στιγμή να απαιτήσω τα κεκτημένα μου. Αν βρω χαλάσματα τι να απαιτήσω? Τις πέτρες που σκόρπισες παραπέρα? Όχι ρε κοπελιά, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Από την άλλη βέβαια θα μου πεις «να μην έφευγες μεγάλε». Μα εγώ δεν σου απαγόρευσα να φύγεις αν το θελήσεις, εσύ γιατί μου το απαγορεύεις? Ούτε βέβαια έχω την απαίτηση ο υπόλοιπος κόσμος να αντιδρά και να σκέφτεται όπως κι εγώ. Έχω όμως την απαίτηση να καταλαβαίνει τι λέω και να καταλαβαίνει γιατί αντιδρώ και σκέφτομαι με αυτό τον τρόπο.

Όπως και να ‘χει, το θέμα μου δεν είναι ούτε αυτό. Το θέμα μου είναι απλούστερο. Γιατί πρέπει να είμαστε κάπως οι άνθρωποι? Γιατί πρέπει να κάνουμε πράξη τις προσδοκίες του άλλου? Τι θα πετύχουμε με αυτό τον τρόπο? Θα αλλάξει ο κόσμος? Θα αλλάξουμε εμείς? Ή μήπως θα αλλάξει η γνώμη μας για εμάς, μέσω των προσδοκιών μας από τους άλλους? Το βασικό λοιπόν για όλα αυτά είναι να καταλάβουμε τους εαυτούς μας. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε τους άλλους. Αν όμως καταλάβουμε τους εαυτούς μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην θέλουμε να καταλάβουμε κανέναν άλλο μετά. Γιατί απλούστατα θα γουστάρουμε τόσο πολύ τον εαυτό μας, που οι άλλοι θα φαίνονται μικροί, ασήμαντοι και αδιάφοροι. Κι αν εγκλωβιστείς, την έκατσες. Θα ψωνιστείς τόσο με τον εαυτό σου, που δε θα θες κανέναν. Και σταδιακά θα οδηγείσαι στην απομόνωση. Κι επειδή τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται, το μυστικό είναι ένα: Να προσπαθείς πάντοτε να ξεπεράσεις οποιαδήποτε σκέψη υψώνεται εμπρός σου σαν τοίχος. Να θυμάσαι πως όλοι παλεύουν για κάτι. Ακόμη κι εκείνοι που δείχνουν ότι δε θέλουν τίποτα περισσότερο. Ακόμα κι αυτοί, θέλουν πάντα κάτι νέο. Είναι στη φύση του ανθρώπου, για να μην πω στη φύση του έλληνα.

Δεν ξέρω αν τελείωσα καλά. Δεν ξέρω αν σας αρέσει το συμπέρασμα που έβγαλα. Δε με νοιάζει κιόλας. Τα συμπεράσματα δεν τα βγάζω για να διδάξω κόσμο. Τα συμπεράσματα είναι δικά μου και αφορούν αποκλειστικά και μόνο εμένα. Όποιος τα οικειοποιηθεί και αποφασίσει να τα ακολουθήσει αναλαμβάνει και την ευθύνη. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, μεγάλες αποφάσεις πρέπει να παίρνουμε. Από κει και πέρα, εγώ ευθύνη δε φέρω. Γι αυτό λοιπόν, προτού δοκιμάσετε ή προτού αγοράσετε, να το έχετε σκεφτεί καλά. Γιατί κάποιος μπορεί να ταυτιστεί στη θεωρία, αλλά η πράξη απέχει παρασάγγας. Και όλοι εκεί τα βρίσκουν μπαστούνια.






Υ.Γ.: Δεν είμαι η Πετρούλα, αλλά μόλις τελείωσα!

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με, γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις...


Να ‘μαι πάλι εδώ, να σε αναζητώ μέσα σε ένα πληκτρολόγιο. Να πληγώνω αργά, βασανιστικά τα γράμματα με τις άκρες των δακτύλων μου. Έτσι ακριβώς όπως πάντοτε ποθούσα να αγγίξω το κορμί σου, να γευτώ τα χείλη σου, να φιλάω το λαιμό σου, να αφήνω το χέρι μου να χάνεται μέσα στα μαλλιά σου. Αναζητώ λίγο από το χρώμα των ματιών σου, αναζητώ τις σκέψεις σου, τους μύχιους πόθους. Αφήνω το μυαλό μου να ταξιδεύει πλάι σου, να σε αγγίζει. Να κοιμάμαι και να ξυπνάω μαζί σου, να σε κοιτάζω το πρωί με πρησμένα μάτια, γεμάτα τσίμπλες. Να σε αναζητώ τις νύχτες, καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα στο μπαλκόνι και πίνοντας ό,τι αλκοολούχο υπάρχει στο σπίτι. Αναζητώ τη μορφή σου, τη τόση φευγάτη ματιά σου, τα γέλια σου που πλημμυρίζουν το δωμάτιο. Την λάμψη σου, αυτή τη λάμψη που είναι σα να τη φυλάκισαν οι Θεοί του Ολύμπου λίγο πριν εξοριστούν για πάντα. Λες και ο Δίας σου χάρισε τους κεραυνούς του, ο Απόλλωνας το φως του, η Αθηνά τη σοφία της, ο Άρης τη μαχητικότητά του και η Αφροδίτη (αχ, αυτή η Αφροδίτη) όλη την ομορφιά που μια θεά θα μπορούσε να έχει.

Οι ώμοι σου γυμνοί, ακόμα κι όταν είσαι ντυμένη κάποιο πουλόβερ ή ένα ζιβάγκο. Τα μαλλιά σου να χύνονται πάνω τους, πάντα λυτά. Και τόσο κόκκινα. Τα χέρια σου δεν είναι δυο χέρια που κρέμονται σαν φυσική προέκταση των ώμων ή (ακόμα χειρότερα) σαν μέλη ενός αρτιμελούς ανθρώπου, σχεδόν άχρηστα για τους περισσότερους. Δεν εξαφανίζονται μέσα σε τσέπες παντελονιών ή σακακιών, δεν κρατούν ένα στυλό σαν την Έλλη Στάη ούτε κουνιούνται αδιάφορα. Προσθέτουν ένα τσιγάρο σαν έκτο δάχτυλο, τοποθετούν τα μαλλιά πίσω από το αυτί με αργές, σχεδόν κινηματογραφικές, κινήσεις. Η τελειότητα αποτυπωμένη επάνω σου. Ποιος ζωγράφος δε θα ζήλευε τη μήτρα που σε φιλοξενούσε? Ποιος ποιητής δε θα έκλαιγε αν σε αντίκριζε επειδή ποτέ του δε θα καταφέρει να σε ονειρευτεί? Ποιος συγγραφέας δε θα ήθελε να σε βάλει ηρωίδα, να γράψει το καλύτερό του βιβλίο για σένα? Να σε τοποθετήσει στο πιο ψηλό σκαλοπάτι? Να σε ονομάσει μούσα του?

Ποιος χωροχρόνος σε έκλεψε? Σε ποιο άστρο κρύβεσαι? Ποια νύχτα σε εξαφανίζει? Έλα, βγες στο φως. Φώτισέ μας. Κάνε μας να χαμογελάμε. Δε χρειάζεται να σε αγγίζουμε, δε χρειάζεται να μας κοιτάζεις. Αρκεί να ξέρουμε ότι είσαι εκεί, κάπου κοντά. Απρόσιτη μεν, αλλά τόσο δική μας, τόσο οικεία. Παρούσα κι απούσα συγχρόνως. Με μια σκέψη δίπλα μας, μα αδύνατο να σε αγγίξουμε. Εσύ, το λευκό σκοτάδι. Ο μικρός παιχνιδιάρης πρίγκιπας. Ο λύκος στη στέπα της Ρωσίας. Το πιο σπάνιο λουλούδι στα όρη του Θιβέτ. Μια ανάσα σου, είναι άνεμος δροσιάς, ένα ξεφύσημά σου αναστατώνει τις θάλασσες. Μας καις και μας φουρτουνιάζεις, μας σκορπάς σε ουρανούς, μας φέρνεις πίσω στη γη. Μας κάνεις να πιστεύουμε τα πιο όμορφα παραμύθια, μας διώχνεις τους εφιάλτες. Αναστατώνεις τα όνειρά μας, υγραίνεις τα σεντόνια μας. Σκορπάς μεθυστικά αρώματα στο χώρο. Χαρίζεις την ανάσα σου.

Μακρινή γυναίκα. Αγαπημένη γυναίκα. Ξένη γυναίκα. Ζωντανή γυναίκα. Λαμπερή γυναίκα. Απρόσιτη γυναίκα. Όμορφη γυναίκα. Τρυφερή γυναίκα. Αλλοπαρμένη γυναίκα. Αλλοτινών καιρών γυναίκα. Των μακρινών θαλασσών. Αφιερωμένη σε ανθρώπους που δεν μπορούν να αγαπήσουν. Δε θέλουν να σε νιώσουν. Γυναίκα, χαμένη σε σκέψεις, γυναίκα κρυμμένη σε λάθος σεντόνια. Γυναίκα, που αναζητάς την ευτυχία εκεί που οι άνθρωποι καίνε, σκοτώνουν και βιάζουν. Γυναίκα που ρουφάς ανάστροφες μορφές. Γυναίκα που ερωτεύεσαι εκείνους που δε σε θέλησαν. Μόνο για να έχεις τη χαρά να λες ότι εσύ δε φταις. Γυναίκα που έρχεσαι όταν εμείς λείπουμε, που φεύγεις λίγο πριν έρθουμε. Γυναίκα που δε θέλησες να γίνεις ευτυχισμένη, χαρούμενη. Που κρύβεσαι πίσω από τη σιωπή σου. Γυναίκα απαράμιλλης ομορφιάς. Γυναίκα, που ο μύχιος πόθος σου, λερώνει το σεντόνι σου, τα μαξιλάρια σου, το εσώρουχό σου.

Μη φύγεις. Μη χαθείς. Μην εξαφανιστείς. Μην κρυφτείς. Μείνε εδώ. Δίπλα. Στο δίπλα δωμάτιο. Στο πίσω μέρος του μυαλού. Γνώρισε τις σκέψεις μου. Αναγνώρισε ετούτο το είδωλο στον καθρέφτη. Άγγιξε το όλον μου. Άφησε τα μάτια σου να ταξιδέψουν στο άπειρο. Επέστρεφε στην αγκαλιά μου. Γυναίκα, που κοιμάσαι σε ξένα σεντόνια. Γυναίκα που φοβάσαι να αγαπήσεις πραγματικά. Γυναίκα που δε θα αφεθείς ποτέ σου. Γυναίκα που θέλησες να υπάρχεις για δυο στιγμές, ενώ εγώ σου χάριζα μια ζωή. Γυναίκα που έγινες τόσο διαφορετική από αυτό που η φαντασία μου αποφάσισε να σου δωρίσει. Γυναίκα που ταξιδεύεις στον καιρών τα χαλάσματα. Που ήρθες κι έφυγες για να με κάνεις να μείνω κενός. Ένα άδειο κορμί, να περιφέρομαι σε τούτη τη γη σαν άλλος Ιουδαίος. Να κρύβομαι από τα χρώματα και να αφήνω τον ήλιο να με κάψει. Γυναίκα που με άφησες να σε ζήσω τόσο λίγο, που με έκανες να κλαίω στης Ακρόπολης τα χαλάσματα. Γυναίκα που με ταξιδεύεις κάθε που ξαπλώνεις γυμνή δίπλα μου.

Γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με, γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις. Άσε με μόνο να σε αγγίζω. Να υπάρχω μέσα από σένα. Να αφήνω το δικό μου ένα, να ενώνεται με το δικό σου όλον και να ταξιδεύω με το άρωμά σου. Γυναίκα, που δε σε γνώρισα ακόμα, που δε σε έχω μάθει. Μην με εγκαταλείπεις. Όχι τώρα που καλοκαιριάζει. Μη φεύγεις, τώρα που σύννεφα μαζεύονται στον ουρανό και θα μας πνίξει η βροχή. Γυναίκα των ονείρων μου, γυναίκα της σιωπής, της απουσίας και της θλίψης. Γυναίκα που κρύβεσαι πίσω από το λαμπερό σου βλέμμα, καρυάτιδά μου, σφάλισέ μου τα μάτια σου με ένα σου φιλί κι άσε με να βουλιάξω στο πιο όμορφο όνειρο. Εκεί που μένεις δίπλα μου, που δε φεύγεις. Που με αγκαλιάζεις και με αφήνεις να γελώ και να χαίρομαι. Γυναίκα μου, σε ευχαριστώ για τις όμορφες σκέψεις. Κι ας μην σε άκουσα ποτέ, ας μη σε δω ποτέ, ας μη σε γνωρίσω. Αρκεί που υπάρχεις. Σε ευχαριστώ...