Ο Μάρκος μπήκε στο σπίτι κουρασμένος, σχεδόν εξουθενωμένος από τη δουλειά. Πήγε στην τουαλέτα χωρίς να ψάξει την Άννα στα λιγοστά δωμάτια του σπιτιού. Πέταξε τα παπούτσια του σε μια άκρη, σε μια άλλη παράτησε τις κάλτσες του και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Η Άννα άκουσε τα βήματά του, αλλά δεν έκανε καν τον κόπο να τον αναζητήσει. Εδώ και καιρό, οι δυό τους, είχαν απολέσει το ενδιαφέρον τους. Ο Μάρκος δούλευε για να συντηρεί την Άννα, η Άννα μαγείρευε για να συντηρεί το Μάρκο. Δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι, δυο ξένοι μοιράζονταν την ίδια κρεβατοκάμαρα. Πότε πότε ο Μάρκος ξεχνούσε την ακούσια ασκητική ζωή και άγγιζε (ας πούμε) ερωτικά την Άννα. Εκείνη δεχόταν τα χάδια του, ελλείψει άλλου, καλύτερου ερωτικού παρτενέρ. Μια ψυχή που ήταν να βγει, θα έβγαινε είτε εκείνη το ήθελε είτε όχι.
Παιδιά δεν έκαναν. Κάποιος από τους δύο θα ήταν σίγουρα ανίκανος, αλλά ούτε ο Μάρκος ούτε η Άννα ήθελαν να το ψάξουν. Και οι δύο το θεώρησαν ως δώρο. Φαντάσου αυτοί οι δύο ξένοι να έπρεπε να μεγαλώνουν ένα παιδί. Μεγαλύτερη ασχήμια δε θα μπορούσε να τους συμβεί. Έτσι βολεύτηκαν με τα δεδομένα τους, αμφότεροι. Ο Μάρκος πήγαινε στο καφενείο που και που και η Άννα, για να ξεχνιέται, έβγαινε τα πρωινά βόλτα στα μαγαζιά και χάζευε τις βιτρίνες. Ποτέ δεν αγόρασε κάτι, άφηνε πάντα τον Μάρκο να της κάνει εκείνος ένα «δώρο» και φυσικά, ήξερε, ότι το βράδυ θα ζητούσε το αντάλλαγμα.
Ο Μάρκος, έφυγε από την τουαλέτα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Προηγουμένως είχε αφήσει το μπλουζάκι του πάνω στο κρεβάτι. Η Άννα του είχε βγάλει φαγητό, φακές, του είχε κόψει μια σαλάτα κι είχε αφήσει κι ένα ποτήρι κρασί στο τραπέζι. Συναντήθηκαν στο διάδρομο, κοιτάχτηκαν χωρίς να μιλήσουν. Εκείνος πήγαινε να φάει, εκείνη να μαζέψει τα ρούχα του. Έβαλε τα βρώμικα στα άπλυτα και του έβγαλε καθαρά εσώρουχα. Εκείνος έτρωγε τις φακές βουτώντας λίγο ψωμί στη σαλάτα. Του άφησε καθαρά ρούχα στην καρέκλα για το επόμενο πρωί. Εκείνος ήπιε σχεδόν μονορούφι όλο το κρασί. Η Άννα πήγε στην κουζίνα να μαζέψει τα πιάτα, ενώ ο Μάρκος πήγε στην τουαλέτα να κάνει μπάνιο. Καθώς εκείνη έπλενε το λερωμένο σερβίτσιο, εκείνος καθάριζε το σώμα του από τη βρώμα του εργοστασίου. Η Άννα σκούπισε το πιάτο, ο Μάρκος το πρόσωπό του, η Άννα το ποτήρι, ο Μάρκος το σώμα του, η Άννα τα μαχαιροπίρουνα, ο Μάρκος τα μαλλιά του.
Ξανασυναντήθηκαν στο διάδρομο. Ο Μάρκος πήγαινε στο σαλόνι κι η Άννα στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξαν και οι δύο την τηλεόραση και αποκοιμήθηκαν χωριστά, σχεδόν μαζί. Δυο ώρες αργότερα ο Μάρκος ετοιμαζόταν στο δωμάτιο να πάει μια βόλτα στο καφενείο, ενώ η Άννα έκανε ότι κοιμόταν. Υπήρχαν μέρες που ο ένας σιχαινόταν τον άλλο και μέρες που απλώς ανέχονταν τα χνώτα τους. Μέρες λατρείας δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοια. Αυτή η πολυτέλεια είχε χαθεί από τη ζωή τους. Πότε πότε ο Μάρκος ήταν καλός, της έπιανε συζήτηση για το πώς γνωρίστηκαν, τι σκέφτονταν. Η Άννα χαμογελούσε σα να το απολάμβανε. Σα να το απολάμβανε...
Το βράδυ ο Μάρκος γύρισε σπίτι ελαφρώς μεθυσμένος. Η Άννα τον είχε συνηθίσει. Τον κοίταξε και τον σιχάθηκε λίγο πιο πολύ απόψε. Ο Μάρκος είδε το βλέμμα της αηδίας στα μάτια της. Την κοίταξε σα να της έλεγε συγγνώμη κι εκείνη τον σιχάθηκε πιο πολύ. Κάθισε στην καρέκλα της κουζίνας και τον κοίταξε να απομακρύνεται. Εκείνος λίγο πριν φτάσει στην κρεβατοκάμαρα στηρίχτηκε στην πόρτα και γύρισε και την κοίταξε. Η Άννα προσπάθησε να χαμηλώσει το βλέμμα της, αλλά κάτι μέσα της την παρότρυνε να μείνει στάσιμη. Ο Μάρκος προχώρησε στο δωμάτιο και έβαλε τα πράγματά του σε μια βαλίτσα. Η Άννα πήγε μέσα και τον είδε να ετοιμάζεται. Δεν είπε τίποτα για ακόμα μία φορά. Απλώς τον κοιτούσε. Παραμέρισε λιγάκι για να του δώσει χώρο να περάσει όταν εκείνος έφυγε από το δωμάτιο. Τον ακολούθησε ως την εξώπορτα. Ο Μάρκος κάλεσε το ασανσέρ και η Άννα τον κοιτούσε. Αυτά τα δευτερόλεπτα ήταν τα χειρότερα της κοινής τους ζωής. Ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, πριν μπει μέσα την κοίταξε. «Ξέρεις, αν μου ζητήσεις να μείνω, θα μείνω», της είπε. Η Άννα απλώς τον κοιτούσε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και έφυγε...