Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Enjoy the silence…


Είναι όμορφο να αγαπάς είτε νιώθεις ότι σε αγαπάνε είτε όχι. Είναι όμορφο να ξαπλώνεις και να κοιτάς τον ουρανό γεμίζοντας τον εαυτό σου με αυτό το συναίσθημα, να κάνεις ένα τσιγάρο τις καλοκαιρινές νύχτες στο μπαλκόνι σου και να σκέφτεσαι αυτούς που αγαπάς. Δεν έχει σημασία αν σε σκέφτονται κι εκείνοι, αρκεί που εσύ τους αγαπάς, αρκεί που εσύ γεμίζεις από εκείνο το συναίσθημα και το κλείνεις μέσα σου. Σαφέστατα θα ήταν καλύτερο το «αντικείμενο» του πόθου σου να ήταν δίπλα σου εκείνη τη στιγμή, αλλά εφόσον στο αρνείται είναι σχεδόν εξίσου όμορφο να τη σκέφτεσαι. Χωρίς συγκεκριμένες προεκτάσεις, χωρίς συγκεκριμένες συζητήσεις, σου αρκεί που εσύ κλείνεις τα μάτια και την σκέφτεσαι, ακόμα κι αν ιδρώνει σε άλλα σεντόνια. Η σκέψη σου, οι λέξεις σου και οι τελευταίες ρουφηξιές των τσιγάρων σου είναι αφιερωμένες σε εκείνη. Και δεν είναι τυχαίες αυτές οι τζούρες. Είναι οι πιο απολαυστικές. Είναι εκείνες οι στιγμές που θα ήθελες να ήσουν σκηνοθέτης και να αποτυπώσεις τη στιγμή σε ένα πλάνο που είναι τόσο καθημερινό, αλλά εξίσου ιδιαίτερο και απολαυστικό.

Είναι σκοτάδι, γύρω στις έντεκα τη νύχτα, κάθεσαι στο μπαλκόνι του νέου σου σπιτιού και βλέπεις αυτοκίνητα και ανθρώπους να πηγαινοέρχονται. Το δεξί σου πόδι είναι σχεδόν σφηνωμένο στο κάγκελο, εσύ γέρνεις προς τα εμπρός και παρατηρείς καπνίζοντας. Δε χρειάζεται να μιλήσεις, αρκεί που κοιτάζεις. Είναι σα να γεμίζεις ενέργεια, σα να σου μεταδίδει η πόλη την ενέργειά της και την απολαμβάνεις με μικρές δόσεις νικοτίνης. Το κεφάλι σου είναι καθαρό, ήρεμο, οι σκέψεις λες και έχουν απομακρυνθεί, χωρίς να ξέρεις το γιατί. Δε σε νοιάζει και να μάθεις όμως, αρκεί που έφυγαν, που χάθηκαν. Σημαδεύεις ανθρώπους και τους κοιτάς να χάνονται, τινάζεις την στάχτη στον αέρα και πίνεις την μπύρα από το μπουκάλι. Το τσιγάρο σου μικραίνει καθώς οι άνθρωποι χάνονται στο βάθος και το μυαλό σου παραμένει καθαρό. Εκεί είναι που τρυπώνει και μια σκέψη που τη στιγμή εκείνη δεν θες να διώξεις. Την αφήνεις να στρογγυλοκαθίσει και την κερνάς τσιγάρο. Σε ειρωνεύεται λέγοντάς σου ότι οι σκέψεις δεν καπνίζουν, απλά σε κάνουν να καπνίσεις για να τρυπώσουν εκεί που δεν το καταλαβαίνεις. Δε μιλάς, την αφήνεις να υπάρχει και της δίνεις καρέκλα να κάτσει. Αρνείται ευγενικά και κάθεται όρθια δίπλα σου. Το τσιγάρο έχει φτάσει στο τέλος του, το φιλτράκι είναι έτοιμο να καεί και τα δάχτυλά σου καίγονται στην προσπάθειά σου να το κρατήσεις λίγο ακόμα στο χέρι σου, μην τυχόν και φύγει η σκέψη. Το κοιτάζεις, τραβάς μια τελευταία τζούρα και το πετάς στο πεζοδρόμιο ενώ πας στο σαλόνι να φέρεις ένα ακόμα τσιγάρο.

Δεν είσαι λυπημένος που το έσβησες, δεν είσαι στενοχωρημένος που η σκέψη έχει καθίσει εκεί και σε κοιτάζει. Ίσα ίσα που θες να της πιάσεις κουβέντα, να αρχίσεις να της μιλάς σα να έχετε καιρό να τα πείτε. Τη ρωτάς πως πάει η δουλειά, αν είναι όλα καλά στο γραφείο, αν βαφτίστηκε η μικρή και τι όνομα αποφασίσανε να της δώσουν, τη ρωτάς πως είναι η υγεία της, αν έχει ακόμα αυτές τις ψυχολογικές διακυμάνσεις. Δε σου απαντάει, απλώς σε κοιτάζει, σε χαζεύει και είναι διατεθειμένη να σε ακολουθήσει αν της πεις να μπείτε μέσα και να δείτε ταινία. Δεν της το λες, δε θες να δεις ταινία με μια σκέψη, θες να δεις ταινία με έναν άνθρωπο, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, να σχολιάζετε ο,τιδήποτε αστείο ή παράξενο. Ανάβεις δεύτερο τσιγάρο για να την κρατήσεις λίγο ακόμα στο μπαλκόνι σου. Κλείνεις τα μάτια καθώς καπνίζεις και αφήνεις την μπύρα και τον καπνό να σε ζαλίσουν. Ω, ναι, είναι υπέροχο να αγαπάς κάποιον, είναι πανέμορφο να αγαπάς. Γιατί όταν αγαπάς δε σε νοιάζει αν ο άλλος είναι δίπλα σου, σε νοιάζει το γεγονός ότι αγαπάς, ότι ο άλλος είναι κομμάτι σου, δε σου ανήκει, αλλά έχει κάτι από σένα, κάτι που ασυναίσθητα του έδωσες και ευλαβικά το δέχτηκε. Δεν ετοιμάζεις φαΐ για δύο, δεν φτιάχνεις δυο καφέδες το πρωί, μα κάθε φορά που χαλαρώνεις και τη σκέφτεσαι είσαι χαρούμενος, νιώθεις την αγάπη μέσα σου. Δε σε νοιάζει αν είναι δική σου, σε νοιάζει μόνο που τη νιώθεις, που τη βιώνεις, που την αισθάνεσαι να σε πλημμυρίζει και να σε κάνει να μεθάς, πιο πολύ απ’ ό,τι ένα μπουκάλι North.

Την κοιτάζεις και δεν της μιλάς. Χαίρεσαι που δεν ήρθε μόνη της, χαίρεσαι που έπρεπε να την καλέσεις για να έρθει. Χαίρεσαι που βρήκες για άλλη μια φορά το θάρρος να την σκεφτείς. Χαίρεσαι που μέρα με τη μέρα διαπιστώνεις πως είναι υπέροχο να αγαπάς, να νιώθεις, να γεμίζεις με το συναίσθημά σου, να γεμίζεις με την αξία του. Δεν αναπολείς τα παλιά, δεν κοιτάζεις το παρελθόν έντρομος με τον φόβο ότι θα χαθεί, δεν προσπαθείς να πας μπροστά κοιτάζοντας πίσω. Ζεις μόνο το παρόν, το τώρα, τις στιγμές στο μπαλκόνι που η σκέψη κι εσύ κάθεστε δίπλα δίπλα, μιλάτε, ακούτε ο ένας τον άλλο και το ομορφότερο όλων, είναι ότι το στόμα δεν χρειάζεται να ανοιγοκλείσει, αρκεί που κοιτάζεστε, που τα χέρια του ενός προσπαθούνε να αγγίξουν τα χέρια του άλλου. Είστε έτοιμοι να ξεστομίσετε αυτό το ανατριχιαστικά επικίνδυνο για εσάς «σ’ αγαπάω» και να σκοτώσετε ό,τι μέχρι τώρα γεννιόταν. Μα κάποια μικρή σκέψη σας αφήνει να μείνετε εκεί και να κοιτάζεστε χωρίς κανείς να προσπαθεί να πει τίποτα.

Ξάφνου χτυπάει η πόρτα, καταριέσαι τη στιγμή που κάποιος γείτονας ξέμεινε από ζάχαρη και δεν θες να πας να ανοίξεις, θες να μείνεις εκεί, να κοιτάξεις τα μάτια της και να μην πεις λέξη, απλά να κερδίσεις χρόνο με τη σκέψη, να μείνει λίγο παραπάνω μαζί σου. Το κουδούνι χτυπάει για άλλη μια φορά, λίγο πιο επίμονα τώρα. Κοιτάζεις την πόρτα, πας και ανοίγεις και μένεις έκθαμβος. Δεν είναι η σκέψη, είναι το πρόσωπο που έφερνε η σκέψη. Την κοιτάζεις σα χαζός, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της και το χέρι σου έχει μείνει να κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Δε μιλάς, δε λες λέξη, απλώς κοιτάζεις. Σου χαμογελάει και σε ρωτάει αν μπορεί να περάσει σκύβοντας το κεφάλι λίγο προς τα αριστερά, έτσι όπως μόνο εκείνη ξέρει να το κάνει, ενώ το πρόσωπό της γεμίζει από τη λάμψη των ματιών της και του χαμόγελού της.

ΕΣΥ: Πως κι από εδώ?

ΕΚΕΙΝΗ: Ήρθα να μείνω…

2 σχόλια:

Unknown είπε...

για μια καλημέρα πέρασα...

αννα,
gipsy.pblogs.gr

Steve Bart είπε...

Καλημέρα κι από μένα. Αν και τώρα πια έχει γίνει μια σκέτη καλησπέρα...