Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

What else is there?


Για άλλη μια φορά μένω κλειδωμένος στο σπίτι μου, αγγίζω το πληκτρολόγιο σα να είναι η τελευταία μου ερωμένη και προσπαθώ να σε φανταστώ, προσπαθώ να έρθω δίπλα σου έστω με τη σκέψη μου, να πλησιάσω την άκρη του μυαλού σου. Φοβήθηκα να αφεθώ σε σένα, όπως φοβήθηκες κι εσύ να αφεθείς σε μένα. Και τελικά τι καταφέραμε? Εσύ αλλού, εγώ εδώ και κανείς δίπλα στον άλλο. Τώρα πια δεν υπάρχουν κοινοί γνωστοί να μας φέρουν πιο κοντά, τώρα πια δεν υπάρχει τόπος να συναντηθούμε δήθεν τυχαία και τις σκέψεις μου δεν θα θες να τις διαβάσεις. Έτσι λοιπόν ξαπλώνω τις νύχτες, κλείνω τα μάτια και σε ονειρεύομαι. Αγγίζω το μαξιλάρι και νιώθω ότι αγγίζω τα μαλλιά σου, τα χαϊδεύω, βουλιάζω στις σκέψεις μου και αφήνω τις τόσες μου ανασφάλειες να τρυπώσουν στο μυαλό μου. Αφήνω τις λέξεις να έρθουν δίπλα σου, μήπως και παρ’ ελπίδα σε νιώσω λιγάκι. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω πια. Ξέρω μόνο πως θέλω να ονειρεύομαι μαζί σου, να ονειρεύομαι δίπλα σου, να κάνουμε αυτές τις ίδιες σκέψεις και να λέμε τα ίδια λόγια που λέγαμε κάποτε. Να ακούμε ένα τραγούδι και να ρίχνουμε τις ίδιες ατάκες.

Έχασα τον εαυτό μου, όχι τη μέρα που σε γνώρισα, αλλά τη μέρα που έφυγες. Έχασα τα μονοπάτια που βάδιζα και τώρα ψάχνω απεγνωσμένα να τα βρω. Δεν ξέρω που είμαι, ποιος είμαι, τι θέλω, που πάω, γιατί πάω προς τα εκεί. Δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω τις σκέψεις εκείνες που τρυπώνουν στο μυαλό μου σαν στιχάκια, δεν ξέρω πώς να περπατήσω λίγο παραπέρα. Δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω για να σου πω πόσο μου λείπεις. Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω τώρα πια. Ξέρω μόνο ότι σε έχασα οριστικά και ξέρω ακόμα καλύτερα ότι όσο θα σε αναζητάω τόσο μακριά μου θα φεύγεις. Ξέρω πως κάθε μήνυμά μου σε σένα θα είναι και άλλο ένα χιλιόμετρο μακριά σου. Τα λόγια που μας έκαναν να έρθουμε ο ένας δίπλα στον άλλο, μας έκαναν να φύγουμε τόσο μακριά. Και δεν φταις εσύ, αλλά εγώ, γιατί δεν σεβάστηκα ούτε μία φορά το δικό σου θέλω.

Για άλλη μια φορά βλέπω ότι δεν υπάρχει Θεός. Για άλλη μια φορά το νιώθω τόσο δυνατά μέσα μου. Κι ας άναψα τόσα κεράκια για να σε φέρει δίπλα μου. Κάθε φορά που επιστρέφω σε Εκείνον χάνω εσένα. Τι να προτιμήσω λοιπόν? Τον άνθρωπο που λατρεύω ή το Θεό που ποτέ μου δεν πίστεψα, απλά έτρεχα σε Εκείνον μήπως και τελικά με ακούσει? Μου λείπεις. Μου λείπουν οι λέξεις σου, οι σκέψεις σου, τα χέρια σου, μου λείπουν τα λόγια που μου έλεγες τις ώρες που έτρεμα μη σε χάσω και το μήνυμα της επόμενης μέρας που ήταν γεμάτο επιστροφή και ανυπομονησία. Να βρεθούμε για λίγο, να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο για λίγο, να νιώσουμε τις στιγμές που δεν ζήσαμε για λίγο. Δεν με άφησα να αφεθώ, δεν σε άφησες να γίνεις ένα με μένα και βουλιάξαμε πιο κάτω, πιο βαθιά. Πήγαμε εκεί όπου κανείς άλλος δεν θέλησε, δεν τόλμησε και δεν μπόρεσε ποτέ του να πάει. Και ξαφνικά, χαθήκαμε στο τουνελ εκείνο. Κάποιος από τους δυο μας πήρε άλλο δρόμο, ίσως και οι δύο. Και τώρα περιφερόμαστε. Εσύ δεν ξέρω τι ψάχνεις, τι θες να βρεις, δεν μπορώ να σε ακούσω πια, απομακρύνθηκα πολύ από σένα. Εγώ ξέρω μόνο τι έχασα, τι θέλω να πάρω πίσω, τι μου λείπει και κατάφερα να απομακρυνθώ κι εγώ από μένα.

Με παίρνουν παραμάζωμα οι σκέψεις. Με αφήνουν να βουλιάξω σιγά σιγά και μετά ορμάνε καταπάνω μου και με καταρρακώνουν. Με κάνουν να συμπεριφέρομαι ασυναίσθητα, να κάνω πράγματα που φοβάμαι, που δεν τα νιώθω, απλά για να αποφύγω τον εαυτό μου, απλά για να πω ότι με ξέρω έτσι όπως οι άλλοι δεν με είδαν ποτέ. Και τελικά, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, συνειδητοποιώ ότι δεν με ξέρω καθόλου κι ότι ο υπόλοιπος κόσμος με ξέρει καλύτερα από μένα. Φοβάμαι να ανακαλύψω τον εαυτό μου, γιατί φοβάμαι να δω αυτά που θέλω, γιατί φοβάμαι να νιώσω αυτά που νιώθω. Προτιμώ να βουλιάξω σε μια παγωμένη θάλασσα ή να περπατήσω σε αναμμένα κάρβουνα, παρά να διαβώ έναν δρόμο ήρεμο ή να κολυμπήσω σε γαλανά νερά. Δεν είναι μόνο ο φόβος, δεν είναι μόνο ο τρόμος, είναι κι αυτός ο εγωισμός που με κάνει να σέρνομαι αντί να σκαρφαλώνω, με κάνει να περπατώ χωρίς καμία ελπίδα, αντί να γελάω.

Μιλάω μόνος μου και δεν με ακούω, δεν αφήνω κανένα να με ακούσει, δεν αφήνω κανένα να με δει. Λέω αυτά που θέλουν οι άλλοι να ακούσουν κι όχι αυτά που εγώ θέλω να πω. Δεν είμαι εγώ, δεν ξέρω ποιος είμαι. Προτιμώ να γράφω τις σκέψεις μου και να τις δείχνω σε χιλιάδες αγνώστους, παρά να τις λέω στους ανθρώπους που έχω δίπλα μου. Φοβάμαι μήπως εκείνοι τις εκμεταλλευτούν, φοβάμαι μήπως τις δουν και τις κρατήσουν για τον εαυτό τους, φοβάμαι μήπως κάποιος κλέψει τα συναισθήματά μου και τα πουλήσει για δικά του. Έχω τόσες ιδέες, τόσες σκέψεις, τόσα όνειρα, τόσες παρορμήσεις και τελικά δεν έχω καμία απολύτως δύναμη να τα ακολουθήσω. Δεν φταίνε οι άλλοι, δεν έφταιξαν ποτέ τους, μόνο εγώ φταίω, εγώ και αυτές οι γαμημένες ανασφάλειες, αυτές οι τρελές φοβίες, αυτά τα τρελά σενάρια και οι ανυπόμονες υποθέσεις που δεν τρυπώνουν μόνες τους στο μυαλό μου, αλλά επιτίθενται σαν στρατός που θέλει να μπει μέσα και να τα πάρει όλα. Δεν είμαι εγώ, δεν ξέρω ποιος είμαι.

Δεν ξέρω ποιος μιλάει. Δεν ξέρω ποιος λέει τούτα τα λόγια, δεν ξέρω ποιος επιτίθεται στον εαυτό μου τόσο άνανδρα, τόσο βάναυσα. Ξέρω όμως πως αν πολεμήσω θα την κερδίσω τη μάχη, αλλά βαριέμαι τόσο που κάθομαι στο θρόνο μου και απολαμβάνω την ήττα μου. Το μόνο που θα κάνω μετά, θα είναι να θρηνήσω γι αυτή, να γράψω ύμνους, να την τραγουδήσω και να κλάψω κρυφά, σε μια γωνιά, μόνος μου. Ίσως μετά από καιρό να αφήσω ένα δυο ανθρώπους να με βλέπουν να κλαίω κι έτσι να τους φέρω πιο κοντά μου. Να πουλήσω το παραμύθι μου και τον δήθεν θρήνο μου ακριβά σε κάποιον χονδρέμπορο ιστοριών και να με δουν οι άλλοι σαν έναν άνθρωπο που δεν θέλει να ζει, που φοβάται να ζει. Θα βγάλω τα απωθημένα μου πάνω στους άλλους, θα τους πείσω για την πραγματικότητα, θα δουν αυτό που εγώ θέλω να δουν και θα πορευθώ στη ζωή τους σαν αναμαλλιασμένος ταξιδευτής.

Ξέρω πως αν θέλω μπορώ να κρυφτώ από όλους. Να μην δείξω ποιος και τι είμαι, μα δεν μπορώ να κρυφτώ από μένα. Θα με κυνηγάει ο εαυτός μου, θα με κυνηγούν οι τύψεις, θα με κυνηγούν οι λέξεις και δεν θα ζήσω τίποτα όμορφο, απλώς θα ζω μέσα από τους άλλους. Θα κάτσω στη γωνιά μου και θα παρατηρώ τον κόσμο να περνάει, να έρχεται και να φεύγει κι εγώ θα ζω τη ζωή τους. Σα να λέω στους άλλους «ζήστε εσείς, δώστε μου χαρά από τη χαρά σας κι αν εγώ το θελήσω θα ζήσω μια μικρή στιγμή μαζί σας κι αν μετά βαρεθώ πάλι θα φύγω από τη ζωή σας». Επισκέπτης κι εκεί. Επισκέπτης στις χαρές και στις λύπες, επισκέπτης στα όνειρα και στις φιλοδοξίες. Επισκέπτης στα θέλω και στα πρέπει. Επισκέπτης, μα ποτέ φιλοξενούμενος και φυσικά ποτέ οικοδεσπότης.

Μπερδεμένες λέξεις, μπερδεμένες σκέψεις, μπερδεμένα όνειρα, μπερδεμένα θέλω, μπερδεμένα όλα. Μπερδεμένο μυαλό. Χάνομαι και αντί να με βρω αφήνομαι να χαθώ πιο πολύ, πιο βαθιά. Μπερδεύω το όνειρο, μπερδεύω τη ζωή. Θέλω να δείχνω εκείνος που τόσα ξέρει και τίποτα δεν λέει. Μπερδεύω τα πάντα και μένω εδώ, στον πιο εικονικό κόσμο. Παρασύρομαι από τις ιδέες των άλλων. Παρασύρομαι και βουλιάζω σε κόσμους που δεν λυτρώνουν, αλλά που φυλακίζουν. Τόσο μπερδεμένος που ξεκίνησα να μιλάω για σένα και κατέληξα πάλι να λέω για μένα. Τόσο μπερδεμένος που το νόημα παραμένει ανύπαρκτο. Τόσο μπερδεμένος που δεν ξέρω ποιος είμαι, που πάω και τι σκατά θέλω. Το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή, το μόνο που νιώθω τώρα, το μόνο που το μυαλό μου αφήνει να έρθει στην επιφάνεια είσαι εσύ. Και μόνο έτσι ξέρω ότι θέλω εσένα. Ή μήπως τελικά το μυαλό μου σε ανασύρει για να μην δει αυτό που πραγματικά βρίσκεται από πίσω? Κι αν είναι έτσι, τι σκατά βρίσκεται από πίσω?

Δεν υπάρχουν σχόλια: