Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Γράμμα σε έναν ποιητή...


Πολυαγαπημένε μου Ανδρέα, ξεκινάω να σου γράψω ένα γράμμα και δεν βρίσκω τις λέξεις. Σε κλείδωσα βαθιά, να μην σε αγγίζουν και γι αυτό πονάω όταν σου αφήνω μικρές χαραμάδες να εμφανίζεσαι μπροστά μου. Τα τσιγάρα φεύγουν το ένα μετά το άλλο και ξέρω πως αναζητάς ένα τσιγάρο στα κλεφτά, αλλά δεν μου πάει η καρδιά να σου δώσω φωτιά μην τυχόν και είμαι η αιτία που θα καείς. Έφυγες Ανδρέα, έφυγες ξαφνικά, γρήγορα, βιαστικά. Ξεκίνησες ένα ταξίδι κι εμάς μας άφησες πίσω σου να χάσκουμε σαν χάνοι. Να ψάχνουμε σε τηλέφωνα την αλήθεια, είσαι εδώ ή όχι? Πλησιάζουν δύσκολες ώρες Ανδρέα. Και κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι τι θα έκανες εσύ. Μόνο έτσι παίρνω σωστές αποφάσεις. Δεν θέλω να προδώσω τις αρχές σου, δεν θέλω να σε κάνω να φανείς δοσίλογος. Με πείσμα εμμένω στην απόφασή σου κι ας μην συμφωνώ.

Κάθε που πάω στην Ξυλοτεχνία ψάχνω να σε βρω. Σ' αναζητώ στην κονσόλα ή στο πρώτο κάθισμα να πίνεις καφέ και να ψάχνεις τις σημειώσεις σου. Να γεμίζεις το τραπέζι με στάχτες και να ρωτάς αν ήρθαν όλοι. Σε βλέπω να στέκεσαι στην πόρτα και να αναζητάς με το βλέμμα σου συνδαιτυμόνες. Σε βλέπω να ανεβαίνεις στην σκηνή και να μας δείχνεις πως να παίξουμε έναν ρόλο. Σε βλέπω σαν μικρό παιδί να μας διακωμωδείς. Τον τρόπο που μιλάμε, τον τρόπο που κρατάμε το τσιγάρο. Σε βλέπω να κλείνεις το μάτι στον Γιώργο, να σκέφτεσαι την πιο παράξενη ερώτηση να μας κάνεις την ώρα που πίνουμε ρακόμελα. Να μας μιλάς για το ΚΚΕ, να πετάς πολιτικά υπονοούμενα. Σε βλέπω να ζητάς συγγνώμη για όσες φορές μας έβαλες τις φωνές με ένα φιλί.

Σ' ακούω να σιγοτραγουδάς Σαββόπουλο, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Να μας λες για τους ηθοποιούς που γνώρισες. Την Λαμπέτη, την Παξινού, την Καρέζη, τον Φωτόπουλο, τον Κατράκη, τον Κουν, τον Παπαγιανόπουλο. Αλλά και τους άλλους, εκείνους που αμφισβητούσαμε, αλλά και πάλι έλεγες ότι είσαι πολύ μικρός για να τους κρίνεις. Σε βλέπω ανεβασμένο στο παράθυρο, με πιτζάμες φυλακής και κάγκελα από προβολείς να φωνάζεις δυνατά στίχους του Χικμετ. Σε βλέπω να μας φέρνεις την "Ατάκα", να μας καλείς στην γιορτή του ηθοποιού και να μας γνωρίζεις με όλους. Να έρχεσαι μαζί μας αντί να πας με όλους εκείνους που σε καλούσαν. Τι τιμή ήταν αυτή Ανδρέα? Θυμάμαι τότε που μας μιλούσες για τον Καλογερόπουλο. Πόσο έλαμπαν τα μάτια σου, λες και είσαστε ερωτευμένοι. Θυμάμαι τις ιστορίες από το "Κάμπινγκ", από το "Μυστικό της Αγγελίνας".

Σε θυμάμαι εκείνη την ημέρα που έβγαλα την μπάλα από το αμάξι και όλοι παίζαμε σαν μικρά παιδιά ποδόσφαιρο. Πως ένας πενηντάρης έτρεχε με πάθος, κυνηγούσε την μπάλα, έκανε κοψίματα, την έκλεβε με μαεστρία. Πως χαιρόσουν στα γκολ. Τότε που σε περίμεναν όλοι για πρόβα κι εσύ έπαιζες με οχτώ μαντράχαλους ποδόσφαιρο. Κι αλήθεια, ήσουν πιο παιδί κι απ' τα παιδιά. Κι όλοι λέγαμε πως ήταν δυνατό να υπάρχει άνθρωπος με τέτοια καρδιά, γεμάτη και δυνατή. Μα δεν άντεξε η καρδιά σου. Σε πρόδωσε, όπως κι ο Νίκος που συνέχιζες να αγαπάς και να λατρεύεις. Μας λείπεις Ανδρέα. Ξέρω, είναι εγωιστικό να ζητάς από τον Χάρο να σου φέρει πίσω αυτούς που αγαπάς, αλλά μας λείπεις.

Ανδρέα, ελπίζω να περνάς καλά εκεί πάνω. Να βρήκες φίλους γρήγορα, να βρήκες και τσιγάρα, να βρήκες και τασάκια, να βρήκες και εκείνους τους ανθρώπους που θαύμαζες. Τον Λειβαδίτη, τον Χικμετ, το Νερούντα, τον Ρίτσο, τον Μαγιακόφσκι. Σε θυμάμαι με την τραγιάσκα και την καπαρντίνα να απαγγέλεις αποσπάσματα από το "Σύγνεφο με παντελόνια". Να μας λες για το ποιον σκέφτεσαι όταν σηκώνεις το τηλέφωνο, να μην βγει πολύ μελό, αλλά να έχει και μια υπόσταση. Ήσουν γλυκός Ανδρέα, είσαι γλυκός Ανδρέα. Κάτι μου λέει να σταματήσω. Είναι η μετριοφροσύνη, "τα παραλέτε", "πάντα υπερβάλετε", "ε, δεν είμαι και τόσο καλός", "υπάρχουν και καλύτεροι".

Ανδρέα, ελπίζω, αν τελικά υπάρχει Θεός, να σε δέχτηκε στην αυλή του κι ας μην πίστευες σ' αυτόν. Είμαι σίγουρος ότι εκείνος πίστευε σε σένα. Καληνύχτα Ανδρέα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: