Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε...


Αν μου ζητούσε κάποιος να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου, θα του έλεγα ότι είμαι σίγουρος μόνο για ένα πράγμα: Προσπαθώ χρόνια να συμβιβάσω τη λογική μου και την καρδιά μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να τα κάνω να συμβαδίζουν. Μάταιο όμως. Ειδικά μερικές φορές, αυτός ο συμβιβασμός, μοιάζει ανυπέρβλητος Γολγοθάς. Ή καλύτερα σαν το μαρτύριο του Σίσυφου. Λες και χρόνια σπρώχνω έναν βράχο ως την κορυφή του βουνού και λίγο πριν φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα, εκείνος κατρακυλάει και φτάνει πάλι στην αρχή. Και τότε εγώ πρέπει να τον ξανασπρώξω. Το άσχημο όμως, δεν είναι αυτό, το άσχημο είναι ότι μέσα μου, νιώθω να το έχω συνηθίσει, νιώθω να έχει μετατραπεί το μαρτύριο σε παιχνίδι. Και πράγματι, αυτό είναι το χειρότερο. Είναι οι στιγμές που νιώθω ότι τσάμπα προσπαθούσα τόσα χρόνια κι ότι τα όνειρα υπήρξαν φρούδες ελπίδες.

Κάποτε, κάποιος, μου είπε ότι καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε όταν το θεριό μερεύει μέσα μας. Καταλαβαίνουμε ότι γεράσαμε ή ότι ηρεμήσαμε, γαληνέψαμε? Εμένα αυτό το θεριό με κρατούσε στη ζωή, με έκανε να αποφεύγω τα δύσκολα, να ονειρεύομαι, να νιώθω παιδί. Αυτό το θεριό με ζωντάνευε. Κι ας ένιωθα μερικές φορές ότι με κατέτρωγε. Τι μ’ αυτό? Ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος? Πόσοι άλλοι κατατρώγονται με τούτο το θεριό? Πόσοι άλλοι το άντεξαν τόσα χρόνια? Υπεροπτικές δηλώσεις. Νόμιζα ότι ήμουν ο μοναδικός, γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω, ότι κανείς άλλος δεν έχει τη δύναμη και την αντοχή να με καταλάβει. Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας -όπως θα έλεγε και μια «φίλη»- συνειδητοποίησα, ότι έτσι ήθελα να πιστεύω, γιατί αυτό με συνέφερε. Ήταν πιο ωραίο να είμαι κλεισμένος στον εαυτό μου, παρά να ανοιχτό. Δεν διακινδύνευα τίποτα έτσι. Δε θα έχανα τίποτα.

Λένε ότι οι καλλιτέχνες είναι πιο ρομαντικές φύσεις, πιο ανθρώπινες, ότι περπατούν σταθερά στη Γη κι ας θέλουν να δείχνουν ότι ακροβατούν. Αυτό πίστευα κι εγώ για τον εαυτό μου. Κι ας ήξερα ότι μέσα μου, μόνο καλλιτέχνης δεν υπήρξα. Ήταν κι αυτό ένα από τα όνειρα που έκανα για να νιώθω παιδί. Όμως έρχονται στιγμές που η πραγματικότητα κυκλώνει. Που σου δείχνει την αλήθεια που θες να αποφύγεις. Γιατί τις αλήθειες, όσο κι αν θέλουμε να τις αποφύγουμε, τις μαθαίνουμε πάντα. Τα ψέματα που είπαμε αποκαλύπτονται, όλα εκείνα που επιμελώς αποκρύπταμε, μαθαίνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και είναι πάντα προτιμότερο να μαθαίνουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν πονάει. Γιατί στην αλήθεια πονάνε και οι δύο. Όχι μόνο εκείνος που την ακούει και καταστρέφεται όλος ο κόσμος του, αλλά και εκείνος που την λέει. Για α μην πω ότι εκείνος που την λέει βρίσκεται σε δεινότερη θέση από εκείνον που την μάθει. Γιατί ο αποκαλύπτων την αλήθεια, βάζει τον άλλο στο δίλημμα να αποφασίσει: Με δέχεσαι ή όχι? Διακινδυνεύει την απόρριψη. Ενώ αυτός που την μαθαίνει, μπορεί κάλλιστα να πετάξει στα μούτρα του άλλου ένα απλό «άντε γαμήσου» και να εξαφανιστεί. Άσχετα αν κι αυτός θα παλέψει με δικούς του δαίμονες.

Έμαθα λοιπόν στη ζωή μου, να προσπαθώ να συμβιβάσω αυτά τα δύο. Όπως έμαθα να κάνω πάντα δεύτερες σκέψεις. Με αυτό το ατέλειωτο brainstorming εξαφανίστηκα σε δαιδαλώδεις αίθουσες του μυαλού μου. Έμαθα ΜΟΝΟΣ μου (θα δείτε αργότερα γιατί το τονίζω τόσο) να ξεπερνώ τις άσχημες σκέψεις, τις μικρότητες που η ανασφάλειά μας δημιουργεί. Το πρόβλημα είναι ότι επειδή το έμαθα μόνος μου, δεν έμαθα να το κάνω μέσα στις σχέσεις μου. Δυστυχώς για μένα (αλλά και για τους υπόλοιπους), δεν ξέρω πώς να λειτουργώ μέσα σε μια σχέση. Είμαι ο καλύτερος και λογικότερος συμβουλάτορας για τους άλλους, αλλά για μένα είμαι ο χειρότερος. Κι όσο κι αν διατείνομαι μερικές φορές, μέσα σε υπεροπτικές επάρσεις και ανυπόφορους συμβιβασμούς, ότι είμαι ο καλύτερος συμβιβαστής, διαπιστώνω, μετά προσωπικής λύπης, ότι μόνο αυτό δεν είμαι. Αυτοκαταστροφικός μέχρι τέλους. Φορτωμένος ενοχές που δε μου ανήκαν, αλλά ευχαρίστως τις δέχτηκα.

Αυτά έχει η μοναχικότητα. Σε κλείνει σε ισόβια δεσμά. Σε φυλακίζει, σε κάνει να είσαι απόλυτος και να μη δέχεσαι καμία αντίρρηση για τα λογικά σου συμπεράσματα. Κι αν κάποτε έρθει κάποιος και στα καταρρίψει, εσύ, μέσα στη μανία σου και το αμόκ σου μπορείς να το ρίξεις από τον θρόνο που τον ανέβασες. Έτσι απλά. Επειδή τόλμησε να σου πει ότι μπορεί να κάνεις και λάθος. Αυτό που δεν άκουσες, ήταν ότι μπορεί και να μην κάνεις λάθος. Ο μικρόκοσμός μας είναι απόλυτα δικός μας, μας ανήκει. Ό,τι κι αν λέει ο περίγυρος, ό,τι κι αν λένε οι άνθρωποι που μας πλαισιώνουν, δε ζουν τη δική μας ζωή. Μονάχα ψήγματα μπορούν να δεχτούν. Κι ως εκεί. Σπιθαμή παραπέρα. Έτσι, μέσα στους τόσους χιλιάδες συμβιβασμούς, στις τόσες σκέψεις και στις τόσες ανασφάλειες, για το μόνο πράγμα που μπορούμε να είμαστε σίγουροι, είναι ότι η κάθε μέρα ξημερώνει διαφορετική από την προηγούμενη. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Είναι σίγουρα διαφορετική κι αυτό είναι το ωραίο.

Μονάχα σιωπή, να τι μας έμεινε. Μια σιωπή που δικάζει, σειέται, σκορπά μανιωδώς μέσα στη νύχτα και επιστρέφει σαν βουητό, πονοκεφαλιάζοντάς μας, γεμίζοντας εφιάλτες τις νύχτες. Σιωπή από ανθρώπους που αγαπήσαμε, από ανθρώπους που δεθήκαμε μαζί τους, που τους θέλαμε αιώνια δίπλα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μάθαμε πως όσοι άνθρωποι διασταύρωσαν κάποιες στιγμές της ζωής τους με κάποιες δικές μας, το έκαναν γιατί υπήρχε ένας ανώτερος σκοπός. Ένας σκοπός που ίσως τελικά και να μην μάθουμε ποτέ. Γιατί μερικές φορές δεν έχει αξία να μαθαίνουμε τα πως και τα γιατί της ζωής μας, αρκεί να την ζούμε. Και τελικά αυτό είναι το ωραίο. Να μετατρέπουμε την καθημερινότητα σε ζωή, το άσχημο που μας περιβάλλει σε ένα ατέλειωτο ταξίδι. Και πάντα, μα πάντα, να αναζητούμε την αλήθεια. Γιατί αλήθεια, σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όταν ζεις τη ζωή σου σαν πρωταγωνιστής κι όχι σαν θεατής, δε θες να ξεχάσεις, δεν μπορείς.

Κατά καιρούς έχω κάνει χιλιάδες μεγαλόστομες δηλώσεις. Πάντα διερωτόμουν πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτές. Όχι ότι δεν τις πίστευα, απλά τα θέλω μου άλλαζαν εν ριπή οφθαλμού. Αναζητούσα τα όριά μου, έψαχνα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν τον βρήκα ή αν ζω μια ακόμα ψευδαίσθηση. Ξέρω μόνο ότι καλά είναι εδώ. Ότι έχει άπλα. Ότι μπορώ να τρέξω, να γελάσω, να κλάψω. Κι ότι ίσως, μέσα σε τούτη την άπλα που παλιά θα με τρόμαζε, να γνωρίσω κάποιον που μοιάζει σε μένα. Που ούτε εκείνος ξέρει τι θέλει, που ούτε εκείνους ξέρει αν γνωρίζει καλά τον εαυτό του. Αλλά που είναι πρόθυμος να μάθει. Να διδαχθεί μέσα από μένα κι εγώ από εκείνον. Να γελάσει και να κλάψει μαζί μου. Να αφήσει το στίγμα του επάνω μου, όπως θα αφήσω κι εγώ το δικό μου σε κείνον. Μέσα σε αυτή την άπλα μπορώ να γνωρίσω χιλιάδες τέτοιους ανθρώπους, αλλά μόνο ένας θα είναι εκείνος που θα ταιριάζει στο δικό μου εγώ, όπως κι εγώ θα ταιριάξω στο δικό του. Εν αναμονή λοιπόν...

Δεν υπάρχουν σχόλια: