Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί...


Η ζωή του ήταν όπως των υπόλοιπων ανθρώπων. Γεμάτη αριθμούς. Αριθμούς αναγκαίους για την επιβίωσή του, αριθμούς που έπρεπε να θυμάται πάντα. Αριθμούς που είχε ανάγκη. Δεν ήταν μαθηματικός, δεν ήταν αστροφυσικός ούτε βέβαια κάποιος λογιστής ή αναλυτής στατιστικών δεδομένων. Ήταν ένας απλός υπάλληλος, που είχε ανάγκη την ηρεμία και την καλοπέραση περισσότερο από κάποιους άλλους. Ήταν όμως σκλαβωμένος από μια σειρά απίστευτων αριθμών. Ο τραπεζικός του λογαριασμός, το pin για το κινητό του, την κάρτα ανάληψης χρημάτων, άλλος κωδικός για τον υπολογιστή, άλλος για το mail. Και φυσικά να μην προσθέσουμε και τους άλλους ηλίθιους αριθμούς που έπρεπε να θυμάται, όπως ο αριθμός διπλώματος, της Εφορίας, της ασφάλειας στο ΙΚΑ, της πινακίδας του αυτοκινήτου του, της ταυτότητάς του.

Υπήρχαν ανά τακτά διαστήματα και άλλοι αριθμοί. Επέτειοι ή γενέθλια. Πότε γνώρισε τη γυναίκα του, πότε την παντρεύτηκε, τα γενέθλιά της, τα γενέθλια των παιδιών του, των φίλων του. Και φυσικά τα δικά του. Τον κηνυγούσε ο χρόνος, τον φοβότανε, περισσότερο απ' ότι φοβόταν η κόρη του τον μπαμπούλα. Κάποια στιγμή διάβασε ότι εκείνοι που φοβούνται τον χρόνο είναι αυτοί που δεν έχουν κάνει κάτι για να αισθανθούν κάποια στιγμή χαρούμενοι. Κρυμμένος μέσα σε υποχρεώσεις, ευθύνες που φορτώθηκε από τα δέκα του. Σκλάβος του εαυτού του και της θέλησης των άλλων επάνω του. Ποτέ ελεύθερος, ποτέ αναγεννημένος, ποτέ ήρεμος. Μέσα στο μυαλό του ζούσαν δυο άνθρωποι. Εκείνος που ήθελε να νιώθει ελεύθερος κι εκείνος που ήθελε να είναι αποδεκτός, σαν τους άλλους. Ο ένας ερχόταν σε σύγκρουση με τον άλλο, αλλά πάντα συνυπήρχαν. Ο λόγος? Άγνωστος ακόμα και για εκείνον. Μόνο ένας ψυχολόγος θα μπορούσε να προσφέρει μια λύση, αλλά κι εκείνους τους αντιμετόπιζε αμφίβολα. Δεν ήξερε αν μπορούσε να στηριχθεί πάνω τους ή όχι.

Μονο κάποιες νύχτες καθόταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε μαγεμένος ένα φεγγάρι που έφεγγε με δτσκολία ή κάποια άστρα που έσπερναν τον πανικό στους αστρολόγους. Για εκείνον τα αστέρια ήταν για να βλέπει όνειρα, να φιλάει μια κοπέλα που χρόνια λάτρευε στο φεγγαρόφως, να αφήνει ελεύθερο τον εαυτό του να φανταστεί ό,τι και όπως το θέλει. Καμιά άλλη ουσία, κανένας άλλος κόσμος για εκείνον. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μπελάδες, εκείνος έβλεπε χαρά, όνειρα, λόγους να ξεφεύγει. Ακόμα και τότε που ήταν στα καράβια, όταν το πλήρωμα δυσανασχετούσε για κάποιο μακρινό ταξίδι, εκείνος φανταζόταν ένα νέο εξωτικό μέρος που θα μπορούσε να εξιδανικεύσει, όπως εξιδανίκευει τις γυναίκες που ερωτεύτηκε ή τους φίλους που έχασε ή τα όνειρα που δεν πραγματοποίησε ποτέ του.

Σήμερα όμως είναι δέσμιος των χιλιάδων φόβων και νευρώσεων που κρύβει κάτω από υο μαξιλάρι. Φυλακισμένος του ίδιου του εαυτού, αφήνοντας ένα άλλο εγώ να μεγαλώνει, πιο φοβισμένος και πιο δυστυχισμένος απ' ό,τι νόμιζε, περιφερόταν στον κόσμο σαν τον ποιητή που δεν έχει ανάγκη τις λέξεις για να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο, αλλά του αρκούν κάποιες σκέψεις ή κάποιες φαντασιώσεις κι έπειτα θα πέσει στο κρεβάτι του ευτυχισμένος που ονειρεύτηκε έναν κοσμο σαν εκείνον που οι άλλοι δε θέλησαν να έχουν. Οι γονείς του τον είχαν παραπεταμένο, σχεδόν ξεχασμένο, δεν τους ενδιέφερε ένα τέτοιο προσωπο, τόσο καθαρό και διαυγές, έτσι κι ο υπόλοιπος κόσμος. Εκείνος έκανε υπομονή μέχρι να κατανοήσουν οι άλλοι το σχέδιο ενός ανύπαρκτου Θεού κι έπειτα έφευγε. Έβρισκε μόνο λόγους να υπάρχει λίγο στη ζωή τους, να ζει ευτυχισμένος για λίγο.

Τον είπαν καταθλιπτικό, μισογύνη, απόμακρο, ανιαρό, ασήμαντο. Τον είπαν ανίκανο να σκεφτεί, να νιώσει, να ζήσει. Δεν τον ένοιαζε, αυτός χαιρόταν με έναν συγκρατημένο τρόπο, με έναν άλλο τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε και δεν ήθελε να καταλάβει. Γιατί ο δικός του κόσμος, ήταν ο κόσμος των καταρραμένων, όπως ο Μοντιλιάνι και ο Τέσλα. Κατάφερνε έτσι να προσθέτει νέους αριθμούς στη ζωή του, νέα pin και νέες τραπεζικές καταθέσεις. Αριθμούς που δεν μπορούσε να ξεχάσει, αλλά που δεν τον ένοιαζαν κιόλας. Άρχισε έτσι να αριθμεί τις γυναίκες που γνώριζε και τους φίλους που έκανε. Η 35 ήταν ασήμαντη, αλλά έκανε καλό κρεβάτι, η 22 τον ερωτεύτηκε, η 49 θα μπορούσε να τον κάνει δολοφόνο, ενώ η 12 τον άφηνε ελεύθερο με έναν μαγικό τρόπο. Παραλίγο να παντρευετεί κάποια στιγμή. Αυτή ήταν η 24. Τόσες γυναίκες, τόσα ονόματα, τόσοι αριθμοί, τόσα pin, που πλέον ξέχασε το σημαντικότερο: Ποιο ήταν το pin για τα συναισθήματά του?

Δεν υπάρχουν σχόλια: