Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Τρέλα μου, σε φτάνω...


Νύχτα, καθόταν μόνος του μέσα σε ένα δωμάτιο. Δεν είχε σημασία αν ήταν κρύο ή άδειο, ζεστό ή γεμάτο. Άλλωστε, τι σημαίνει άδειο? Εφόσον υπάρχει έστω ένας εκεί μέσα, δεν μπορεί να είναι άδειο. Του αρκούσε αυτή η απάντηση. Δεν τον πείραζε πλέον η μοναξιά ούτε η σιωπή. Οι νύχτες δεν ήταν πλέον άνοστες ούτε αρρωστημένες. Προχωρούσε συνέχεια μέσα στο σπίτι, άσκοπα βήματα στα δωμάτια, τέσσερεις τοίχοι τον περικύκλωναν μα αυτός βασανιζόταν χωρίς αιτία κι ουσία. Άδειος από σκέψεις, άδειος και από συναισθήματα. Μόνος του σύντροφος μια άδεια αγκαλιά, μόνη του ελπίδα ένα γράμμα ημιτελές. Αυτό που ποτέ δε θέλησε να στείλει. «Δεν ερωτεύτηκα, δε θα ερωτευθώ, άνθρωποι σαν εμένα αδυνατούν να ερωτευθούν. Υπάρχω μόνο στις στιγμές που περνούν κάτω από το σεντόνι.» Δε θα το τελείωνε απόψε. Για ποιο λόγο? Έτσι κι αλλιώς δε θα της το έστελνε. Η ουσία του δεν κρυβόταν στα λόγια που της έγραφε όταν εκείνη κοιμόταν κάπου αλλού, η ουσία του κρυβόταν στις μικρές στιγμές της λύπης του, όταν εκείνος γελούσε. Αυτής της χαρμολύπης που δεν ήθελε να εξουσιάσει, που τον άφηνε να τον τρώει. Ευτυχισμένος, ανέραστος, αδιάκοπα ψυχασθενής, μα με μία μικρή δόση αλήθειας και ευφυούς αναστεναγμού.

«Αχ, εγώ τον ξέρω τον κόσμο», συνήθιζε να λέει, «τον ξέρω από τη μέρα που γεννήθηκα, τον έφτιαξα όπως τον ήθελα, βρήκα δαίμονες να φορτώσω το φταίξιμό μου, βρήκα άγγελους να πληγώσω, βρήκα σιωπές να βασανίζομαι και αλήθειες να πουλάω. Τον κόσμο αυτό, που δεν ήταν για μένα, τον έφτιαξα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μου. Τον γέμισα ψεύτες, πόρνες, φασίστες, αστυνόμους. Του έβαλα και δυο σοφιστικέ γυαλιά και τον άφησα έρμαιο των άλλων ανθρώπων. Αυτό τον κόσμο, τον δημιούργησα για να σας παιδεύω, αυτό τον κόσμο τον ξέχασα τη μέρα που γεννήθηκα και ζω στον δικό μου κόσμο, εκείνον που κανείς σας δε θα πλησιάσει, εκείνον που οι άλλοι δε θέλουν να βλέπουν, εκείνον που προσπαθούμε να προσπεράσουμε όταν τρέχουμε ιλιγγιωδώς στην Καβάλας, χωρίς να κοιτάξουμε στα δεξιά μας. Αυτός είναι ο κόσμος μου, εκεί μου αρέσει να ζω, στη ντροπή.»

Οι άλλοι τον κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, αυτά τα λόγια που κανείς δε θέλησε να νιώσει, ήταν λόγια πρωτάκουστα. «Συγγνώμη που είμαι ο εαυτός μου, συγνώμη που υπάρχω μέσα σας, που με βλέπετε, που με καταλαβαίνετε και που με διώχνετε. Συγγνώμη που σας ξυπνάω ό,τι ανθρώπινο θάψατε, συγγνώμη που δεν συμβιβάζομαι, συγγνώμη που αρνούμαι το υποκειμενικό, συγγνώμη που δε θέλησα ούτε για ένα λεπτό να σας παρασύρω εκεί που κατρακυλώ.» Τον κοιτούσε ο κόσμος με γουρλωμένα μάτια. Άσιμος, στην ονομασία και στην ουσία. Αποτυχημένος ως και στην αυτοχειρία του. Έτοιμος να αυτοκτονήσει, μα ανέτοιμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Αν συνέχιζε έτσι θα τον έκλειναν σε τρελάδικο. Το κατάλαβε κι απομονώθηκε, πήρε ένα χαρτί κι ένα στυλό στην αρχή κι έγραφε, έγραφε, έγραφε...

Ξύπνησε το πρωί. Οι τοίχοι γεμάτοι με στιχάκια, άλλα δικά του κι άλλα κλεμμένα, ξένα. Όχι, δε θα τα έσβηνε. Όχι γιατί ήταν παιδιά του, αλλά γιατί τα λάθη του τα έκανε σημαία του. Μπροστά εκείνα και πίσω αυτός. Τα παραδεχόταν, τα αποδεχόταν και τα χαιρόταν. Δεν τα έκρυβε, δεν τα έκρυψε ποτέ. Κοίταζε τον τοίχο του. Αναποφάσιστος όπως πάντα, πήρε τα κλειδιά κι έφυγε. Στο πρώτο μαγαζί που βρήκε μπήκε μέσα, αγόρασε μια κιθάρα και γύρισε σπίτι. «Θα σε φτιάξω εγώ μαλάκα», μονολόγησε και δεν περίμενε απάντηση. Άλλωστε ήξερε καλά, ότι ο εαυτός σου δε σου απαντάει αμέσως. Παίρνει το χρόνο του και σε επισκέπτεται όταν κοιμάσαι ή όταν είσαι πιωμένος ή, ακόμα χειρότερα, όταν είσαι ερωτευμένος. Άρχισε σιγά σιγά να την γρατσουνάει. Έφτιαξε μια υποτυπώδη μουσική και συνέχισε. Του άρεσε όλο αυτό, ανακάλυπτε στοιχεία του εαυτού του άγνωστα μέχρι σήμερα. «Τρέλα μου, σε φτάνω», ψιθύρισε. Και συνέχισε αυτό που οι συγκυρίες ξεκίνησαν. Ήθελε να παραδοθεί αμαχητί, να σκύψει το κεφάλι και να αντέξει τα χτυπήματα. Μα ήξερε ότι έτσι θα γινόταν άγιος κι εκείνος δεν τα πάει καλά με τους Θεούς. Μόνο τους Διαβόλους ξέρει να διαλέγει, με τους Θεούς είχε πάντα ένα θέμα.

Έκλεισε τα μάτια και άναψε το τσιγάρο του. Κοίταξε ένα γύρω το σπίτι. Μαζεμένο σπίτι, μα ασυμμάζευτο μυαλό. Το μέσα με το έξω σε πλήρη αταξία κι εκείνος σε αφασία. «Πόσο άρρωστος μπορώ να είμαι, πόσο άσχημος, πόσο κενός?» Ξαφνικά χτύπησε το ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν ακριβώς οχτώ το απόγευμα. Τόσες ώρες έγραφε, έγραφε, έγραφε. Μια αυτόματη γραφή στο μυαλό του. Σηκώθηκε και άρχισε να βγάζει φωτογραφίες τα στιχάκια πάνω στους τοίχους. Όλα, ένα ένα. Δεν ξέχασε τίποτα. Έπειτα πήρε έναν κουβά με νερό και άρχισε να καθαρίζει το σπίτι. Σε μία ώρα τίποτα δεν μαρτυρούσε το προηγούμενο βράδυ. Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο. Κάθισε στο σαλόνι του, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και περίμενε στωικά και υπομονετικά. Λίγο πριν τις δέκα χτύπησε το κουδούνι. Ένα τσούρμο πήδησε μέσα, τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν και του πρόσφεραν δώρα, γλυκά και λουλούδια. Κάποια κοπέλα τον φίλησε στο στόμα. Εκείνος ανταπόδωσε το φιλί και κάθισε δίπλα της. Τους κέρασε ποτά, έσβησε τα κεράκια της τούρτας και αφού όλοι έφυγαν μετά από ώρες έκανε έρωτα με την κοπέλα που φίλησε νωρίτερα. Το επόμενο πρωί θα ξέθαβε πάλι την τρέλα του. Ανίκανος να δείξει το αληθινό του πρόσωπο, χάριζε στον κόσμο το πρόσωπο που οι περιστάσεις απαιτούσαν. Τι κι αν οι άλλοι δεν το έβλεπαν? Κανείς μας δε βλέπει το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου που έχει δίπλα του. Κανείς...

Δεν υπάρχουν σχόλια: