Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Να 'ρθεις να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα...

Έξω έβρεχε. Εκείνος εντελώς ξαφνικά αποφάσισε να περπατήσει στη βροχή, μήπως έτσι ξεπλύνει το νου του και καθαρίσει από τις σκέψεις. Ντύθηκε στα γρήγορα. Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ένα παλιό σκισμένο τζιν που το είχε για να βάφει, μια γκρι μπλούζα, το πράσινο στρατιωτικό τζάκετ του πατέρα. Βγήκε έτσι έξω στη βροχή. Μπήκε στο ψιλικατζίδικο της γωνίας κι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Συνήθως έκανε καπνό, έστριβε τσιγάρα γιατί του άρεσε η χαρά της δημιουργίας. Ήθελε κι εκείνος να νιώσει το θεό. Τώρα όμως οι σκέψεις ήταν καταρρακτώδεις, σαν τη βροχή, και το στρίψιμο δεν θα τον γέμιζε χαρά. Τα έτοιμα τσιγάρα ήταν η εύκολη λύση, όπως ήταν όλες του οι λύσεις τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε διάθεση να κόψει τις γέφυρες. Όχι τώρα τουλάχιστον.

Προχώρησε έτσι στη βροχή. Με αυτές τις σκέψεις να τον πλημμυρίζουν. Ξάφνου αναδύθηκαν κι άλλες. Η βροχή δεν κατάφερε να ξεπλύνει. Η σημερινή του λύση, γύρισε μπούμερανγκ. Αναδύθηκαν κι άλλες, σκέψεις που νόμισε ότι είχε αφήσει πίσω, ότι τις είχε προσπεράσει. Αντί να ξεπλυθούν, σα φελλοί ανέβηκαν στην επιφάνεια. Κοίταξε τους ανθρώπους γύρω του, τα αυτοκίνητα που περνούσαν χωρίς να νοιάζονται αν βρέχουν κάποιους ανθρώπους. Τις μηχανές που έτρεχαν στους βρεγμένους δρόμους. Μια ζητιάνα μόνο έστεκε στη θέση της. Ένιωσε τόσο κοντά της. Σήμερα δεν ήταν θεός, σήμερα ήταν κι εκείνος ένας ζητιάνος. Σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα. Κοίταξε για λίγο την αντανάκλασή του στο τζάμι, μετά κοίταξε το παντελόνι του και το τζάκετ του πατέρα. Συνέχισε να περπατάει.

Έφτασε σε ένα σταυροδρόμι. Η καταρρακτώδης βροχή είχε δημιουργήσει μια τεράστια λίμνη. Ένας πεζός ήταν αδύνατο να τη διασχίσει. Δεν τον ένοιαξε. Μπήκε μέσα. Τα παπούτσια του χάθηκαν στα νερά. Πέρασε απέναντι νιώθοντας υγρά τα πόδια του. Ο νους του γύρευε να ξεπλυθεί. Εκείνος γύρευε να ξεκαθαρίσει τα πάντα. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα και το ρούφηξε δυο-τρεις απανωτές φορές. Τώρα ένοιωθε φυσιολογικός σαν τους άλλους. Ένας καθημερινός άνθρωπος που περιμένει να τελειώσει η βροχή, σαν τόσους άλλους. Δίπλα του ήρθε ένα κορίτσι. Στάθηκε κοντά του, τον κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα κοίταξε μπροστά, σα να περίμενε τη σειρά της σε μια ανύπαρκτη ουρά. Γύρισε και την κοίταξε. Τα μαλλιά της κόκκινα, βρεγμένα, τα νύχια της βαμμένα μαύρα, τα μάτια της είχαν ένα λαμπερό πράσινο χρώμα. Γύρισε κι εκείνη και τον κοίταξε. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται. Τα βλέμμα τους συναντήθηκαν εκεί, κάτω από ένα υπόστεγο. Κανείς δε μιλούσε, απλά κοιτάζονταν.

«Κατερίνα», του είπε και πρόταξε το χέρι της για μια τυπική χειραψία. «Αλέκος», απάντησε κι εκείνος σφίγγωντας το χέρι της. «Να σου πάρω ένα τσιγάρο», τον ρώτησε, «τα δικά μου βράχηκαν». Έβγαλε το πακέτο και της το έδωσε. Με αργές κινήσεις έβγαλε το τσιγάρο, το έφρε στο στόμα της, το άναψε και του επέστρεψε το πακέτο. Έμειναν να κοιτάζουν τη βροχή. Πρώτη εκείνη κάθισε στο πεζουλάκι. Χτύπησε απαλά το χέρι της στο μάρμαρο χαμογελώντας του, «κάθισε», του είπε, «έχουμε πολλά να πούμε νομίζω». Κάθισε δίπλα της και έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο από το πακέτο του. «Ναι, η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο», του είπε και τον έπιασε αγκαζέ. «Μίλα μου λοιπόν, πες μου τι σε έκανε να βγεις έτσι στη βροχή. Εκτός κι αν είσαι ντροπαλός και θες να μιλήσω πρώτα εγώ», συνέχισε. Από το μυαλό του πέρασαν όλες οι γέφυρες που ήθελε να γκρεμίσει, όλες οι πόρτες που ήθελε να κλειδώσει, όλες οι σκέψεις που αναδύθηκαν ξαφνικά, τα χρέη στις τράπεζες, οι δόσεις.

«Νιώθω βουτηγμένος σε μια λάσπη από σκέψεις. Έχω ναυαγήσει εδώ μέσα. Νιώθω να ζω μια παρατεταμένη εφηβεία, σα να μην έλυσα ποτέ μου τίποτα». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα χείλη του. Εκείνος την κίταζε στα μάτια. «Το ξέρεις ότι έχεις υπέροχα χείλη», του είπε. Εκείνος παραξενεύτηκε. «Ναι, είμει απότομη, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κρατάω τις σκέψεις μου, αν δεν τις εξωτερικεύσω θα τρελαθώ». «Εγώ θαρρώ ότι τρελάθηκα», της απάντησε. «Όχι καλέ μου, αλλά να ξέρεις ότι είσαι σε καλό δρόμο, αν αυτό ζητάς», του είπε χαμογελώντας. «Κι εγώ για να βραχώ βγήκα, να ξεπλύνω τις σκέψεις μου, τον εαυτό μου, αυτή τη βρομιά που ζω καθημερινά», του είπε και συνέχισε, «δεν ψάχνω λύσεις πια. Μου αρκούν οι σκέψεις μου, να μαζεύω τα προβλήματά μου σε ένα καλάθι και να μην τα λύνω».

Την κοίταζε. Το μυαλό του έμεινε στις λέξεις της. Πιο πέρα έβρεχε, πιο δυνατά, χωρίς ρυθμό, χωρίς μουσική. «Νιώθω σα να είμαι σε ένα τρένο με έναν άγνωστο συνεπιβάτη. Σε ένα τρένο που κόλλησε μέρες τώρα εδώ, σε ένα τρένο που έμεινε σφηνωμένο στις ράγες και περιμένουμε κάποιον να το ξεσφηνώσει. Μα δε με νοιάζει κι αν δε φύγω ποτέ. Μου αρκεί αυτή η αναμονή. Μου αρέσει αυτή η αναμονή. Σα να περιμένω να έρθει η σειρά μου σε κάτι μεγάλο, αληθινό και γεμάτο. Σε κάτι που θα με κάνει διάσημη». Ξανακοίταξε μπροστά της και δε συνέχισε. Κοίταξε κι εκείνος μπροστά του. Το απέναντι πεζοδρόμιο είχε πλημμυρίσει. Τα μάτια του έκλεισαν κι έγειρε το κεφάλι του στα τζάμι. Εκείνη τον κοίταξε και πέρασε το χέρι της στο χέρι του, εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του. Ακούμπησε πάνω του, στους ώμους του, έκλεισε τα μάτια της κι έμειναν έτσι.

Εκείνος άρχισε να σφυρίζει ένα σκοπό κι εκείνη τραγουδούσε «να ρθείς να με βρεις γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα». Άρχισαν να τραγουδούν μαζί. Ό,τι εκείνη ξεχνούσε το συμπλήρωνε αυτός και συνέχιζε. Όταν κουραζόταν αναλάμβανε εκείνη. Τελείωσαν και κοιτάχτηκαν. «Μου αρέσεις», της είπε. Του χαμογέλασε και κοίταξε μπροστά ακουμπώντας πάλι στον ώμο του. Εκείνος δε σάλεψε, έμεινε να την κοιτάζει. Νιώθοντας τα μάτια του πάνω της έκανε να τον αφήσει, της άρπαξε το χέρι, να την κρατήσει κοντά του. Τον κοίταξε. Τα μάτια του έλαμπαν. Εκείνος έσκυψε, εκείνη ανασηκώθηκε. Πλησίασαν τα χείλη τους χωρίς να ενωθούν, άφησαν μόνο τις ανάσες τους να μπλεχτούν. Σφραγισμένα μάτια, σφραγισμένα χείλη και μπλεγμένες ανάσες. Δε μίλησαν, έμειναν έτσι. Έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του, εκείνος της τα έσφιξε, ένιωσε τους χτύπους της, εκείνη τους δικούς του. Ξαφνικά τα χείλη τους ενώθηκαν και άρχισαν να φιλιούνται.

Δυο λεπτά μετά σταμάτησαν. Τον κοίταξε χαμογελώντας του. Την κοίταξε κι εκείνος. «Ακόμα περιμένεις να σε ξεπλύνει η βροχή», τον ρώτησε. «Ακόμα περιμένεις να περάσεις απέναντι», της απάντησε. «Πέρασα και κάτι μου λέει ότι η βροχή σε ξέπλυνε κι εσένα». Της χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι εκείνη. «Ωραία», του είπε, «τώρα πρέπει να περάσουμε πραγματικά απέναντι και να ξεπλύνουμε τις σκέψεις σου». Σηκώθηκαν έτσι αγκαζέ και πέρασαν απέναντι. «Έλα να μοιραστούμε τα πάντα», της είπε, «τις αναμονές σου, τις σκέψεις μου, τα άπλυτά μας». «Και τις δόσεις μας», του είπε και του χαμογέλασε. «Κάτι μου λέει ότι απόψε θα κοιμηθείς όμορφα», του είπε λίγο αργότερα ενώ περπατούσαν στον δρόμο κι ο ήλιος έσκαγε μύτη μέσα από τα σύννεφα. «Όχι», της είπε, «δε θα κοιμηθώ όμορφα, αλλά αν μη τι άλλο, έχω λόγους να κάνω όμορφες σκέψεις»!

Και που να φανταστεί κάποιος ότι αυτοί οι δύο βγήκαν για να νιώσουν μόνοι. Ίσως πιο μόνοι...