Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Χρώματα κι αρώματα...


Να ‘μαι ξανά εδώ. Στα πιο γνώριμά μου μονοπάτια. Εκεί που δεν φοβάμαι να μιλήσω, που δεν φοβάμαι μην ακούσω την ηχώ του εαυτού μου. Εκεί που δεν φοβάμαι μήπως κάποιος απαντήσει. Κι αν απαντήσει, δεν έχω λόγους να αρχίσω και διάλογο μαζί του. Για άλλη μια φορά με κυκλώνει ο στίχος του Λειβαδίτη. Ναυαγισμένα καράβια, σκέψεις που μαίνονται. Είναι κι εκείνη η ρήση, που κυκλώνει τις απαντήσεις: Αν αποτύχεις δεύτερη φορά, τότε αυτό είναι το στυλ σου. Οι αποτυχίες, τα ψέματα, οι ανασφάλειες. Οι φόβοι που άφησα να με κυριεύσουν. Πότε έγινε αυτό? Νομίζουμε ότι αλλάζουμε, αλλά επιστρέφουμε πάλι στην αρχή. Αν δεν ξεπεράσεις εκείνα που σε κυνηγούν, πάντα ο ίδιος θα είσαι. Τα ίδια λάθη θα κάνεις. Τα ίδια ψέματα θα λες. Τις ίδιες αλήθειες θα κρύβεις. Πάντα ο εαυτός μας θα μας κυνηγάει και πάντα από εκείνον θα κρυβόμαστε. Τα θέλω μας, τα πρέπει μας, τα «όχι» και τα «ίσως» που ξεστομίζουμε. Είμαστε αυτοί που δείχνουμε? Είμαστε οι επιθυμίες μας? Είμαστε τα λάθη μας? Οι αποτυχίες μας? Αν δεν βουτήξεις βαθιά μέσα σου, δε θα μπορέσεις να αναδυθείς ξανά.

Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται τυχεροί. Κάποιοι άλλοι άτυχοι. Όλοι μας όμως, έχουμε ζήσει άσχημες και όμορφες στιγμές. Όλοι μας έχουμε χάσει ανθρώπους που αγαπήσαμε. Είτε έφυγαν είτε «έφυγαν». Εκείνους που χάθηκαν για πάντα τους αφήνω να μπαινοβγαίνουν στο μυαλό μου. Άνθρωποι που λάτρευα, που τους αισθάνθηκα τόσο κοντά μου: Ο Αντρέας, η Φιλιώ κι η Βίκυ, η Μαρία. Όλοι χάθηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Από την άλλη είναι κι όλοι εκείνοι που αποφάσισαν να φύγουν. Δίκασαν, αποφάσισαν και εκτέλεσαν. Ο καθένας για το δικό του καλό. Για το δικό του καλό. Για το δικό του καλό? Αυτοί οι άνθρωποι σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι δολοφόνος, εγκληματίας, ψεύτης, κάθαρμα. Κι όμως, όση οργή κι αν σου βγαίνει, αν κάποιος της βγάλει τα αγκάθια, θα βρει ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο. Αυτό που η φύση έφτιαξε με τόση τελειότητα και το άφησε μόνο του, να μεγαλώσει, να φυτρώσει όπου εκείνο μπορεί και να προστατευθεί. Μα πάντα θα υπάρχει εκείνος ο άνθρωπος που θα το κόψει, για να το χαρίσει κάπου αλλού.

Γιατί να μην μπορώ να συμφιλιωθώ με τους ανθρώπους? Με τον Ηλία, τον Λάμπρο, τον Φίλιππο, την Ελένη. Γιατί να τρέχω πίσω για να τους βρω? Γιατί να μην μπορώ να συνεχίσω πιο κάτω, να πάω παραπέρα? Το παρελθόν με κατατρέχει. Μια μάνα που με έπνιγε με την αγάπη της, ένας πατέρας που ήθελε να γίνονται τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, ένας βιαστής αδερφός. Συγγενείς που έκριναν με βάση αυτό που νόμιζαν. Μα πάνω απ’ όλους, ένα κατασκότεινο εγώ, που κυριαρχούσε μέσα μου, χωρίς ελπίδες. Οι φόβοι με κυρίευσαν, τους άφησα να με κάνουν ό,τι θέλουν, να υπάρχουν για πάντα παρόντες. Εμμονές που δεν θέλησα να ξεπεράσω, να αποφύγω. Το δύσκολο δεν είναι να ακούσεις τους φόβους σου και να νικήσεις την ελπίδα, το δύσκολο είναι να πιστέψεις στο αδύνατο, στο ακατόρθωτο, σε εκείνη τη φωνούλα που ουρλιάζει νυχθημερόν κι εσύ προσπαθείς να την κάνεις να σωπάσει. Ελπίδα την λένε, σαν την ξαδέρφη μου, σαν την αδερφή του παππού μου.

Ανοίγονται δρόμοι μπροστά μου κι εγώ τους κλείνω γιατί έτσι έμαθα. Δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου τώρα πια όμως. Τι πάει να πει έτσι έμαθα? Καιρός να ξεμάθω. Να αρχίσω κάτι άλλο, κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Να αφήσω πίσω την μαυρίλα και να προχωρήσω προς εκείνα τα χρώματα που πάντα με χαροποιούσαν. Στον κήπο του Επίκουρου θα φυτρώσουν τριαντάφυλλα, όλων των ειδών κι όλων των χρωμάτων. Κόκκινα, κίτρινα, λευκά, ροζ. Θα γεμίσει χρώματα, χρώματα κι αρώματα. Θα έρθει και μια κοπέλα, θα ξαπλώσει δίπλα μου και όταν της πω «σε αγαπάω», θα την ακούσω να μου απαντάει κι εκείνη «κι εγώ σε αγαπάω κι ας είμαστε τόσο ίδιοι και τόσο ανόμοιοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: