Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Everloving...


Το να έχεις μείνει μόνος στο σπίτι είναι καθ’ όλα εποικοδομητικό. Ειδικά αν έχεις μείνει κι άφραγκος. Βάλε μέσα και το γεγονός ότι είναι τριήμερο κι όλοι σου οι φίλοι την έχουν αράξει σε κάποια παραλία. Πρόσθεσε και λίγο ότι ψάχνεις τα συρτάρια και τα μπουφάν μήπως και βρεις κανένα ξεχασμένο πεντάευρω και καταφέρεις να παραγγείλεις τίποτα για φαΐ. Ποιο είναι το συμπέρασμα? Ότι τριγυρνάς στο σπίτι, ψαχουλεύεις τσέπες από παντελόνια, πορτοφόλια, κατεβάζεις τα χειμωνιάτικα μήπως και βρεις κανένα ευρώ σε κάποιο μπουφάν. Τέσπα, το θέμα μας είναι άλλο. Μπορεί να ξεκίνησα από το τι θα φάω σήμερα, κατέληξα αλλού όμως. Ψάχνοντας λοιπόν, βρήκα έναν φάκελο δικό μου, με διάφορα ποιήματα που μου αρέσουν και το κουφό δεν είναι ότι τον βρήκα στο συρτάρι μου, αλλά στο συρτάρι της μάνας μου, λες κι ήθελε να κρατήσει τις αναμνήσεις μου φυλαγμένες, να τις βρω όταν θα είμαι πάλι έτοιμος να νιώσω τα λόγια σου. Κοιτάζοντας τον φάκελο ανακάλυψα και κάποια δικά σου κείμενα, τότε που είχα γενέθλια. Νομίζω ότι ανακάλυψα πάλι εσένα. Κι είπα να στο πω.

Βρήκα τα κείμενά σου, τότε που είχαμε χωρίσει και δεν μιλούσαμε, ξέρεις, την πρώτη φορά, τότε που ήξερες μέσα σου ότι θα ξαναβρεθούμε από κοντά, ότι θα ξαναείμαστε μαζί, τότε που ένιωθες ότι εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε. Και τελικά, τώρα πια, συνειδητοποιώ ότι εσύ κι εγώ δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Όχι γιατί θα είμαστε συνέχεια ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο, αλλά γιατί πάντα, ό,τι κι αν γίνει, όπου και αν πάμε, όπως και αν είμαστε, όποιους κι αν κυνηγάμε ή μας κυνηγάει, θα τρέχουμε ο ένας στον άλλο, θα γυρίζουμε με ένα τηλέφωνο στις τέσσερις το πρωί ή με ένα μήνυμα στις έξι και μισή τα ξημερώματα ή έστω με μια μόνο σκέψη. Κι όσο κι αν το ψάχνω αλλού, πάντα σε σένα θα το βρίσκω. Όχι, δε σε ερωτεύτηκα και πάλι, αλλά δεν ξέρω, ίσως ο ανάδρομος Ερμής να με έκανε να σε νιώσω, έστω και καθυστερημένα. Έστω και τώρα.

Διαβάζω λοιπόν τα κείμενά σου, κολλάω στα μακεδονίτικα «αφού» σου, που αγωνιούν να μπουν στο τέλος της πρότασης κι ας τα προστάζει η γραμματική να πάρουν τη σωστή τους θέση. Βλέπω τις συμβουλές σου, «να οδηγάς προσεκτικά, να ‘χεις πάντα μαζί σου ένα μπουφάν και τα γυαλιά ηλίου σου, δεν ξέρεις πότε θα κάνει κρύο, δεν ξέρεις πότε θα βγάλει ήλιο, να είσαι έτοιμος για όλα». Και στο τέλος μια καληνύχτα, σαν αυτή που μου έλεγε το φεγγάρι. Αντί ενός ξερού αντίο. Χρησιμοποιούσες στιχάκια, ατάκες που έκλεβα από ταινίες, γιατί εγώ αισθανόμουν μικρός να δημιουργήσω δικές μου. Σαν τις δικές σου ατάκες που έκλεβα, σαν τις προτάσεις σου που δήθεν δανειζόμουν. Είναι κι αυτά τα τέσσερα κοριτσάκια που με πάνε πίσω. Είναι κι αυτό το τραγουδάκι που με γυρνάει δυο χρόνια πριν. Λες και δεν θέλω να ξεκινήσω κάτι νέο, λες και φοβάμαι τα ξεκινήματα, λες και πρέπει σώνει και καλά να συνεχίσω κάτι που ίσως και να έχει τελειώσει.

Ξέρω τι είναι όλο ετούτο. Είναι η αγάπη που μου έμαθες να δίνω, εκείνη που απλόχερα μου χάριζες. Αχ, μου έκανες μεγάλο κακό. Με έμαθες να αγαπάω, ενώ εγώ είχα μάθει να κλείνομαι, να μισώ, να μη νιώθω. Κι όταν με έμαθες, με άφησες να φύγω, να κάνω ό,τι θέλω, να πάω όπου θέλω, να μην επιστρέψω, να μην ξαναγυρίσω. Μα πάντα κάτι γινόταν κι εγώ επέστρεφα σε σένα, λες και σε αναζητούσα. Δεν ξέρω τι με ωθεί να σε σκέφτομαι έτσι. Ίσως οι σκέψεις μιας κοπέλας, που κατάφερα να τις νιώσω δυόμιση χρόνια μετά. Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι καταδικασμένος να μη νιώθω τους άλλους. Άλλες πάλι νομίζω ότι είμαι καταδικασμένος να μη με νιώθει κανείς.

Σήμερα, που δεν είναι νύχτα, που η θερμοκρασία αγγίζει τους 32 βαθμούς Κελσίου, σήμερα που δε νιώθω τόσο μόνος όσο θέλω να νομίζω ή να είμαι, σήμερα που προσπαθώ απεγνωσμένα να υπομείνω το ό,τι και το κάτι, σε νιώθω τόσο δίπλα μου και τόσο κοντά μου. Και ας μην είμαι ερωτευμένος μαζί σου κι ας μη σε αναζητώ επειδή το θέλω. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω, νομίζω πως όσα ήθελα να πω στα είπα. Το σίγουρο είναι πως μ’ αυτά και μ’ αυτά ξέχασα ότι πεινάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: