Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Lend a hand...


Η ώρα ήταν μία και μισή το βράδυ. Ήταν μια νύχτα σχεδόν συνηθισμένη. Έξω είχε κρύο, τα αδέσποτα της γειτονιάς γάβγιζαν ασταμάτητα και που και που περνούσε κάποιο τρένο από τη σιδηροδρομική γραμμή, η οποία πια δε λειτουργεί. Από το άλλο δωμάτιο ακουγόταν ένα ροχαλητό και ο ήχος από μία τηλεόραση. Στο μπαλκόνι έβλεπε να βγαίνει φως από το δωμάτιο του αδερφού του. Λίγο πριν είχαν τραγουδήσει μαζί διάφορα τραγούδια με τα οποία μεγάλωσαν. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, σκεπασμένος με ένα σεντόνι, μία κουβέρτα κι ένα πάπλωμα. Στα αυτιά του είχε περασμένα δύο ακουστικά και άκουγε ό,τι τραγούδια έπαιζαν οι σταθμοί. Το ρεπερτόριο εναλλασσόταν ανάλογα με το τι ηχούσε όμορφα στο αυτί του. Ο Αντύπας διαδεχόταν τους Κατσιμιχαίους και εκείνοι έδιναν τη σκυτάλη στους Led Zeppelin και στους Nirvana. Τίποτε σταθερό. Μία το ένα μία το άλλο. Σχεδόν συνηθισμένη νύχτα, καθώς είπα, μια και εκείνη τη νύχτα είχε γενέθλια.

Εκείνος στριφογύριζε στο κρεβάτι του, κάτι τον έκανε να είναι ανήσυχος, χωρίς όμως να ξέρει τι είναι αυτό και γιατί. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου. Εκείνος, νομίζοντας ότι ήταν η μητέρα του που μπήκε να ελέγξει αν κοιμάται ο μικρός, έκλεισε το ραδιοκασετόφωνο και έκανε τον κοιμισμένο. Όμως η πόρτα ξανάκλεισε και ακούστηκε και το κλειδί να γυρίζει. Δεν άνοιξε τα μάτια του, τα κράτησε κλειστά χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο αδερφός του ξάπλωσε δίπλα του, του άρπαξε τα χέρια με μανία και του τα έδεσε με ένα σκοινί πίσω από την πλάτη. Του φίμωσε το στόμα χωρίς καν να προλάβει να αντιδράσει και άρχισε να ψιθυρίζει στο αυτί του διάφορες απειλές. Του είπε να μην τολμήσει να βγάλει άχνα και να μην κάνει κανένα θόρυβο γενικότερα. Εκείνος υπάκουσε και δε μίλησε, αν και κατάλαβε αμέσως τη φωνή. Έμεινε με κλειστά τα μάτια να κοιτάζει το ξύλο του κρεβατιού.

Του κατέβασε το εσώρουχο και μπήκε μέσα του. Πόνεσε, δάγκωσε το μαξιλάρι και προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του ό,τι συνέβαινε. Μόνο που αυτή δεν ήταν λύση, γιατί όσο κι αν σκεφτόταν ήλιους και δράκους, αυτό συνέχιζε να συμβαίνει. Τον ένιωθε μέσα του, πίεζε όλα του τα τοιχώματα, ένα ξένο σώμα μέσα στο δικό του παρά τη θέλησή του. Έμπαινε και έβγαινε, στην αρχή αργά και σταθερά, μετά πιο γρήγορα και στο τέλος με μανία. Σε κάθε επιβράδυνση ή επιτάχυνση ένιωθε το σώμα του να πονάει περισσότερο. Δεν ήταν θέμα ταχύτητας, ήταν θέμα θέλησης. Τον ένιωθε μέσα του και σιχαινόταν τον εαυτό του, το αίμα του. Κάποια στιγμή τελείωσε, αλλά δεν σταμάτησε. Συνέχιζε να μπαινοβγαίνει με την ίδια μανία. Τον έκανε να πονάει όλο και πιο πολύ, ενώ τα υγρά του αδερφού του βρίσκονταν μέσα του.

Βγήκε, τον γύρισε από μπροστά και του έδεσε τα χέρια στο κρεβάτι. Άρχισε να τον γλείφει στο λαιμό, κατέβαινε σιγά σιγά προς τα κάτω, έφτασε στο στήθος του, το έγλειφε και το δάγκωνε. Κατέβηκε κι άλλο κάτω, άρχισε να τον γλείφει και να τον φιλάει πιο δυνατά, με πάθος. Το πήρε όλο μέσα του. Ο μικρός άρχισε να νιώθει τύψεις κι ενοχές, αν και δεν του άρεσε όλο αυτό που γινόταν, ένιωθε τον εαυτό του να αναστατώνεται και ο άλλος, ενώ του έγλειφε τη στύση χάιδευε τον εαυτό του. Δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα, έκανε να ουρλιάξει, αλλά τα πανιά στο στόμα του μόνο κραυγές δεν τον βοηθούσαν να βγάλει. Ο αδερφός του το είχε πάρει όλο στο στόμα και τον έκανε να τελειώσει. “Σειρά σου τώρα”, του είπε και την ώρα που εκσπερμάτωνε πλησίασε το στόμα του, του έβγαλε τα πανιά και τον γέμισε με τα υγρά του. Ο μεγάλος ήταν δεκαπέντε χρόνων κι εκτός από αυτό ήταν βιαστής, παιδεραστής και αιμομίκτης. Ο μικρός ήταν μόλις έντεκα.

Προτού φύγει, τον είχε σκουπίσει, του είχε βάλει αλοιφή για τα σημάδια στα χέρια και τον είχε σκεπάσει. Δεν μίλησε ποτέ του σε κανέναν. Δεν είπε λέξη. Το ίδιο βράδυ προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά στα αυτιά του ηχούσε η απειλή: “θα ξανάρθω, να με περιμένεις”. Το επόμενο πρωί ντύθηκε και φεύγοντας δε χαιρέτησε κανέναν. Δε μίλησε ποτέ του, δεν υπήρχε λόγος. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα καταλάβαινε. Εκείνος έμαθε να υπομένει, έμαθε να ανέχεται, έμαθε να ζει μ’ αυτό. Εκείνο που δεν έμαθε, είναι ότι κέρδισε στο παιχνίδι του εγωισμού, αλλά έχασε ολοκληρωτικά το μυαλό του, γιατί εκείνος μόνο ήξερε, οι άλλοι όχι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: