Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Πες μου, ποιος φόβος σε νίκησε πάλι?


ΕΚΕΙΝΗ: Σε βλέπω να κάθεσαι στο γραφείο σου, να καπνίζεις ασταμάτητα και να ακούς μουσική όλη τη μέρα. Να διαβάζεις βιβλία, κείμενα, να προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις τις σιωπές των άλλων, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου. Τι είναι αυτό που σε κάνει να γυρίζεις πίσω? Να πισωπατάς κάθε φορά? Τι είναι αυτό που τόσο σε τρομάζει? Είμαι εγώ? Είναι όλα εκείνα που κρύβεις μέσα σου? Είναι όλα αυτά που μπορείς να πετύχεις, αλλά βαριέσαι να τα κυνηγήσεις? Πες μου τι είναι κι εγώ θα στο γιατρέψω, στο υπόσχομαι...

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πόσο σπάνια ακούει κανείς αυτές τις λέξεις πια? Πόσο σπάνια έρχονται οι άνθρωποι τόσο δίπλα? Τόσο, που ακόμα κι αν είναι αλήθεια, ο μικρός μας εαυτός αρνείται να το πιστέψει. Μέσα μου υπάρχει αυτό το παιδί που αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει και εκείνος ο ενήλικας που αρνείται πεισματικά α θυμηθεί πως ήταν παιδί. Η φωτιά και το νερό. Η σιωπή και οι κραυγές. Τρομάζω και μόνο στη σκέψη πως αν αφεθώ θα σε αγαπήσω περισσότερο, τρομάζω στην ιδέα πως εσύ ίσως να μην αφεθείς.

ΕΚΕΙΝΗ: Δεν προσπαθώ να σου ξεφύγω. Με διώχνεις συνεχώς και εγώ παραμένω εδώ. Έρχομαι όταν με καλείς. Υπάρχω όταν με φωνάζεις. Εμφανίζομαι σε κάθε σου αναζήτηση. Μα σε φοβάμαι, όσο εσύ φοβάσαι τον εαυτό σου, όσο φοβάσαι εμένα. Γιατί δεν μπορούμε να νικήσουμε αυτούς τους φόβους? Γιατί κάθε μέρα πηγαίνουμε πιο μακριά ο ένας από τον άλλο? Τι είναι αυτό που μας διώχνει και που μας φέρνει κοντά συγχρόνως? Πες μου, ποιος φόβος σε νίκησε πάλι?

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν είναι μόνο ο φόβος, δεν είναι μόνο οι σιωπές, η απουσία, οι σκέψεις, τα οράματα, τα όνειρα. Με νικάει ο εαυτός μου. Χάνω κάθε μέρα. Προσπαθώ να ανασηκωθώ, να επιβιώσω σε μια μάχη που δεν ξέρω γιατί την ξεκίνησα, δεν ξέρω γιατί την συντηρώ και δεν ξέρω γιατί δεν την τελειώνω. Βλέπω όλους αυτούς τους νεκρούς έρωτες, όλες αυτές τις σκέψεις που πεθαμένες κείτονται στην πεδιάδα των ονείρων μου. Αδυνατώ να ανταπεξέλθω στο ύστερα, στο μετά, στο αύριο. Χάνω το οποιοδήποτε παρόν, το οποιοδήποτε μέλλον συντηρώντας τα σημάδια στο κορμί μου, στην ψυχή μου. Τραυματίζομαι τις νύχτες και το πρωί σηκώνομαι γιατρεμένος, από χάδια που δεν ξέρω, που δεν τα νιώθω, που δεν προέρχονται από χέρια που γνωρίζω.

ΕΚΕΙΝΗ: Μα δεν βλέπεις? Πως μπορείς να είσαι τόσο τυφλός? Πως μπορείς να απολογείσαι σε ένα λευκό χαρτί κι όχι σε μένα? Δεν βλέπεις τι χάνεις, τι κυνηγάς και τι σε κερδίζει? Που θες να πας? Δες από πού ξεκίνησες και που οδεύεις. Δες το μονοπάτι που ακολουθείς χρόνια τώρα. Έχεις ξεστρατέψει. Σε ξέρω, σε ξέρω καλά. Δεν ήσουν αυτός που έγινες. Εκείνο το παιδάκι που θυσίασες δεν θα το ανεχόταν αυτό. Θα στεκόταν μπροστά σου, θα σε κοίταζε και θα σε χτυπούσε με λέξεις, με παράπονα. Γύρνα πίσω σε αυτό το παιδάκι, μην φεύγεις όλο και πιο μακριά του.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν το βλέπεις που κλαίει? Δεν το ακούς? Τι άλλο πρέπει να κάνει? Το έθαψα, όταν χρόνια πριν έθαψα και τον εαυτό μου. Είναι σκληρό να μένεις ίδιος σε έναν κόσμο που αλλάζει. Δεν ήθελα να είμαι κομμένος, απομονωμένος από όλους εκείνους που προσπάθησα να πλησιάσω για να γευτώ λίγες λέξεις, κάποια χάδια, μια αγκαλιά. Δεν ήθελα να ξανακλάψει αυτό το παιδάκι, δεν ήθελα να ξαναπονέσει. Πάντα έχανε όσους αγαπούσε. Αυτό το παιδάκι δεν μεγάλωσε ποτέ, δε θα μεγαλώσει ποτέ. Δεν θέλει να μεγαλώσει.

ΕΚΕΙΝΗ: Τότε που είναι εκείνος που αγάπησα? Που βρίσκεται? Σε ποια άλλη γη περιφέρεται? Εκείνος που αγάπησα ήταν πιστός στον εαυτό του, στις δυνάμεις του. πίστευε ότι θα πετύχει πολλά. Δεν βλέπεις για ποια πράγματα γεννήθηκες? Ακολούθησέ τα, ακολούθησε τον εαυτό σου. μπορεί εγώ να μην είμαι εδώ, είναι όμως η θύμησή μου. Κράτα τις αναμνήσεις, βάλτες σημαία σου, σήκωσέ την ψηλά, κάνε τα όμορφα και τα άσχημα να γίνουν ένα. Να λες ότι γελάς, γιατί έμαθες να κλαις. Να λες ότι κλαις, γιατί ξέρεις να γελάς. Πες μου, που χάνεσαι, που κρύβεσαι? Γιατί δεν μπορώ να σε βρω? Γιατί νομίζω ότι σε έχω χάσει πια?

ΕΚΕΙΝΟΣ: Γιατί δεν με έψαξες εκεί που κρύφτηκα. Είμαι εκεί που με άφησες. Είμαι εκεί που με βρήκες εξαρχής. Κλεισμένος στον εαυτό μου. Ψάξε με εκεί και θα με βρεις. Ή ακόμα καλύτερα, ψάξε εκεί τον εαυτό σου και θα με βρεις. Απόψε θα πάρω αγκαλιά το μαξιλάρι μου, θα του δώσω το όνομά σου, θα ακούσουμε μαζί τα τραγούδια που μας άρεσαν. Θα το καληνυχτίσω και θα κοιμηθούμε. Το ξέρω ότι έφυγες, αλλά δεν με πειράζει. Αρκεί που υπάρχει η ανάμνησή σου και κάποιες φωτογραφίες σου. Δε θα χαθούμε. Ποτέ δεν χαθήκαμε. Κράτα μου μόνο το χέρι και πες μέσα σου ένα «αχ», σαν εκείνο που μου έλεγες κάποτε. Σε ευχαριστώ και γι αυτό και για όλα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: