Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Σου γράφω πάλι από ανάγκη...


Και να λοιπόν που έρχονται οι στιγμές που πρέπει να αναιρέσουμε τον εαυτό μας. Και δεν είναι εύκολες στιγμές, συνοδεύονται από πόνο, συνήθως διπλό πόνο. Η μία όψη του, είναι εκείνη που έχει να κάνει με την ίδια την αναίρεση, το κομμάτι εκείνο που πρέπει να μας κάνει να παραδεχτούμε ότι σε μερικές πράξεις κι επιλογές της ζωής μας, υπήρξαμε λάθος. Αυτό το κομμάτι όμως ξεπερνιέται, αργά ή γρήγορα. Η άλλη όψη είναι που πονάει, εκείνη που κρύβει συναισθήματα, εκείνη που μας κάνει να πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας κυνηγάει, ακόμα και μετά από πολλά χρόνια. Άλυτες καταστάσεις, μικρές παραπομπές, μηδενικές απολαβές. Το μέλλον φιγουράρει ανέντιμο μπροστά στο παρελθόν και η οθόνη της ζωής μας φιλοξενεί τις πιο περίεργες καρικατούρες. Ενός παιδικού έρωτα, ενός ονείρου που παλεύει να ξεθωριάσει, μιας φωτογραφίας που ξυπνάει αναμνήσεις και μερικές φορές μιας μικρής σιωπής, καταλυτικής, ενίοτε κι αγχολυτικής, μα πάντοτε βασανιστικής.

Ναι λοιπόν, αυτή τη φορά θα το ομολογήσω, έπαψα τόσο καιρό να το πνίγω μέσα μου, αυτή τη φορά σου γράφω πάλι από ανάγκη. Η ώρα απόψε δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο. Ποιος νοιάζεται αν είναι 10 το πρωί ή 3 τα ξημερώματα? Οι σκέψεις δεν έχουν ωράριο ούτε τα όνειρα. Για τα συναισθήματα δε χρειάζεται να το συζητήσουμε. Μόνο λίγα σημάδια απομόνωσης και μοναξιάς και τα υπόλοιπα γίνονται απολειφάδες στιγμές. Οι λέξεις άλλοτε σύμμαχοι κι άλλοτε εχθροί. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Αυτά τα αντιμετωπίζω, μου είναι εύκολα. Ο εαυτός μου είναι που δεν μπορώ να τον δαμάσω. Τριγυρνάει εδώ κι εκεί, με επιτάσσει, με σπρώχνει στο κενό και λίγο πριν σκάσω στο δρόμο νεκρός, με πιάνει και με ανεβάζει πάλι επάνω. Ένα ιδιόμορφο bungee jumping για τρελούς και χαμένους. Ποιος είσαι εσύ που ονειρεύεσαι? Ποιος είσαι εσύ που τολμάς? Ποιος είσαι εσύ που αδικείς έτσι τον εαυτό σου? Ποιος θαρρείς πως είσαι?

Θα καταλάβει κανείς? Εσύ? Θα καταλάβεις? Θες να καταλάβεις? Ή μήπως πάλι μόνος μου θα βρω τη λύση? Κι αν πάντα κάνω λάθος? Που θα με οδηγήσουν όλοι αυτοί οι δρόμοι? Ποιος θα με φέρει κοντά σου? Κι αν έρθω, θα με δεχτείς? Κι αν με δεχτείς τι θα είμαι για σένα? Όχι. Ένα κατηγορηματικό όχι, οργισμένο, με θλίψη και με μίσος. Όχι προς εσένα. Ποτέ προς εσένα. Αν σε ρίξω από το βάθρο που σε ανέβασα, δε θα αισθάνομαι πια για σένα τίποτα. Όχι σε σένα η θλίψη και το μίσος. Εγώ είμαι ο φταίχτης, ο δειλός, ό απάνθρωπος, ο μισογύνης. Εγώ πρέπει να πέσω. Εσύ μείνε όρθια, ψηλά το κεφάλι, περήφανα προχώρα. Εσένα δε θα αφήσω να σε αγγίξει κανείς. Ούτε καν εγώ. Κι ας λέω σε όλους ότι σε σιχαίνομαι, ότι σε μισώ. Αυτή είναι η άμυνά μου, αυτά είναι τα όπλα μου. Δε θα σε πολεμήσω όμως. Μπορώ να σε αγαπήσω πιο βαθιά, μα δεν μπορώ να σε σκοτώσω. Εσύ δε θα πεθάνεις. Μπορεί να γεράσεις στο μυαλό μου, μα την ψυχή σου θα την κάνω αθάνατη. Θα σε εξυμνήσω, θα πω την ιστορία σου, θα μάθουν όλοι για σένα, ακόμα κι εσύ. Κανείς όμως δε θα ξέρει για ποιον μιλάω, ακόμα κι εσύ. Θα σε μπερδέψω, έτσι όπως μπέρδεψα τον εαυτό μου. Μίσησέ με, το αντέχω. Μη με αγαπάς, με πονάει, δεν ξέρω τι να την κάνω την αγάπη σου. Κι ας την αναζητώ.

Είδες? Δε σε ξεχνάω! Υπάρχεις μέσα μου. Είναι σα να με σκέφτεσαι, σα να με καλείς, να με αναζητάς. Και τότε απλά, ξεκλειδώνει μια πόρτα, μόνη της, χωρίς κλειδί, χωρίς pin και puk, ανοίγει αυτή η πόρτα και κατακλύζεται ο εγκέφαλός μου από χιλιάδες λέξεις που ψάχνουν να μπουν στη σειρά. Εγώ, ο ζαλισμένος τροχονόμος από τις χιλιάδες βρισιές και μούτζες, προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά όλα εκείνα που σφηνώνονται στο στόμα μου. Δεν ξέρω αν με ακολουθείς, αλλά υπάρχεις γαμώτο. Εδώ. Δίπλα μου. Μέσα μου. Μεγαλώνουμε μαζί, γερνάμε μέρα με τη μέρα. Αναζητούμε νέες λέξεις να εκφράσουμε τους πόθους μας. Είσαι εδώ, γιατί σε αφήνω να υπάρχεις, γιατί δε θέλω να φύγεις, δε θέλω να χαθείς. Αν σε αφήσω να φύγεις θα πεθάνεις. Και δε σου αξίζει κανένας θάνατος εσένα αγάπη μου. Εσένα σου πρέπουν μπάντες με βιολιά, μουσικές που να γενούν χρώματα, βεγγαλικά. Εσένα σου πρέπει η άνοιξη και το καλοκαίρι. Τον χειμώνα δώστον σε μένα. Το φθινόπωρο σβήσε το, με τρομάζει.

Μη φεύγεις τόσο γρήγορα, κάτσε λίγο ακόμα. Έχω καπνίσει τόσα τσιγάρα σήμερα κι αυτό το τσιγάρο είναι το μόνο που το νιώθω. Μείνε εδώ. Μέχρι να σβήσει η κάφτρα του, μέχρι να γίνει στάχτη. Κι ύστερα φύγε, όπως φεύγει ο καπνός από τις γρίλιες του παραθύρου. Μόνο να έρχεσαι που και που. Να τρυπώνεις στο μυαλό μου όπως εσύ ξέρεις, να βυθίζεσαι στην ψυχή μου όπως εσύ μπορείς. Να έρχεσαι να τα λέμε. Να μου λες πως τα περνάς, τι ταινίες είδες, τι τραγούδια άκουσες. Να έρχεσαι που και που. Κι εγώ θα σε αφήνω να φεύγεις όπως ήρθες. Ήρεμα, γαλήνια. Θα σε κρατώ μέσα μου, σαν τις στιγμές που κρατάμε πάντοτε για να αντλούμε δυνάμεις. Να έρχεσαι ρε, να έρχεσαι που και που, να έρχεσαι να τα λέμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: