Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα...


Μου είπε κάποιος κάποτε, πως αν δεν έχεις πολλά να πεις, τότε καλύτερα να διηγηθείς μια ιστορία. Έτσι λοιπόν απόψε, θα διηγηθώ μια ιστορία. Δε θα είναι μια ιστορία που έζησα ούτε κάποια που άκουσα. Δε θα είναι ούτε μια ιστορία που σκαρφίστηκα για να περάσω απλά τη νύχτα. Είναι μια ιστορία δυο ανθρώπων, μια ιστορία που ο καθένας μας θα ήθελε να ζήσει και να αποφύγει συγχρόνως. Θα είναι μια ιστορία σαν αυτές που διαβάζουμε στα παραμύθια. Είναι ωραία τα παραμύθια, γιατί τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα. Αυτή την ιστορία θα ήθελα μια μέρα κάποιος να την διηγηθεί στα παιδιά του. Ας την κάνει δική του, δε με νοιάζει. Ας την παραλλάξει. Θα ήθελα όμως να συντροφεύσει μια νύχτα σε ένα τζάκι, με φωτιά που καίει, με κρασί, με λίγα κάστανα και με ένα επιτραπέζιο να σπάει την ροή των ιστοριών.

Μια φορά ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Δεν γνωρίστηκαν ποτέ, μα συναντήθηκαν χιλιάδες φορές. Σε κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής τους, ο ένας βρισκόταν κοντά στον άλλο. Γεννήθηκαν στο ίδιο νοσοκομείο, οι μητέρες τους ήταν σε διπλανά κρεβάτια. Τον είπαν Κώστα, την βάφτισαν Ελένη. Δεν μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά ούτε πήγαν στο ίδιο σχολείο. Δεν έδωσαν πανελλήνιες στην ίδια πόλη, μα έγραψαν τα ίδια θέματα και έλαβαν την ίδια σχεδόν βαθμολογία. Πέρασαν σε διαφορετικές σχολές. Εκείνος έγινε ψυχολόγος, εκείνη έγινε ζωγράφος. Του άρεσε όμως να διαβάζει για τον Νταλί και τον Πικάσο, όπως και σε εκείνη άρεσε ο Φρόιντ κι ο Γιάλομ. Εκείνος άκουγε ροκ, εκείνη μεταλ. Εκείνος πήγαινε κινηματογράφο, εκείνη θέατρο. Εκείνος πήγαινε σε live σκηνές, εκείνη σε κλαμπάκια. Δεν γνωρίστηκαν ποτέ, μα συναντήθηκαν χιλιάδες φορές. Εκείνος είχε ιατρείο στο Παγκράτι, εκείνη έμενε δύο τετράγωνα παρακάτω. Έπαιρναν πάντα το ίδιο λεωφορείο. Εκείνος καθόταν μπροστά, εκείνη πίσω.

Πόσες φορές διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους? Πόσες φορές την κοίταξε από το παράθυρό του, κοίταζε όμως τυχαία, χανόταν στις σκέψεις του. Πόσες φορές κοίταξε κι εκείνη το παράθυρό του περιμένοντας λεωφορείο ή ταξί? Η ζωή παίζει τα πιο περίεργα παιχνίδια στους πιο απλούς ανθρώπους. Σα να προσπαθεί να τους κάνει να συναντηθούν, να γνωριστούν, αλλά ποτέ δεν είναι σίγουρη. Έτσι τους αφήνει να προσπερνούν ο ένας τον άλλο, κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε στιγμή. Να ζουν τόσο κοντά κι όμως να είναι τόσο μακρινοί. Να υπάρχουν μαζί μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, έτσι που αν τα ενώσεις να βγάλεις με το ζόρι μια μέρα σε μια ολόκληρη ζωή. Να συναντιούνται οι ματιές τους για λίγες στιγμές και μερικές από αυτές να είναι πίσω από γυαλιά. Είναι οι στιγμές που ένιωθαν μόνοι σε μια γεμάτη από ανθρώπους πόλη, σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Κι όμως, αυτές οι μοναξιές διασταυρώθηκαν. Τι πειράζει αν ήταν για λίγο? Ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του. Κι όμως, αυτές οι σκέψεις δεν διέφεραν και πολύ.

Εκείνος ήταν εκεί όταν εκείνη χώρισε. Κι εκείνη το ίδιο. Ήταν δίπλα την επόμενη μέρα όταν περίμεναν στην στάση του λεωφορείου, κρυμμένοι κι οι δύο πίσω από μαύρα γυαλιά, μια συννεφιασμένη μέρα, για να κρύψουν τους κύκλους της αϋπνίας. Μασούσαν τσίχλα για να αλλάξουν την γεύση των τσιγάρων. Ρούχα τσαλακωμένα, που μαρτυρούσαν όχι ότι δεν σιδερώθηκαν, αλλά ότι τα πέταξαν όπως όπως σε μια καρέκλα, για να φορέσουν μια φόρμα ή μια πιτζάμα. Και την επόμενη μέρα τα έβαλαν χωρίς να πολυσκεφτούν ότι τα ίδια φορούσαν και χθες. Έκατσαν αρκετές φορές κάτω από το ίδιο υπόστεγο περιμένοντας να κοπάσει η μανία της βροχής. Κι άλλες τόσες φορές κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, με κάποια δευτερόλεπτα διαφορά. Άλλοτε εκείνη είχε φύγει ήδη, άλλοτε εκείνος. Δεν έζησαν πολλά μαζί, έζησαν τα πιο σημαντικά όμως. Τις στιγμές που ήθελαν μια αγκαλιά να λουφάξουν ή τις στιγμές που γελούσαν τόσο δυνατά. Και γελούσαν κι οι δυο τους δυνατά. Κι είχαν κι οι δυο τους ένα υπέροχο χαμόγελο.

Δυστυχώς δεν τους γνώρισα ποτέ. Δεν είχα αυτή την ευκαιρία. Γιατί αν τους είχα γνωρίσει, θα τους έκανα να συναντηθούν. Κι αν το πετύχαινα και αυτό, θα τους έκανα μετά να ζήσουν μαζί, να μην χωρίσουν ποτέ, να μην ξαναχαθούν, τώρα που βρέθηκαν. Τους είδα όμως να προσπερνούν ο ένας τον άλλο. Όπως κάποιος άλλος είδε να προσπερνώ εγώ συνέχεια μια κοπέλα κι αυτή εμένα. Τις στιγμές που παρακαλάς να έχεις κάποιον δίπλα σου, τις στιγμές που βουλιάζεις όλο και πιο πολύ στη δήθεν ανυπαρξία σου, έχεις κάποιον δίπλα σου, που βουλιάζει μαζί σου. Δεν τολμάς να τον κοιτάξεις ούτε να τον αγγίξεις. Φοβάσαι μήπως στο βλέμμα σου δει αυτά που θες να κρύψεις, φοβάσαι μήπως το άγγιγμά του ξυπνήσει αισθήσεις που προσπαθείς να υπνωτίσεις. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή πρέπει να αντισταθείς στον ίδιο σου το φόβο, για να μπορέσεις να ξαναγαπήσεις, για να μπορέσεις να ξανακοιτάξεις κάποιον στα μάτια, χωρίς γυαλιά, χωρίς μαύρους κύκλους. Για να μπορέσεις να τον φιλήσεις χωρίς να φοβάσαι αν το στόμα σου «ξερνάει» πίσσα και νικοτίνη.

Δεν γνωρίστηκαν ποτέ ο Κώστας κι η Ελένη. Κι όμως, τόσες φορές ονειρεύτηκαν ο ένας τον άλλο. Τόσες φορές αναζήτησαν ο ένας τον άλλο. Τόσες φορές έκλαψαν ο ένας για τον άλλο. Τόσες φορές έκαναν τις ίδιες ερωτήσεις. Τόσες φορές έδωσαν λάθος απαντήσεις. Τόσες φορές προσπάθησαν να κρατηθούν από λάθος ανθρώπους. Γιατί απλούστατα, κάθε φορά που συναντιόντουσαν, σκεφτόντουσαν κάποιον άλλο. Χαμένοι σε καταστάσεις που ήδη είχαν τελειώσει, δεν μπόρεσαν να δουν μια κατάσταση που θα άρχιζε και θα τους έκανε και τους δυο πραγματικά ευτυχισμένους. Ζώντας στο πριν, έχασαν το τώρα και θυσίασαν το μετά. Δεν ξεκίνησαν από το μηδέν, συνέχισαν με τον επόμενο εκεί που είχαν μείνει με τον προηγούμενο.

Εδώ τελειώνει η ιστορία μου. Μια ιστορία που δεν έζησα, μια ιστορία που δεν είδα να την ζουν, που δεν μου την διηγήθηκαν. Μια ιστορία που δεν επινόησα. Τον βάφτισαν Κώστα, την είπαν Ελένη. Γεννήθηκαν την ίδια μέρα, μεγάλωσαν σε διαφορετικές πόλεις. Μα έζησαν τόσο κοινές ζωές. Περπάτησαν σε ίδιους δρόμους, έκαναν τις ίδιες σκέψεις, όπως τόσοι άλλοι. Και ποτέ δεν γνωρίστηκαν. Δεν ξέρω αν πέθαναν ή αν ζουν. Τους έχασα. Συνάντησα μια κοπέλα που έκλαιγε και την αγκάλιασα. Λίγες μέρες μετά την φίλησα. Και τώρα μένω μαζί της. Συγγνώμη, δεν κατάφερα ποτέ να σας κάνω να γνωριστείτε. Φάνηκα δειλός, στάθηκα μικρός, εγωιστής. Κοίταξα τη δική μου ευτυχία. Συγγνώμη Κώστα, συγγνώμη Ελένη. Συγγνώμη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: