Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Οι δικοί μου ανθρώποι ζούνε μακριά...


Τον συνάντησα πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια. Συναντηθήκαμε στο δάσος, εκείνος έφευγε, εγώ μόλις είχα μπει, δειλά δειλά. Θυμάμαι ακόμα τα πρώτα μας λόγια.
-Μην πας προς το ξέφωτο, μου είχε πει, μόνο ποιητές θα βρεις εκεί.
Τον κοίταξα με απορία και δεν εξέφρασα τη σκέψη μου, τον ρώτησα μόνο γιατί το βρίσκει κακό.
-Έλα τώρα, είναι άχρηστοι αυτοί, δεν το βλέπεις?
Και φυσικά δεν το έβλεπα.
-Λυπάμαι, αλλά όχι, του είπα, ίσα ίσα που τους αναζητώ. Εσένα γιατί δε σου αρέσουν?
Με κοίταξε καλά και απάντησε σχεδόν μονότονα.
-Γιατί εγώ θέλω να βρω τον εαυτό μου κι όχι τον έρωτα.
-Και τι κακό έχει ο έρωτας?
Δε μου απάντησε, απλώς έφυγε βιαστικά. Δεν τον είδα για ένα χρόνο. Όπως ήταν φυσικό, προχώρησα στο ξέφωτο. Κι ομολογώ ότι δε θα τον θυμόμουν αν δεν τον ξανάβλεπα τόσες φορές.

Ένα χρόνο μετά τον πέτυχα τυχαία στο καράβι. Με πέτυχε δηλαδή. Κυριολεκτικά. Εγώ κατέβαινα Κρήτη, να δω την Αγγελική και διάβαζα Γιάλομ, εκείνος κατέβαινε Κρήτη να κάνει διακοπές και σκότωνε την ώρα του παίζοντας μπάσκετ με ένα τενεκεδένιο κουτάκι αναψυκτικού. Κάποια στιγμή το πέταξε τόσο δυνατά που με χτύπησε στο κεφάλι.
-Χίλια συγγνώμη ρε φιλαράκι, μου είπε χαμογελαστός.
Δεν πρόλαβα να του απαντήσω και με κοίταξε αναφωνώντας
-Ρε, εσένα σε ξέρω, εσύ δεν ήσουν που πήγαινες να βρεις τους ποιητές σ’ εκείνο το ξέφωτο?
-Ναι, εγώ είμαι!
-Τους βρήκες?
Κοίταξε το βιβλίο.
-Αααα, εσύ βρήκες χειρότερους.
-Γιατί, τι έχουν αυτοί πάλι?
-Εσύ φίλε μου έχεις αλλάξει, την προηγούμενη φορά άλλο σκέφτηκες κι άλλο ρώτησες.
«Αυτός εδώ είναι καλός», είπα από μέσα μου και ντράπηκα τόσο πολύ που δεν το είπα δυνατά.
-Έλα, μην κάνεις έτσι, μου είπε, δεν είμαι και κανένας μάντης. Κρήτη πας?
Του έγνεψα καταφατικά και κατάλαβε ότι ήθελα να συνεχίσω το βιβλίο μου.
-Κι εγώ. Καλά να περάσεις αδερφέ.
Πριν φύγει πρόλαβα να τον ρωτήσω αυτό που σκέφτηκα αμέσως.
-Τον βρήκες τον εαυτό σου?
-Στο ψάξιμο είμαι, μου είπε κι έφυγε πετώντας στον κάδο το άδειο κουτί του αναψυκτικού.

Μετά από δυο χρόνια τον ξαναείδα. Είχα παραγγείλει κάτι σουβλάκια και να σου τον μπροστά μου.
-Εσύ δεν είσαι...., του είπα καθώς τον πλήρωνα.
-Εγώ είμαι φίλε, απάντησε εκείνος.
-Κάτσε να φάμε κανένα σουβλάκι, εκτός κι αν σε κατσαδιάσουν στη δουλειά.
-Ρε ποιος τους χέζει? Χάρη τους κάνω, αν θέλουν ας βρουν άλλο, μου είπε και πέταξε το καπέλο του στον καναπέ. Μπυρίτσες έχεις ή να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο, πρόσθεσε.
-«Έχω, από τις καλές, τις μοναστηριακές.
-Αμάν εσείς οι κουλτουριάρηδες, σε όλα ίδιοι είστε, μου είπε γελώντας.
Εκείνο το βράδυ έβαλα τα δυνατά μου, προσπάθησα να μάθω για εκείνον, να εκμαιεύσω κάποια πληροφορία για τη ζωή του. Δεν κατάφερα και πολλά βέβαια. Μόνο ότι καταγόταν από την επαρχία κι ότι ήρθε εδώ για να σπουδάσει. Τα τι και τα πως δε θέλησε να τα πει. Δεν τον πίεσα κιόλας.

Πέρασαν πέντε χρόνια κι ήταν εξαφανισμένος. Μερικές φορές τον αναζητούσα. Μάταια όμως. Από το σουβλατζίδικο μου είπαν ότι έφυγε και όσες φορές έβλεπα το μηχανάκι κάποιου ντηλιβερά κοιτούσα μην ήταν εκείνος. Κάποια μέρα πήγα στην τράπεζα και περίμενα υπομονετικά στην ουρά. Ξάφνου μπουκάρουν δυο τύποι με κουκούλες και καραμπίνες. Οι φωνές απειλητικές. Ο ένας έμεινε στην πόρτα, ο άλλος πήγε στον διευθυντή. Αυτός από την πόρτα έδινε διαταγές σε μας και ο άλλος πήγε με τον διευθυντή μέσα να του δώσει τα λεφτά. Όταν βγήκαν ήρθε κοντά μου αυτός που στεκόταν στην είσοδο.
-Καλά σε βλέπω, μου είπε κι έφυγε.
Σάστισα. Δεν ήξερα ποιος ήταν, δεν μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή. Λίγη ώρα αργότερα με πήγαν στο τμήμα να δώσω κατάθεση. Περισσότερο για ανάκριση μου έμοιαζε. Το βράδυ, αφού με άφησαν, δεν πήγα σπίτι, προτίμησα να πάω σε ένα μπαράκι να τα πιω. Τον καταριόμουν εκείνη τη στιγμή. Πήγα στο σπίτι μεθυσμένος, γύρω στις πέντε το πρωί. Αφού άνοιξα την πόρτα βρήκα ένα σημείωμα από κάτω: «Σόρρυ ρε μάγκα, αλλά δεν κρατήθηκα να μη σου μιλήσω. Σε έβλεπα όλη την ώρα και έλεγα ότι πρέπει να του πω ένα γεια του παιδιού. Αν με έδωσες δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς στο σουβλατζίδικο δεν ήξεραν και πολλά για μένα. Να προσέχεις μπαγασάκο, μακριά από ληστές. Χαχαχαχαχα!» Είχε θράσος ο πούστης, αλλά και θάρρος.

Και να ‘μαστε σήμερα. Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη μας συνάντηση. Πήγα στην τράπεζα, πάλι. Φοβόμουν μήπως γίνει πάλι το ίδιο σκηνικό, δεν ήταν όμως τόσο φόβος, όσο τρόμος. Τον είδα πίσω από τον γκισέ.
-Εσύ, του είπα, εσύ εδώ? Τι δουλειά έχεις εδώ? Όλο με ξαφνιάζεις.
Μου ‘κλεισε το μάτι και δεν είπε λέξη. Το μεσημέρι πήγα σπίτι και φτάνοντας στον όροφο τον είδα.
-Τι θα γίνει με σένα, του είπα πάλι, θα με κλείσουν μέσα.
-Μην σκας ρε, μου απάντησε, αργείς να σχολάσεις και ξεροστάλιασα εδώ. Δεν ανοίγεις να μπούμε μέσα?
Του άνοιξα και μπήκαμε. Έφτιαξα και φαΐ. Τρώγαμε, πίναμε και μιλούσαμε σαν δυο κολλητοί που έχουμε να βρεθούμε χρόνια.
-Που ήσουν ρε μπαγάσα, του είπα μετά την πέμπτη μπύρα.
-Με έψαξες?
-Αρκετές φορές.
-Φίλε μου δεν έψαχνες καλά, δίπλα σου μένω, όλα αυτά τα χρόνια. Δίπλα σου, στο δίπλα διαμέρισμα.
Έμεινα να τον κοιτάζω. Του είπα ότι δεν τον πιστεύω και με πήγε δίπλα. Νόμιζα ότι ήταν διαρρήκτης, αλλά τελικά είδα κανά δυο φωτογραφίες του στον τοίχο και τον πίστεψα.
-Τον βρήκες τον εαυτό σου τελικά, τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε, όπως συνήθιζε να κάνει.
-Τον εαυτό σου φίλε μου δεν τον βρίσκεις, όσο τον αναζητάς χάνεις τους γύρω σου. Τον εαυτό σου τον κουβαλάς πάντα μαζί σου, απλώς πρέπει να τον αποδεχτείς.
-Τον αποδέχτηκες?
-Χα, τελικά ναι, οι γύρω μου δεν το αποδέχτηκαν αυτό.
Και από τότε δεν τον ξαναέψαξα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: