Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Προπαντός μη δειλιάσεις...


Από τη μια ένας κόσμος μίζερος, βρεγμένος, ξεθωριασμένος. Τρέχει να προλάβει τους πάντες και τα πάντα, το στόμα του ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα, μιλάει λες και ουρλιάζει. Κόρνες μπλεγμένες με ήχους φρένων συνήθως, αλλά κάποιες φορές υπερκαλύπτονται από τα beat της νέας hip-hop-μόδας, αναταράζουν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Όχι βέβαια αυτή των νεοελλήνων, αλλά εκείνη των απελευθερωτών. Η πλατεία μόνο Σύνταγμα δε φέρνει. Εγώ στο παράθυρο των MacDonalds καταναλώνομαι καταναλώνοντας ένα chickenburger και προσπαθώ να θυμηθώ πότε πέρασα τη νοητή γραμμή μου, πότε άλλαξα τα όρια, πότε άνοιξα την πόρτα.

Από την άλλη, ένας κόσμος λαμπερός, χάνεται σε συναυλίες, σε τσιπουράδικα, ροκάδικα, μεταλάδικα και όλα τα εις άδικα. Το έντεχνο αναμοχλεύεται με το τζαζ υπό τις μυρωδιές του γλυκάνισου. Το άδικο παρέα με το άνισο. Ο ουρανός παραμένει μπλε, τα σύννεφα βαράνε υπερωρίες και ο ήλιος πηγαινοέρχεται από τη μια μαυρίλα στην άλλη. Η μάνα κοιμάται στο δωμάτιο, ο Ρίκο τρώει τα σποράκια του, εγώ στον υπολογιστή, αναμοχλεύω και πάλι το πάθος, το λάθος και το βάθος. Μόνο η Σκιάθος μένει ξεκρέμαστη στη νοητή ευθεία του Άθου.

Ο πατέρας έγινε μια φιγούρα σε κουρνίζα, με ένα χαμόγελο που στέκει σα βαλτωμένος στρατιώτης. Η ίδια φωτογραφία σε κάθε σημείο, λες και οι αναμνήσεις είναι μόνο αυτό το χαμόγελο. Το σπίτι θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Η γιαγιά ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Λέω να βγω, να αλλάξω παραστάσεις. Μα η πόλη είναι ίδια τα τελευταία τρία χρόνια. Χαζεύω το παρελθόν μου. Ευτυχώς που τα γραπτά μένουν, γιατί αλλιώς...

Η Αγγελική παζαρεύει το μυαλό της. Το χιούμορ της είναι το όπλο της. Μικρές δόσεις κακίας διανθίζουν το κείμενό της. Τόσο μικρές, που ο άλλος πρέπει να είναι γατόνι για να τις ξεθάψει. Έμαθε να ξεχνάει κι ας ισχυρίζεται ότι ξέχασε όσα έμαθε. Φεύγει κι επιστρέφει. Γράφει και σβήνει. Ο Άλεξ γέμισε κοτσιδάκια, ενώ μπροστά μου ένας πίνακας με φρούτα έχει την υπογραφή του. Ο ήλιος τρυπωνει απ’ όπου βρει. Δε θυμάται, δε θέλει να θυμάται. Τα όνειρα επέστρεψαν. Σε λιγό θα φανούν κι οι εφιάλτες. Προπαντώς μην τους ξορκίσεις. Γράφτους, μην τους ξεχνάς. Τι κι αν πονούν. Ο πόνος πάντα θα βρίσκει μια χαραμάδα να τρυπώσει, το ίδιο κι η κατάθλιψη. Κι αν σου κατσικωθεί την έκατσες. Θα γίνεις φίλος της χωρίς να το καταλάβεις.

Η Ελένη διωγμένη. Η σκιά του κακού παραμονεύει. Δε θέλει πολύ για να ξετρυπώσει. Ένα τσακ και θα εμφανιστεί. Προπαντός μη δειλιάσεις. Παρηγοριά στον άρρωστο. Η ρίζα του κακού. Όταν θα θέλω κάποιον να κατηγορήσω –πέρα από εμένα- θα τη φωνάζω. Δε θα ακούει, αλλά δε με νοιάζει. Ξέρω ποιος φταίει. Τι κι αν δεν το λέω. Τουλάχιστον το δέχομαι. Το τηλέφωνο σωπαίνει. Πρώτα τους διώχνεις και μετά τους καλείς. Το χειρότερο είναι ότι περιμένεις να είναι παρόντες όποτε εσύ το θες. Λες κι είναι ρομποτάκια. Ναι, αλλά εσύ γιατί είσαι? Μη μου πεις ότι είσαι ο μαλάκας της υπόθεσης! Έχω δει πολλούς μαλάκες στην υπόθεση κι εσύ απέχεις παρασάγγας.

Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα? Πόσες φορές ακόμα θα τριβελλίζεις το μυαλουδάκι σου? Πάνε, τελειώσαν αυτά. Το ξέρεις εδώ και καιρό. Άηντε παρακάτω λοιπόν και μη μας τα κάνεις ζέππελιν. Ερωτεύεσαι δήθεν σε μια νύχτα και περιμένεις ο άλλος να το δεχτεί. Τι λε ρε φίλε? Πως την είδες πάλι? Τα όρισες όπως ήθελες και τώρα περιμένεις να σε ακούσουν? Αλήθεια? Κι ο άλλος τι είναι? Σε ξαναρώτησα, ε? Μάλλον δε θα μου έδωσες απάντηση. Αλλά γιατί να τη δώσεις? Σάμπως ξέρεις κι εσύ?

-Δε γαμιέται, θα πάω για καφέ...
~Εμ, δε γαμιέται, γι αυτό θα πας για καφέ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: